Σε τι χρειαζόμαστε την 5η Ιουλίου;

Διαβάζεις τι ακριβώς έχει συμβεί και ανακοινωθεί- μαζί, διαβάζεις και τις δύο απόψεις που έχουν αρχίσει να συγκροτούνται, τα καλέσματα για το «ΝΑΙ» και το «ΟΧΙ» κόβουν διαδικτυακές βόλτες, οι επιθέσεις, οι τσακωμοί, οι βρισιές, οι διαφωνίες, έχουν πιάσει να φουντώνουν. Οι Έλληνες επιδίδονται και πάλι στο αγαπημένο τους σπορ- εκείνο που μόνο τυχαία δεν επέλεξαν. Αφού, δεν απαιτεί θυσίες, κόπο και εντατικές προπονήσεις, παρά μόνο την δυνατότητα να αφήσεις τα πρωτογενή σου αισθήματα να κυριαρχήσουν, να επιτρέψεις στη βλακεία να υπερισχύσει, να θες να ξεσπάσεις αντί να σκεφτείς.
Jorge Lascar/Flickr

Ποια 5η Ιουλίου; Οι ημέρες που ακολούθησαν την αναγγελία του δημοψηφίσματος, μάς έδειξαν όλα όσα χρειάζεται να ξέρουμε: για το πριν, για το τώρα, το ύστερα.

Ξυπνάς Σάββατο. Μεσημέρι. Από τηλεφώνημα. Φωνή όλο αγωνία, στην άλλη γραμμή: «Σήκωσες λεφτά; Έχεις; Έχεις αρκετά;».

Να σηκώσεις «για τι»;, σκέφτεσαι. Αρκετά «για τι»; «Τι» συμβαίνει;

Δημοσιογράφος- υποτίθεται- είσαι και γενικά έχεις κάποια ιδέα του τι συμβαίνει γύρω σου- τουλάχιστον, θέλεις να έχεις, ασχολείσαι. Αλλά, κάτι οι ατελείωτες διαπραγματεύσεις επί διαπραγματεύσεων τα τελευταία χρόνια, που έχεις βαρεθεί να ξέρεις έστω πως υπάρχουν, αφού τίποτα δεν αλλάζει, ουσιαστικά- καμία αλλαγή στη καθημερινότητα σου. Κάτι οι κρίσιμες και καθοριστικής σημασίας συναντήσεις και συνεδρίες που «πέφτουν» κάμποσες φορές την εβδομάδα, κάθε εβδομάδα, μέχρι την επομένη- μέχρι αύριο, δηλαδή. Κάτι που, επίσης αρκετά βράδια την εβδομάδα, μετά την παρακολούθηση του τηλεοπτικού δελτίου ειδήσεων τα κοντινά σου άτομα μεγαλύτερης ηλικίας θα σε ρωτήσουν, με όση δόση κακομοιριάς και ανησυχίας μπορεί να χωρέσει το πρόσωπο τους: «πως τα βλέπεις τα πράγματα; σκούρα, ε; μας πολεμάνε όλοι μωρέ, βγήκε ο Τάδε Γερμανός ή Γάλλος ή Φιλανδός και είπε εκείνο ή το άλλο». Και τα συναφή, που ακούς από το πρωί ως το βράδυ, στο πλαίσιο αυτό που τυλίγει οτιδήποτε πιθανόν τύχει στο βράδυ και το πρωί σου. Μια μέρα φυσιολογική, δίχως αυτή την ανησυχία για το μέλλον, την αγωνία για το παρόν, χωρίς μια ανησυχητική είδηση της τελευταίας στιγμής δεν έχει υπάρξει τόσα χρόνια. Ε, το πήρες απόφαση και δεν ασχολείσαι και πολύ πλέον. Εξάλλου, τι νόημα έχει;

Τώρα, όμως, τα πράγματα είναι αλλιώς. Ο πανικός σταμάτησε να περιφέρεται πάνω απ' τα κεφάλια μας, μετουσιώθηκε σε πράξεις, καρφώθηκε μέσα μας, εκφράζεται ως προέκταση των άκρων μας. Στα κοινωνικά δίκτυα βλέπεις διαρκώς φωτογραφίες: ουρές ανθρώπων θορυβημένων έξω από τις τράπεζες. Σε λαϊκές γειτονιές- στα Πατήσια, την Καλλιθέα, τον Άγιο Νικόλαο. Διαβάζεις τι ακριβώς έχει συμβεί και ανακοινωθεί- μαζί, διαβάζεις και τις δύο απόψεις που έχουν αρχίσει να συγκροτούνται, τα καλέσματα για το «ΝΑΙ» και το «ΟΧΙ» κόβουν διαδικτυακές βόλτες, οι επιθέσεις, οι τσακωμοί, οι βρισιές, οι διαφωνίες, έχουν πιάσει να φουντώνουν. Οι Έλληνες επιδίδονται και πάλι στο αγαπημένο τους σπορ- εκείνο που μόνο τυχαία δεν επέλεξαν. Αφού, δεν απαιτεί θυσίες, κόπο και εντατικές προπονήσεις, παρά μόνο την δυνατότητα να αφήσεις τα πρωτογενή σου αισθήματα να κυριαρχήσουν, να επιτρέψεις στη βλακεία να υπερισχύσει, να θες να ξεσπάσεις αντί να σκεφτείς.

