Τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν σχετικοποιούνται

Σε μια εποχή αυξανόμενης βίας προς ευάλωτες κοινωνικές ομάδες και το Σύνταγμα πρέπει να προσαρμοστεί.
marrio31 via Getty Images

Τις τελευταίες μέρες έλαβαν χώρα τρία περιστατικά, ικανά να φέρουν για ακόμα μια φορά στην επικαιρότητα, το ζήτημα των δικαιωμάτων της ΛΟΑΤ κοινότητας.

Το πρώτο αφορούσε ένα επιθετικό και ομοφοβικό άρθρο σε μια ιστοσελίδα υποστηρικτών του αναρχοφιλελευθερισμού που οδήγησε και στην κατάθεση αγωγής για παραβίαση του αντιρατσιστικού νόμου από το Παρατηρητήριο των Συμφωνιών του Ελσίνκι, το δεύτερο ήταν η άρνηση από το ΚΙΝ.ΑΛ. και τη Νέα Δημοκρατία, στην πρόταση για προσθήκη στο Σύνταγμα (δηλαδή στο ανώτερο κανονιστικό επίπεδο) της απαγόρευσης διακρίσεων λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού και ταυτότητας φύλου και το τρίτο αφορούσε μια διαφήμιση γνωστής σοκολατοβιομηχανίας που μεταξύ άλλων προέβαλλε ομόφυλα ζευγάρια και προκάλεσε τις γνωστές αντιδράσεις.

Κοινό χαρακτηριστικό και των τριών περιστατικών ήταν η αμφισβήτηση της σοβαρότητας της κατάστασης και η προσπάθεια σχετικοποίησης βασικών δικαιωμάτων. Ως προς το πρώτο περιστατικό αρκετοί ″φιλελεύθεροι″ επιτέθηκαν στον αντιρατσιστικό νόμο θεωρώντας ότι ποινικοποιεί την άποψη η οποία πρέπει να εκφράζεται ελεύθερα ακόμα και αν στοχοποιεί ολόκληρες κοινωνικές ομάδες, στο δεύτερο τα δύο προαναφερόμενα κόμματα θεώρησαν περιττή μια αύξηση της προστασίας των διακρίσεων σε άτομα με διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό στην εποχή μας και στο τρίτο υπήρξαν οι γνωστές αντιδράσεις από αγανακτισμένους πολίτες που είτε απειλούσαν με εμπάργκο στις σοκολάτες είτε οι πιο ήπιοι επέτρεπαν στους συμπολίτες τους να κάνουν ότι θέλουν στο κρεβάτι τους αρκεί να μην προκαλούν.

Τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα λοιπόν αναπτύσσονται σε δύο επίπεδα: στο κοινωνικό και στο κανονιστικό-νομικό. Αυτά τα δύο επίπεδα είναι σαφώς διακριτά αλλά παράλληλα και συγκοινωνούντα. Αποτελεί λοιπόν υποχρέωση του δικαστή και του νομοθέτη να αντιμετωπίζει αποτελεσματικά τη σχετικοποίηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όταν την προκαλούν οι κοινωνικές συνθήκες; Ή για να ειπωθεί πιο απλά, απαιτείται ένας πιο αυστηρός νόμος για να προστατέψει μια κοινωνική ομάδα από πολίτες που επιθυμούν να παραβιάσουν τα δικαιώματά της;

Ο διάσημος Γάλλος Συνταγματολόγος Dominique Rousseau στα βιβλία του δίνει ένα απλό παράδειγμα ώστε να απαντήσει σε αυτό το ερώτημα. Το παράδειγμά αυτό αφορά τον γάμο μεταξύ των ομόφυλων ζευγαριών και πως επιχειρήθηκε να νομιμοποιηθεί σε τρία κράτη. Στη Γαλλία τη δυνατότητα αυτή στα ομόφυλα ζευγάρια έδωσε το Κοινοβούλιο μέσω απλού νόμου παρά τις μεγάλες συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας. Στη Βραζιλία το έργο αυτό ανέλαβε το Ανώτατο Δικαστήριο που μέσω της νομολογίας του έδωσε τη λύση και τέλος στην Κροατία ο γάμος μεταξύ ομόφυλων ζευγαριών απορρίφθηκε από το λαό μέσω δημοψηφίσματος. Και εδώ τίθεται το ερώτημα. Η περίπτωση της Κροατίας είναι σαφώς η δημοκρατικότερη μιας και αποφάσισε απευθείας ο λαός αλλά είναι και η ορθότερη; Κατά τον Rousseau η απάντηση είναι απόλυτα αρνητική γιατί τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα δεν μπορούν να τεθούν εν αμφιβόλω ακόμα και αν η πλειοψηφία της κοινωνίας δεν επιθυμεί να τα σεβαστεί.

