Καλύτερα μέτρια συμφωνία, παρά καθόλου συμφωνία

Η ρίζα του προβλήματος είναι ότι το όλο «παιχνίδι» της διαπραγμάτευσης προσεγγίζεται από την Ελληνική κυβέρνηση σαν ένα στατικό «μια κι έξω» παιχνίδι. Εντούτοις, δεν είναι καθόλου έτσι. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια έχουν δείξει ότι μια κρίση τέτοιου μεγέθους είναι μια διαρκής δυναμική διαδικασία με «μνήμη». Θα είναι προς όφελός μας να παραδεχθούμε ότι έστω και την ύστατη ώρα, μια μέτρια συμφωνία είναι πάντα καλύτερη από καθόλου συμφωνία. Είναι λυπηρό το ότι έχουμε φτάσει μέχρι εδώ στη διαδικασία ώστε να μην αναγνωρίζουμε το γεγονός ότι το σύστημα έχει «μνήμη» και ότι εκτός από το «σήμερα» υπάρχει και το «αύριο», στον τρόπο που χειρίζεται κάποιος τις διαπραγματεύσεις. Ειδικά αν αυτός ο «κάποιος» βρίσκεται στην πλευρά που ζητά.
ASSOCIATED PRESS

Έχουν περάσει 5 μήνες από την εκλογική διαδικασία του Ιανουαρίου στην Ελλάδα, και 4 μήνες από τη συμφωνία του Φεβρουαρίου για παράταση του υπάρχοντος προγράμματος μέχρι το τέλος Ιουνίου. Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ της Ελληνικής κυβέρνησης και των εταίρων δανειστών (Ευρωπαϊκοί Θεσμοί και ΔΝΤ) δεν οδήγησαν κάπου, καθώς υπάρχει μια εκτεταμένη αντίληψη στην Ελλάδα ότι οι ελληνικές εκλογές από μόνες τους θα άλλαζαν τους όρους του παιχνιδιού και η άλλη πλευρά αργά ή γρήγορα θα συμβιβαζόταν με τις απαιτήσεις για πρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα προσαρμογής, απαραίτητα να καλύψουν το υπάρχον δημοσιονομικό κενό, καθώς και με τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις που θα διευκόλυναν τη μελλοντική ανάπτυξη.

Στο τέλος Νοεμβρίου το δημοσιονομικό έλλειμμα ήταν λιγότερο από ένα δισεκατομμύριο (της τάξης περίπου των 900 εκατομμυρίων), ενώ αυτή τη στιγμή το ακριβές νούμερο ξεπερνά τα 5 δισεκατομμύρια. Αυτή η δραματική αύξηση -σε ότι αφορά την αποφυγή πιστωτικού γεγονότος για την Ελλάδα- είναι το αντίθετο αποτέλεσμα από τη μέτρια ανάπτυξη που είχε η ελληνική οικονομία στο τέλος του 2014, αλλά και απόρροια της μεγάλης αβεβαιότητας για το μέλλον. Αυτή την αβεβαιότητα υποτιμά η Ελληνική κυβέρνηση στις διαπραγματεύσεις της με τους δανειστές.

Το επιχείρημα της Ελληνικής πλευράς βασίζεται στην πεποίθηση ότι ένα πιστωτικό γεγονός στην Ελλάδα και ο κίνδυνος του "Grexit" θα ήταν δυσβάσταχτο για το οικονομικό πεδίο της Ευρώπης, και υπ' αυτή την έννοια οι δανειστές-εταίροι θα υπέκυπταν στις Ελληνικές απαιτήσεις για παράταση περαιτέρω χρηματοδότησης, που θα διατηρούσε στο ίδιο επίπεδο τις «φουσκωμένες» εκλογικές υποσχέσεις.