Βγαίνεις στο δρόμο, βόλτα με το αμάξι. Ουρές παντού, εδώ και κει, αριστερά και δεξιά σου. Κάποτε, με τη παρέα σου, αφελώς, οραματιζόσουν μια «επανάσταση»: θα ξεκίναγε, λέει, ένα κίνημα, θα έβλεπες παντού τριγύρω σου τους ανθρώπους, στα κεντρικά σημεία της πόλης, να μην κοιτάνε τις βιτρίνες, τα φανάρια, τις τηλεοράσεις, τα πεζοδρόμια, τους δρόμους. Μονάχα, εκεί που περπατούσαν κανονικά, θα γύριζαν, θα κάθονταν μπροστά από έναν τοίχο- αυτόν θα κοιτούσαν, για όσο πάει. Θα ήταν το μήνυμα τους: «έτσι όπως την κάνατε την ζωή δεν τη γουστάρω, καλύτερα να κοιτάω τον τοίχο σας». Αυτό θα έπαιρνε διαστάσεις, όλο και πιο πολύ θα ένιωθαν απέχθεια για όσα βλέπουν, προτάσσονται και επιβάλλονται γύρω τους- όλο και πιο πολύ θα γυρνούσαν την πλάτη στο χρώμα και το θόρυβο της εποχής, θα έλεγαν «άντε γεια, αδιαφορώ». Τι θα προέκυπτε από όλο αυτό δεν ξέρεις, ούτε εσύ, ούτε η παρέα σου. Μέχρι εκεί είχε φτάσει η κουβέντα.

Τώρα, η κατάσταση στους δρόμους είναι αλλιώς. Ουρές παντού μπροστά από ATM- εκείνα κατάφεραν να μαζέψουν τους ανθρώπους, που δεν κατάφεραν οι τοίχοι σου, φαίνεται. Ουρές, ουρές, ουρές. Προκύπτει, αβίαστα, το ερώτημα: καλά, πόσες τράπεζες έχει η Αθήνα, εν τέλει; Όσο το σκέφτεσαι, οδηγείς. Ουρές, ουρές, ουρές. Στο Σύνταγμα, περνάει ένα μηχανάκι με δυο πιτσιρικάδες, φωνάζουν στα άτομα που έχουν στηθεί έξω από την Εθνική: «εντάξει, τα μαζέψατε όλα τα λεφτά σας;». Και απομακρύνονται με γέλια. Στην Ομόνοια, στο γύρο της πλατείας, γεμάτος ταξί ο δρόμος. Από τα πίσω καθίσματα των ταξί, από τα παράθυρα, ξεπροβάλλουν χέρια- προέκταση των χεριών τα κινητά. Θυμίζει σαφάρι στην έρημο, όπου αμπαρωμένος στην ασφάλεια του οχήματος σου, επιχειρείς να απαθανατίσεις λίγη από την άγρια ομορφιά του έξω. Έτσι και οι τουρίστες, τραβούν φωτογραφίες της Ρώμης του 2015- μιας Αθήνας, όπου μπόρα και φωτιά είναι έτοιμες να ξεσπάσουν, ομοίως και ταυτόχρονα, ίσως.

Πιο μετά, στην Πατησίων, μηχανάκια μπαίνουν στο αντίθετο ρεύμα πιο συχνά από ότι καταδέχονται να κάτσουν στο δικό τους, αμάξια περνούν με κόκκινο. Μια τρελή πάει να πέσει πάνω σου, μετά ένας άλλος. Εντάξει, λες, αυτά θα γίνονταν και χωρίς την επήρεια του δημοψηφίσματος. Στις πλατείες που τυχαίνει και περνάς, ακούς κουβέντες, διαφωνίες, φωνές, υπάρχουν εντάσεις, οργή, νεύρα. Όλοι έχουν γνώμη, αλλά κανείς δεν έχει άποψη. Γιαγιάδες και παππούδες ξέρουν τα πάντα, μεσήλικοι και μεσήλικες ξέρουν τα πάντα, νέοι και νέες ξέρουν τα πάντα- μόνο τα παιδιά κρατάνε μια διαλλακτικότητα, και, σίγουρα, λιγότερα δεν ξέρουν, σκέφτεσαι.

Την Κυριακή, την Δευτέρα, την Τρίτη: κι άλλες ουρές στις τράπεζες. Θυμάσαι τον Νόρμπερτ Μπολζ, πως το είχε εξηγήσει στο "Αλφαβητάρι των Μέσων", στο περίπου έστω: «Η κοινή γνώμη νομίζει ό,τι νομίζει πως νομίζει η κοινή γνώμη». Η κοινή γνώμη, λοιπόν, βλέπει πως η κοινή γνώμη είναι στις τράπεζες, σε ουρές, και σηκώνει χρήματα. Άρα, καταλαβαίνεις, διασφαλίζεται πως και την επόμενη ώρα, και την επόμενη ημέρα, η κοινή γνώμη θα είναι στις τράπεζες, σε ουρές, και θα σηκώνει χρήματα.

