The U.L.S.: Ο Σταμάτης Σπανουδάκης συναντά τους Γιάννη Κύρη και Σπύρο Αμπατζόπουλο

Ο Σταμάτης Σπανουδάκης συναντά τους Γιάννη Κύρη και Σπύρο Αμπατζόπουλο, και μαζί ταξιδεύουν στο 1960-1970. Τότε, που δημιούργησαν τους The U.L.S., με μάνατζερ τον Νίκο Μαστοράκη. Τότε, που ο δίσκος τους δεν κυκλοφόρησε ποτέ, παρά πενήντα χρόνια μετά. Τότε, που ο κάθε ένας διέγραψε την δική του πορεία στον χάρτη των ετών. Οι "Mersey Beats" (1963-1964), των Γιάννη Κύρη (κιθάρα) και Γιάννη Σιτινά, μετεξελίχθηκαν το 1964 στους The U.L.S. Ο Σταμάτης Σπανουδάκης (farfisa, μπάσο, φωνή) εισχώρησε στο σχήμα και το μετονόμασε, όπως λέει.
archive

«Επιτυχία είναι να καταφέρεις να κρατήσεις ζωντανό τον πόθο σου για την μουσική, να αισθάνεσαι ότι δεν έχεις κάνει τίποτα και πάντα να προσπαθείς να μάθεις», λέει ο Σταμάτης Σπανουδάκης, κατά την διάρκεια της πολύωρης και ενδιαφέρουσας συζήτησής μας. Κι ενώ όλοι τον γνωρίζουμε τόσο από την ορχηστρική μουσική, στην οποία τα τελευταία χρόνια έχει αφοσιωθεί, όσο και από τις συνεργασίες του με γνωστούς Έλληνες καλλιτέχνες, σ' αυτήν μας την κουβέντα, ο χρόνος γυρίζει στο νεανικό παρελθόν, τότε που η Ελλάδα καλωσόριζε το ροκ.

Ο Σταμάτης Σπανουδάκης συναντά τους Γιάννη Κύρη και Σπύρο Αμπατζόπουλο, και μαζί ταξιδεύουν στο 1960-1970. Τότε, που δημιούργησαν τους The U.L.S., με μάνατζερ τον Νίκο Μαστοράκη. Τότε, που ο δίσκος τους δεν κυκλοφόρησε ποτέ, παρά πενήντα χρόνια μετά. Τότε, που ο κάθε ένας διέγραψε την δική του πορεία στον χάρτη των ετών.

The U.L.S. vinyl cover

Οι "Mersey Beats" (1963-1964), των Γιάννη Κύρη (κιθάρα) και Γιάννη Σιτινά, μετεξελίχθηκαν το 1964 στους The U.L.S. Ο Σταμάτης Σπανουδάκης (farfisa, μπάσο, φωνή) εισχώρησε στο σχήμα και το μετονόμασε, όπως λέει.

«Η αδερφή μου ήταν exchange student σε ένα Αμερικάνικο Πανεπιστήμιο, στο Maryland της Αμερικής, που λεγόταν University Lake School. Μου είχε στείλει τα σημαιάκια του σχολείου, με κονκάρδες, μπλουζάκια, όταν αυτά στην Ελλάδα δεν υπήρχαν καν. Πήρα τα αρχικά του σχολείου και τα βάλαμε στην "μπότα" των drums φτιάχνοντας τους United Lovely Sounds (a.k.a. The U.L.S.)».

Την ίδια χρονιά, ο Γιάννης Κύρης έφερε στο γκρουπ τον Σπύρο Αμπατζόπουλο (κιθάρα). Ο τελευταίος θυμάται ότι «με το συγκρότημα κάναμε πρόβα κάπου στην οδό Θήρας, στην Κυψέλη. Υπήρχαν ένα-δυο μουσικοί που δεν "τραβούσαν", οπότε ήρθε ο Freddy Werder (ο μόνος που έλειπε από την συζήτησή μας, αφού ζει μόνιμα στην Ελβετία) στα τύμπανα και κάπως έτσι έδεσε το πράγμα». Στην αρχή, όπως σχεδόν σε όλα τα ροκ σχήματα της εποχής, το ρεπερτόριό τους αριθμούσε ξένα τραγούδια, «τραγουδούσαμε Bob Dylan, Yardbirds, Beatles», λέει. Ενώ οι πρόβες γίνονταν αυστηρά δύο φορές την εβδομάδα, κάθε Τετάρτη και Κυριακή, στην αρχή στο γκαράζ του σπιτιού του Σπανουδάκη, κι ύστερα στο υπόγειο του ιδίου σπιτιού.