Η προστασία των δικαιωμάτων ανεξαρτήτως μεταβλητών εννοιών όπως η ηθική, η αισθητική κ.α. αποτελεί μια εκ των βασικών λειτουργιών του νόμου και του Συντάγματος και γι’αυτό το λόγο όσο πιο ανέτοιμη είναι η κοινωνία,στο επίπεδο που την αφορά,να δεχτεί αυτές τις βασικές κατακτήσεις του σύγχρονου νομικού μας πολιτισμού τόσο πιο αυστηρό πρέπει να είναι το κανονιστικό πεδίο ώστε να αποτρέψει τυχόν σοβαρές σοβαρές παραβιάσεις δικαιωμάτων.

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει καταδικάσει πολλές φορές την Ελλάδα για διακρίσεις με βάση τον σεξουαλικό προσανατολισμό αλλά δυστυχώς μπορεί να επιδικάσει μόνο χρηματικά πρόστιμα και η χώρα μας συνεχίζει να παραβιάζει τα δικαιώματα αυτών των ανθρώπων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η απόφαση Βαλλιανάτος κατά Ελλάδας στην οποία το δικαστήριο καταδίκασε την Ελλάδα για την αποστέρηση της δυνατότητας σύναψης συμφώνου συμβίωσης στα ομόφυλα ζευγάρια η οποία αποστέρηση όμως συνέχιζε να ισχύει για 6 ολόκληρα χρόνια μετά την καταδίκη. Η Ευρωπαϊκή Ένωση από την άλλη παρά την προσπάθεια προστασίας δικαιωμάτων, εστιάζει περισσότερο στα δικαιώματα οικονομικής φύσης αφήνοντας σε δεύτερη θέση τα υπόλοιπα. Είναι λοιπόν προφανές ότι η ευρωπαϊκή προστασία δεν αρκεί. Είναι απαραίτητη η αποτελεσματική προστασία και σε εθνικό επίπεδο.

Ο αντιρατσιστικός νόμος είναι λοιπόν απαραίτητος γιατί ναι μεν περιορίζει την ελευθερία της έκφρασης αλλά το πράττει στο πλαίσιο που ορίζει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Τα δικαιώματα δεν είναι όλα ίσα και διαβαθμίζονται ανάλογα με τη δυνατότητα περιορισμού τους με αποτέλεσμα το δικαίωμα στην έκφραση να δύναται να περιοριστεί σε περίπτωση κατάχρησής του. Τα δικαιώματα υπάρχουν για να τα απολαμβάνουμε και όχι για να τα καταχρόμαστε και οι περιπτώσεις στοχοποίησης κοινωνικών ομάδων σίγουρα αποτελούν κλασικό παράδειγμα κατάχρησης.

Από την άλλη σε μια εποχή αυξανόμενης βίας προς ευάλωτες κοινωνικές ομάδες και το Σύνταγμα πρέπει να προσαρμοστεί ώστε να γίνει εργαλείο στα χέρια του δικαστή και του νομοθέτη με σκοπό να αυξηθεί το επίπεδο προστασίας τους. Η άρνηση αναθεώρησης του από κόμματα που στις τάξεις τους φιλοξενούν στελέχη που αρνούνται την ύπαρξη ομοφυλοφιλίας ή από την άλλη τη θεωρούν μεταδοτική ασθένεια μόνο προβλήματα στο κράτος δικαίου και τη δημοκρατία προκαλεί.

Κοντολογίς τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν είναι μια έννοια σχετική και αφηρημένη αλλά βρίσκουν σημασία καθημερινά στην κοινωνία μας η οποία ταλαιπωρείται ανελέητα τα τελευταία χρόνια της κρίσης. Είναι λοιπόν υποχρέωση του κράτους δικαίου να έχει το ρόλο του αναχώματος που θα αποτρέψει με αυστηρότητα αυτούς που προσπαθούν να τα φέρουν στα μέτρα τους είτε μέσω των πράξεών τους είτε μέσω του λόγου τους.

Δημοφιλή