Αυτό το επιχείρημα έχει ενισχυθεί από απόψεις που τάσσονται υπέρ μιας «μερικής πτώχευσης» μόνο στους θεσμικούς εταίρους (Κυβερνήσεις της Ε.Ε. και ΔΝΤ), αλλά πρέπει να εκπληρωθεί η υποχρέωση στους ιδιώτες δανειστές, ώστε η χώρα σε κάποιο μελλοντικό σημείο να μπορεί να «βγει» στις αγορές για έξτρα δανεισμό. Αυτό βασίζεται στην πεποίθηση ότι οι αγορές πράγματι δεν έχουν τόσο καλή «μνήμη» και μόνο αξιολογούν τον κίνδυνο τη στιγμή μιας πιθανής συναλλαγής.

Παρόλα αυτά, το επιχείρημα αυτό έχει ελαττώματα, αφού ότι κάνει ο ιδιωτικός τομέας ακολουθεί αυτό που κάνουν ή δεν κάνουν οι κυβερνήσεις. Η πεποίθηση ότι η αθέτηση των υποχρεώσεων μας απέναντι στο χρέος στις Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και το ΔΝΤ θα είναι χωρίς μακροπρόθεσμες συνέπειες στερείται βάσης. Ο χρόνος έχει ήδη εξαντληθεί (με τη έννοια ότι ακόμη κι αν επιτευχθεί συμφωνία, η ζημία σε επίπεδο χαμένης αξιοπιστίας και απώλειας κοινωνικού κεφαλαίου σε επίπεδο εμπιστοσύνης, έχει ήδη πραγματοποιηθεί).

Όσο περνάει ο καιρός, οι όροι μιας συμφωνίας φυσιολογικά χειροτερεύουν για την Ελληνική κυβέρνηση καθώς θα απαιτούνται ολοένα και περισσότερα κεφάλαια για να καλύψουν το δημοσιονομικό κενό (πόσω μάλλον για να επιτευχθεί πρωτογενές πλεόνασμα, που σε αυτό το σημείο θα είναι πολύ δύσκολο να φτάσουμε). Αν μάλιστα η τουριστική σαιζόν δεν είναι τόσο επιτυχημένη όσο φαινόταν στην αρχή της χρονιάς, τα πράγματα θα είναι ακόμα χειρότερα. Η απώλεια της αξιοπιστίας, κυρίως στα μάτια των Ευρωπαίων εταίρων μας, θα σημαίνει ότι οποιαδήποτε καλή θέληση απέναντι στα βάσιμα ελληνικά αιτήματα, όπως πχ στο μεταναστευτικό, θα είναι χαμηλής προτεραιότητας για τους εταίρους.

Φυσικά, η παραπάνω κατάσταση θα επιδεινωθεί σε περίπτωση ενός πλήρους πιστωτικού γεγονότος, καθώς δε θα υπάρχει καμία Ευρωπαϊκή κυβέρνηση διατεθειμένη να υποστηρίξει οποιοδήποτε Ελληνικό αίτημα για βοήθεια, σχετικό με τέτοια θέματα. Η ρίζα του προβλήματος είναι ότι το όλο «παιχνίδι» της διαπραγμάτευσης προσεγγίζεται από την Ελληνική κυβέρνηση σαν ένα στατικό «μια κι έξω» παιχνίδι. Εντούτοις, δεν είναι καθόλου έτσι. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια έχουν δείξει ότι μια κρίση τέτοιου μεγέθους είναι μια διαρκής δυναμική διαδικασία με «μνήμη». Θα είναι προς όφελός μας να παραδεχθούμε ότι έστω και την ύστατη ώρα, μια μέτρια συμφωνία είναι πάντα καλύτερη από καθόλου συμφωνία. Είναι λυπηρό το ότι έχουμε φτάσει μέχρι εδώ στη διαδικασία ώστε να μην αναγνωρίζουμε το γεγονός ότι το σύστημα έχει «μνήμη» και ότι εκτός από το «σήμερα» υπάρχει και το «αύριο», στον τρόπο που χειρίζεται κάποιος τις διαπραγματεύσεις. Ειδικά αν αυτός ο «κάποιος» βρίσκεται στην πλευρά που ζητά.

Δημοφιλή