Ως The U.L.S. εμφανίζονταν σε διάφορους χορούς και χώρους, έναντι πάντοτε αμοιβής, καλής για τα δεδομένα της εποχής. Έπαιρναν μέρος στα «μουσικά πρωινά» στο κινηματοθέατρο «Τερψιθέα», που παρουσίαζε ο Άλκης Στέας, όπως και στο «Λύκειο Των Ελληνίδων». Παράλληλα, στο club ″Whisky à Go Go", που στεγάζονταν επί της οδού Μιχαλακοπούλου, πίσω από το ξενοδοχείο 'Hilton', ο Γιάννης Κύρης ανέβαινε στην σκηνή ως κιθαρίστας, με τους ″Sette Amici″ και ″Cinquetti″. Οι The U.L.S., λοιπόν, με την σύνθεση των Σπανουδάκη, Κύρη, Αμπατζόπουλου και Werder διασκεύαζαν τραγούδια με εγγλέζικο στίχο, αφού τότε ήτο αδιανόητο να τραγουδούν ροκ με ελληνικό.

The U.L.S.

«Κι ακόμα είναι», λέει ο Σπανουδάκης. «Δηλαδή, το να λες Ελληνικό ροκ, είναι σαν να λες Αγγλικό ρεμπέτικο. Το ροκ είναι αγγλοσαξονικό», συμπληρώνει.

Βεβαίως, τέσσερα δικά τους τραγούδια, ήδη έτοιμα, προορίζονταν να κυκλοφορήσουν ως mini EP από την νεοσύστατη MLG-Topi Records του Γάλλου Michel Le Goff, που λόγω του ξαφνικού θανάτου του σε αυτοκινητικό δυστύχημα, παρέμειναν καλά κλειδωμένα στο συρτάρι των αναμνήσεων. Ο μύθος όμως -περί της αυτής κυκλοφορίας- υποστηρίζει ότι τελικά κυκλοφόρησε ένα δισκάκι 45 στροφών, περιέχον τα τέσσερα τραγούδια. Οι άνω εικασίες στηρίζονται στην ύπαρξη της μακέτας του εξωφύλλου και των labels του δίσκου. Ο Σπύρος Αμπατζόπουλος απαντά στο ερώτημα, που συζητείται από τα χείλη των ιδιαιτέρως 'μυημένων' στο χώρο του βινυλίου και της ελληνικής μουσικής, ενώ συμφωνούν και οι υπόλοιποι μαζί του.

«Είναι αλήθεια ότι οι ετικέτες και το εξώφυλλο υπήρξαν, αλλά ο δίσκος δεν κυκλοφόρησε ποτέ. Αυτό που έγινε, ήταν να κοπούν τα τέσσερα τραγούδια σε ένα δοκιμαστικό 45άρι, με άσπρη ετικέτα, το οποίο όμως κόπηκε σε πάρα πολύ λίγα αντίτυπα και το οποίο -πια- δεν έχει κανείς από εμάς. Αυτό, πράγματι, υπήρξε».

Η επίσημη πρώτη κυκλοφορία του -εν λόγω- mini LP πραγματοποιήθηκε πέρυσι (2015), πενήντα χρόνια μετά την δημιουργία του, από την σειρά Lost Archives της B-Otherside Records, του Δημήτρη Βασιλειάδη, ο οποίος από προσωπικό ενδιαφέρον κυκλοφόρησε το άνω υλικό. Στα τέσσερα τραγούδια, ηχογραφημένα είτε στα studio της Columbia, είτε στο studio της Era, επί της οδού Σταδίου, προσετέθησαν ακόμη τρία, τα οποία είχε κρατήσει από μαγνητοφώνηση ο Freddy Werder, drummer του γκρουπ.

Η ιστορία και πορεία των The U.L.S. κάπου στα τέλη της δεκαετίας του '60, γύρω στο '66-'67, ολοκληρώθηκε, με την αρχική σύνθεση του συγκροτήματος να είναι πλέον διαλυμένη, ενώ υπό το ίδιο όνομα ο Γιάννης Κύρης συνέχισε για λίγο ακόμα.

Η μετά-U.L.S. εποχή βρήκε τον Σπύρο Αμπατζόπουλο αφοσιωμένο στις σπουδές του στην Νομική. Ο Γιάννης Κύρης -λίγο πριν εκτίσει την στρατιωτική του θητεία- συμμετείχε στους 'Esquires Beat Group' και στο ένα από τα δύο 45άρια που κυκλοφόρησαν. Eνώ, ο Σταμάτης Σπανουδάκης, συνάντησε τον Αλέξη Παπαδημητρίου και δημιούργησαν τους 'Artomics' και αργότερα τους 'Αλέξης Σταμάτης και οι Whites'.