Στα κοινωνικά δίκτυα, οι κάθε φύσεως δημοσιογράφοι- με την κυριολεκτική έννοια- και δημοσιολόγοι, έχουν πάρει θέση. Οι «πνευματικοί άνθρωποι» αυτής της χώρας είναι για γέλια και φροντίζουν να το αποδεικνύουν σε κάθε ευκαιρία- έτσι και τώρα. Δεν ρίχνονται απλώς στο βούρκο με τους υπόλοιπους- τους λερώνουν με τις δικές τους λάσπες. Από τον λόγο τους απουσιάζει παντελώς η οποιαδήποτε μορφή διαλλακτικότητας και υποψία ταπεινοφροσύνης, χρησιμοποιούν αποκλειστικά συναισθηματικό λόγο, επιθυμούν ακόρεστα να φανατίσουν, να δαιμονοποιήσουν, να καταδικάσουν. Και το κάνουν. Ξανά και ξανά, ξανά και ξανά. Υπεροψία, δογματισμός, εγωμανία. Ταυτόχρονα, τον κυβερνοχώρο πλημμυρίζουν φωτογραφίες, κείμενα και βίντεο- ο καθένας αναρτά ό,τι ενισχύει την άποψη που αποφάσισε πως θα υποστηρίξει- και την οποία πιστεύει πως πρέπει να υπερασπιστεί πάση θυσία- και μαίνεται κατά των αντιθέτων. Το Facebook γεμίζει από Κολοκοτρώνηδες, αντάρτες, επαναστάτες, απογόνους των Αρχαίων Ελλήνων- ποιών ακριβώς, αναρωτιέσαι;- , ξερόλες, φιλόδοξους καθοδηγητές, και, κάθε είδους φρούτα.

Όλα δείχνουν έτοιμα. Την Κυριακή, στη χώρα του 40% αποχής στις εκλογές- όπου ένα ελάχιστο 2 % ή 3% το πράττει για ιδεολογικούς λόγους, μονάχα- οι άνθρωποι που δεν θέλουν να παίρνουν αποφάσεις, αφού έχουν μάθει να προσάπτουν αλλού ευθύνες, σαν χρειαστεί, θα ψηφίσουν. Θα ψηφίσουν εκείνοι που δεν θέλουν να ψηφίζουν, για κάτι το οποίο δεν γνωρίζουν, δεν έχουν διαβάσει. Γιατί, ένα 2% ή 3%, αντίστοιχα, θα είναι και κείνο που θα έχει ενημερωθεί πλήρως για το που βάζει την υπογραφή του, εάν το δημοψήφισμα τελικά πραγματοποιηθεί.

Φυσικά, να τελειώνουμε και με αυτό, έτσι; Έχουμε και δουλειές. Νέοι, στα είκοσι τους, που είναι καλοί φοιτητές έχοντας υπάρξει καλοί μαθητές, είναι καλοί ίσως χαμηλόμισθοι ή άμισθοι ή προνομιούχοι εργαζόμενοι, φιλόδοξοι και ελπιδοφόροι, εργατικοί και φιλότιμοι, αναρωτιούνται: Τι δουλειά έχω εγώ τώρα να ψηφίζω σε δημοψηφίσματα; Τι ξέρω εγώ από αυτά;

Τα έχει εξηγήσει και αυτά ο Μπολζ: το «περιορισμένο της προσοχής». Έχουμε όλο και πιο πολλά πράγματα που διεκδικούν τη προσοχή μας, γύρω μας- με πόσα να ασχοληθεί κανείς; Αφήστε τα πολιτικά, αφήστε όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω μου, έχουμε και δουλειές, λες. Έχω να πάρω το πτυχίο μου, να κάνω το μεταπτυχιακό μου, δουλεύω, προσπαθώ, διαβάζω, αγωνίζομαι να φτάσω στο επίπεδο να μπορώ να καταναλώνω όσα και οι χαλίφηδες λένε οι σύγχρονοι Isnogood- μη με μπλέκετε με τα άλλα.

Εκεί καταλαβαίνεις πως το παιχνίδι είναι χαμένο. Πως η Ελλάδα μπορεί να φτάσει στο σημείο να καλύψει κάθε χρέος, ίσως, να καταστεί παγκόσμια υπερδύναμη ακόμη, να φτάσει το μέσο εισόδημα των κατοίκων της σε πενταψήφια και εξαψήφια ποσά που θα ζηλεύει κάθε χώρα. Αλλά, πολίτες, δεν θα έχει ποτέ. Κατοίκους, εποίκους και διαμένοντες, ίσως. Πολίτες, με την έννοια του όρου, ποτέ.

Δημοφιλή