Όλο αυτό που πάντα περισσεύει

Μέσα από την κάλπη φάνηκε η μπακάλικη της απλήρωτης και κακοπληρωμένης εργασίας: «Λίγο υπομονή, πάρε κάτι για να κινείσαι και τα υπόλοιπα τα βρίσκουμε». Τα βάζεις όλη την ώρα στη ζυγαριά ώσπου κάποια στιγμή σου βγαίνουν λειψά. Φάνηκαν όσοι δεν πίστεψαν αυτά τα «δουλίτσα να υπάρχει και μη μιλάς καθόλου» κι όλα αυτά τα δεξιούλικα ή εκείνοι που ποτέ τα μάτια τους δεν έλαμψαν από ηδονή, όταν χρειάστηκε να καταφύγουν στην γραμματική του πρώτου πληθυντικού για να μιλήσουν για την εταιρεία στην οποία εργάζονται.
Moxkyr/Flickr

Και η Δευτέρα ξημέρωσε επιτέλους (και μετά η Τρίτη και η Τετάρτη). Εκείνη η Δεύτερα που αν «όχι», τότε καλύτερα να μην ξημέρωνε. Εκείνη η Δευτέρα που αν σε πετύχαινε καταπονημένο από τις ουρές, από τις πληρωμές που δεν ήρθαν, από το αφεντικό που αποφάσισε να μην καταβάλει τη μισθοδοσία «γιατί έτσι», που αν σε έβρισκε μπόσικο και αδύναμο, αλίμονο σου. Έτσι είπαν. Ακόμα και αν είχες φτιάξεις φυλαχτό από τα βινύλια των Boomtown Rats, δεν γλίτωνες από αυτή τη Δευτέρα. Αλλά όσα ευφυολογήματα και αν είχες στις τσέπες, σαν κάλπικες δεκάρες θα ήταν. Άχρηστα. Είναι αλλιώς η πραγματικότητα, είπαν. Και έχουν δίκιο. Κανείς δεν ξέρει πώς ακριβώς θα αντιδράσουν οι δανειστές και οι τραπεζίτες. Τι θα απαιτήσουν και κάτω από ποιες συνθήκες. Κανείς δεν ξέρει για πόσο ακόμα θα μεγαλώνουν οι ουρές, για πόσο ακόμα τα ΑΤΜ θα δείχνουν αυτήν την μετρημένη προθυμία πίσω από τα κοφτερά τους δόντια. Αλλά η Δευτέρα, η Τρίτη και η κάθε μέρα μετά την Κυριακή δεν ξημέρωσε μόνο για αυτά.

Ακόμα και σήμερα, δυο-τρεις μέρες μετά το δημοψήφισμα, υπάρχουν πολλοί που δεν αντιλαμβάνονται τι ακριβώς συνέβη. Όχι εκείνοι που από φόβο ή αδυναμία ψήφισαν «ναι» (κατανοητό, όσες βάσιμες διαφωνίες κι αν υπάρχουν), αλλά όλοι εκείνοι που δίνουν αυθαίρετες ερμηνείες με τα αυθαίρετα μυαλά τους. Εκλιπαρούν για ένα ευρωπαϊκό χάδι προκειμένου να γλιτώσουν από αυτό το λαό στον οποίο θα επιθυμούσαν με όλη τους την καρδιά να μην ανήκουν. Διατρανώνουν το μίσος και τον παρτακισμό που χρόνια έχουν φωλιάσει μέσα τους. Οι επόμενες μέρες του δημοψηφίσματος γέμισαν με λοιδορία από αυτούς που έκαναν έκκληση στην εθνική ομοψυχία, από αυτούς που θεωρούσαν το δημοψήφισμα περιττό επειδή ήταν διχαστικό. Πολύ θα ήθελα να δω πού έχουν στοκάρει τα αποθέματα τους. Πέντε χρόνια τώρα φτυαρίζουν την ίδια λοιδορία απέναντι σε κάθε συλλογική έκφραση, σε κάθε συλλογική διεκδίκηση, σε κάθε κοινό πρόταγμα. Υπάρχει ένας γυάλινος τοίχος μέσα στην κοινωνία. Δεν χτίστηκε σε πέντε χρόνια, υπήρχε πάντα, από τότε που οι άνθρωποι έφτιαχναν κοινωνίες. Μπορείς να το πεις ταξική διαστρωμάτωση. Μπορείς να το πεις, όπως ο Ντίκενς στην «ιστορία δύο πόλεων», «ήταν τα καλύτερα χρόνια, ήταν τα χειρότερα χρόνια, ήταν η εποχή της σοφίας, ήταν η εποχή της ηλιθιότητας». Μπορείς να το πεις όπως θες, αλλά αυτά τα πέντε χρόνια ο τοίχος αυτός γίνεται όλο και πιο ορατός.