Καθιστοί από αριστερά, Σταμάτης Σπανουδάκης & Γιάννης Κύρης, Όρθιος ο Σπύρος Αμπατζόπουλος

Ο ίδιος θυμάμαι, «παίζαμε σε κέντρα της πόλης, όπως στην 'Αθηναία', επί της οδού Πανεπιστημίου, απέναντι από το ζαχαροπλαστείο Zonar's. Τα κέντρα -τότε- είχαν δύο ορχήστρες. Πρώτα έπαιζαν μουσική φαγητού, για τον κόσμο που ερχόταν για φαγητό κι ύστερα έβγαινε η λαϊκή ορχήστρα. Για μένα αυτό ήταν μεγάλο σχολείο, διότι ο κόσμος δεν πολυπρόσεχε την πρώτη ορχήστρα, κι εγώ ανέβαινα, άλλαζα όργανα κι έτσι έμαθα να παίζω πολλά όργανα και να παίζω μαζί με άλλους. Φαίνεται όμως, ότι είχα το ελάττωμα ως μπασίστας, να 'τρέχω' όπως εξελισσόταν το κομμάτι, κάτι πολύ κακό για τους υπόλοιπους, διότι τους 'πετούσα' έξω από το ρυθμό. Είχαμε λοιπόν, έναν drummer τον Τζίμη Νταή, ο οποίος τσαντίζονταν και μου ζητούσε να κάθομαι μπροστά του. Όποτε 'έτρεχα', μου έριχνε μια μπαγκετιά στην πλάτη. Η πλάτη μου είχε γίνει μαύρη από τις πολλές μπαγκετιές και πονούσε πολύ. Τελείωνε λοιπόν αυτή η ορχήστρα και ξεκινούσε η λαϊκή ορχήστρα. Έχω παίξει με πολλές λαϊκές ορχήστρες, του Κατσαρού, του Πλέσσα, του Ξαρχάκου. Έμπαινα κι εκεί για να μάθω και τους λαϊκούς δρόμους. Σου μιλάω για την εποχή που σταρ ήταν η Μαρινέλλα κι ο Πουλόπουλος και πρωτοεμφανιζόμενος ο Νταλάρας. Τελειώνοντας από εκεί, πήγαινα στο άλλο κέντρο, δίπλα, στην ορχήστρα του Κατσαρού με σταρ τον Καλαντζή και πρωτοεμφανιζόμενο τον Πάριο».

Μόλις η αυλαία της 'Αθηναίας' έπεφτε, αργά την νύχτα, και ο κόσμος είχε πια αποχωρήσει, η συμφωνία πληρωμής του ιδίου με το μαγαζί προέβλεπε, ότι θα μπορούσε να παραμείνει ως το πρωί για το jam session.

«Από το μαγαζί έρχονταν οι φίλοι, οι ροκάδες και παίζαμε ως το πρωί, γιατί είχε τελειώσει η δουλειά μας, αλλά συνέχιζε η μουσική», λέει ο Σπανουδάκης. «Έρχονταν ο Ταμπόσης, ο οποίος έπαιζε πολύ καλή κιθάρα και ο Λουκάς Σιδεράς και παίζαμε ροκ. Εκεί γνώρισα τον Σιδερά το 1968», συμπληρώνει.

Κάποιο από εκείνα τα βράδια εμφανίστηκε ο Donovan, ο εγγλέζος Bob Dylan, όπως τον αποκαλούσαν. Η φωτογραφία που τραβήχτηκε τον δείχνει στην σκηνή να παίζει με τον Σταμάτη Σπανουδάκη. Ο τελευταίος λέει, «αργά το βράδυ, στο υπόγειο της 'Αθηναίας' έρχονταν -τότε- και οι Socrates και κάναμε jam session. Μάλλον μαζί τους είχε έρθει ο Donovan, δεν ξέρω πώς, κι έπαιξε μαζί μας, περίπου το '67-'68».

Σταμάτης Σπανουδάκης & Donovan

Ο Σπανουδάκης, λίγο μετά, το 1970, ακολούθησε τον φίλο του Λουκά Σιδερά (drummer των Aphrodite's Child) στο Παρίσι, όπου ο τελευταίος τον έπεισε να κάνουν ένα νέο γκρουπ, τους 'Eros', αφού οι Aphrodite's Child είχαν σχεδόν διαλυθεί. «Ήρθε ο Λουκάς και μου είπε να κάνουμε γκρουπ, γιατί θα διαλυθούν οι Aphrodite's Child. Εκείνος με πήρε στο Παρίσι, μαζί με τον Ταμπόση ως τραγουδιστή. Μάλιστα θυμάμαι, ένα βράδυ εγώ κι ο Ταμπόσης πήγαμε με το αυτοκίνητό του στην Ελβετία, για να συναντήσουμε τον Λάκη Βλαβιανό και γυρίσαμε πίσω στο Παρίσι, όπου κάναμε όλοι μαζί τους 'Eros'». Ξαφνικά, κι ενώ ο Σπανουδάκης είχε γράψει την μουσική και τους στίχους των τραγουδιών του γκρουπ, αποχωρεί από το σχήμα, πριν προλάβει να τα δισκογραφήσει.

«Κάτι έγινε με τον Λουκά, δεν θυμάμαι, κι έρχονται όλοι μαζί και μου ανακοινώνουν ότι δεν είμαι καλός μπασίστας, και ότι θα πάρουν άλλον, τον Χάρη Χαλκίτη, πράγματι πολύ καλό, και με έδιωξαν, λέγοντάς μου όμως, ότι θα παίζουν τα δικά μου τραγούδια», θυμάται. «Θύμωσα, γιατί ήμουν στο Παρίσι, δεν ήξερα κανέναν και βρέθηκα ολομόναχος και μακριά από τους φίλους μου. Εκείνοι έκαναν το γκρουπ, έκλεισαν συμβόλαιο με τα δικά μου κομμάτια κι έβγαλαν ένα 45άρι από την Philips», συμπληρώνει. Στο εν λόγω 45άρι ″Rain Train/I Can See″ (1970), η σύνθεση της πρώτης πλευράς αποδίδεται στον Χάρη Χαλκίτη και της δεύτερης στον Δημήτρη Ταμπόση.

Στον απόηχο όλων των άνω, ο Σπανουδάκης δισκογράφησε το 1972, τον πρώτο του προσωπικό δίσκο, με τίτλο ″Beautiful Lies″, ο οποίος κυκλοφόρησε από την Philips. Λόγω της μεγάλης εκτίμησης που έτρεφε στο πρόσωπο του Βαγγέλη Παπαθανασίου, ήδη από την εποχή των Forminx, πήγε με τον δίσκο στο σπίτι του στο Παρίσι, που λειτουργούσε σαν κοινόβιο, για να τον ακούσουν.

«Πήγα με μεγάλη χαρά. Στο σπίτι του ήταν μαζεμένοι πολλοί, και μου λέει ο Βαγγέλης, 'βαλ' τον στο πικάπ να τον ακούσουμε'. Ο Βαγγέλης όμως, ήταν άφαντος, πήγαινε κι ερχόταν μέσα στο σπίτι, διάφοροι μιλούσαν κι εγώ πήρα μεγάλη στενοχώρια. Κανείς δεν έδινε σημασία στον δίσκο. Οπότε του λέω 'ρε Βαγγέλη δεν τον άκουσες', και μου απάντησε 'ε, ο δίσκος θα μπορούσε να λέγεται ″Los Balcans″. Δεν του άρεσε. Τα βράδια βγαίναμε. Ένα βράδυ πήγαμε σ' ένα jazz club. Εκεί κατάλαβα τί εστί Βαγγέλης. Ήταν τρεις τζαζίστες μουσικοί βαρβάτοι, μπάσο-πιάνο-ντραμς, τον αναγνώρισαν και τον κάλεσαν να παίξει μαζί τους. Ο Βαγγέλης, αντί να καθίσει στο πιάνο, έκατσε στα ντραμς και έπαιζε απίστευτα. Μετά πήγε στο πιάνο και έπαιζε τζαζιές. Με λίγα λόγια, ξεθέωσε τους μουσικούς, οι οποίοι του ζήτησαν -στο τέλος- να παίξει και μόνος του. Έπαιζε λοιπόν, μία μελωδία από τον δίσκο μου, που νόμιζα πως δεν είχε ακούσει. Έπαιζε την καλύτερη μελωδία του δίσκου και την έπαιζε με ό,τι τρόπο μπορείς να φανταστείς. Την έπαιζε, με κοίταζε και μου έκλεινε το μάτι. Δηλαδή έκανε tribute στο δίσκο μου κρυφά, αλλά ουσιαστικά, γιατί αυτή η μελωδία ήταν πράγματι η μόνη που άξιζε».