Οι κάλπες δεν έβγαλαν από μέσα τους μόνο το 61%. Αυτό είναι ένα ποσοστό. Ένα άθροισμα διαφορετικών καταβολών και πεποιθήσεων. Από την πρώτη στιγμή ο Πρωθυπουργός το ερμήνευσε με τον τρόπο που ήθελε και η κυβέρνηση το διαχειρίζεται στις Βρυξέλλες όπως τη βολεύει. Κάτω από τους λευκούς φακέλους ξεπρόβαλε όλο αυτό που τόσο καιρό βρισκόταν στο σκοτάδι και, καθώς η κυβέρνηση έψαχνε μια Παρασκευή βράδυ τον κατάλληλο πολιτικό ελιγμό, εκφράστηκε θεσμικά από σπόντα. Όλο αυτό, που όσο εξελίσσεται αυτή η ασύμμετρη φτωχοποίηση, περισσεύει κάθε μέρα όλο και περισσότερο. Περισσεύει από την πρόσβαση στην εργασία, την υγεία, το δημόσιο λόγο, τη δημοκρατία, τα δικαιώματα, την ψύχραιμη και τεκμηριωμένη ενημέρωση. Όλο αυτό που φλούταρε, λες και ήταν βγαλμένο από φίλτρο του instagram, στο φόντο του πολυσυζητημένου σποτ του Ρουβά για το «ναι».

Οι ταράτσες που σκεπάζουν οικογενειακά και ατομικά ναυάγια σαν αυτά που βρίσκονται στα διηγήματα του Χρήστου Οικονόμου. Οι ταράτσες που στέκονται πάνω από τα δυάρια και τις γκαρσονιέρες που συντηρούνται με κόπο και μηναία αβεβαιότητα επειδή συμψηφίζεται ο λογαριασμός του ίντερνετ με το νοίκι. Μέσα από την κάλπη φάνηκε η μπακάλικη της απλήρωτης και κακοπληρωμένης εργασίας: «Λίγο υπομονή, πάρε κάτι για να κινείσαι και τα υπόλοιπα τα βρίσκουμε». Τα βάζεις όλη την ώρα στη ζυγαριά ώσπου κάποια στιγμή σου βγαίνουν λειψά. Φάνηκαν όσοι δεν πίστεψαν αυτά τα «δουλίτσα να υπάρχει και μη μιλάς καθόλου» κι όλα αυτά τα δεξιούλικα ή εκείνοι που ποτέ τα μάτια τους δεν έλαμψαν από ηδονή, όταν χρειάστηκε να καταφύγουν στην γραμματική του πρώτου πληθυντικού για να μιλήσουν για την εταιρεία στην οποία εργάζονται. Φάνηκε το βλέμμα όλων αυτών που ζουν σε μια επικράτεια «περιττών ανθρώπων» την οποία δεν πιάνουν καν οι δείκτες και τα διαγράμματα της οικονομίας, όλοι αυτοί που κοιμήθηκαν με ποσοστό αναπηρίας 67% και ξύπνησαν με 50% και όσοι τις νύχτες, με ένα φακό στο στόμα, ξεγλιστρούν μέσα σε μια φευγαλέα λάμψη ανάμεσα στους κάδους των σκουπιδιών ψαχουλεύοντας για χαρτόκουτα, τενεκεδάκια, φαγητό, κάτι.

Οι Βρυξέλλες, τα Eurogorup, οι συμφωνίες, οι αναγνώσεις και οι αποτιμήσεις του εκλογικού αποτελέσματος είναι μια άλλη ιστορία, σημαντική και αυτή, αλλά διαφορετικής υφής. Το βράδυ της Κυριακής φάνηκε για μερικές ώρες σε απευθείας τηλεοπτική μετάδοση όλο αυτό που περισσεύει στην ελληνική κοινωνία, όλο αυτό που τόσα χρόνια λοιδορείται. Έδειξε το πρόσωπο του. Όσοι ένιωσαν αποτροπιασμό και αηδία επειδή τόσα χρόνια αρνούνταν να το δουν ή αδυνατούν να το κατανοήσουν, περαστικά τους.

Δημοφιλή