Με τον ίδιο όμως, ποτέ δεν συνεργάστηκαν, διότι όπως λέει «δεν μπορούν να συνεργαστούν δύο συνθέτες, είναι πολύ μεγάλοι οι εγωισμοί. Δεν γίνεται. Ο Βαγγέλης είναι ένας ήχος μόνος του, πια κι εγώ. Είμαστε δύο διαφορετικά πράγματα. Αυτός είναι ένας καταπληκτικός παίκτης, εγώ όχι, είμαι καλός στην ενορχήστρωση». Παρ' όλα αυτά μιλάει για το ταλέντο του πρώτου και λέει χαρακτηριστικά: «Πήγαινα να δω τους Forminx, για να καταλάβω πώς ο Βαγγέλης μ' ένα Hammond, που είχαμε όλοι, μπορούσε να βγάζει αυτόν τον συμπαγή ήχο, όμως, έβαζε κάτι σπιρτόκουτα μπροστά στις ρυθμίσεις και δεν άφηνε κανέναν να δει τί έκανε».

Στο ″Beautiful Lies″ συμμετείχε όλη η μουσική αφρόκρεμα της δεκαετίας του '70, που βρισκόταν στο Παρίσι, όπως οι Δημήτρης Ταμπόσης, Λουκάς Σιδεράς, Λάκης Βλαβιανός, Αλέκος Καρακαντάς, Αργύρης Κουλούρης, Κώστας Φέρρης (που έγραψε το εισαγωγικό σημείωμα του δίσκου και το λιμπρέτο του ″666″ των Aphrodite's Child), κάποιοι από τους οποίους συμμετείχαν και στο ″666″. Μάλιστα, ο Σπανουδάκης ξανασυνεργάστηκε με τον Φέρρη, κατά την παραμονή τους στην Πόλη του Φωτός, αρχικά για την ροκ όπερα ″B Like Budha″, που δεν κυκλοφόρησε ποτέ, και αργότερα, στην Ελλάδα, για το soundtrack της ταινίας του τελευταίου με τίτλο, ″Προμηθέας Σε 2ο Πρόσωπο″ (1975).

Την δεκαετία του '70, οι υπόλοιποι U.L.S. είχαν επιλέξει διαφορετικούς δρόμους. Ο Κύρης ησχολείτο με την διαφήμιση και την φωτογραφία, φωτογραφίζοντας -μεταξύ άλλων- το εξώφυλλο για την συλλογή ″Το Ροκ Σήμερα″ (1971) και τους 'Πελόμα Μποκιού', για το εξώφυλλο του ομώνυμου δίσκου τους (1972), ο Αμπατζόπουλος είχε διορισθεί Εμπορικός Ακόλουθος της Ελληνικής Πρεσβείας στο Ιράκ και ο Σπανουδάκης επέστρεψε από το Παρίσι. Ο επόμενος μουσικός σταθμός του τελευταίου ήταν οι Εξαδάκτυλος, του Δημήτρη Πουλικάκου, με τους οποίους εμφανιζόταν σε συναυλίες, ενώ δύο συνθέσεις του, τα «Ένα Τραγουδάκι» & «Μωρό Μου», συμπεριέλαβε ο Πουλικάκος στον περίφημο δίσκο του ″Μεταφοραί Εκδρομαί Ο Μήτσος″ (1976).

Το 1974, ο Σπανουδάκης ηχογράφησε, στην Ελλάδα πια, και κυκλοφόρησε τον τελευταίο προσωπικό δίσκο της ροκ περιόδου του, το ″Looking Back″, λίγο πριν φύγει στην Γερμανία. «Το ″Looking Back″ έγινε στο studio Era στην Σταδίου. Η μουσική δική μου, οι στίχοι δικοί μου και κάποιου Άγγλου του Clive Hodgson. Τραγουδούσαν ο Πουλικάκος, ο Ταμπόσης, και παίζαμε με τους μουσικούς των Εξαδάχτυλος. Αυτό είναι και το τελευταίο άλμπουμ της ροκ περιόδου, μετά ήθελα να προχωρήσω, να πάω παρακάτω», λέει.

Στην Γερμανία μαθήτευσε επάνω στην κλασική μουσική, για να επιστρέψει στα τέλη της δεκαετίας στην Ελλάδα, όπως λέει ο ίδιος «Χριστιανός και όχι αριστερός». Η στροφή προς τον Χριστιανισμό έγινε κατά την παραμονή του στην Γερμανία. «Στην Γερμανία, από μη πιστός έγινα πιστός. Από την άστατη ζωή, τα ναρκωτικά, το ροκ, μπήκα σε μια άλλη ζωή. Και εκεί ήρθε στη ζωή μου ο Χριστός και ήθελα με την μουσική μου να τον υμνήσω, να τον ευχαριστήσω», συμπληρώνει. Στον δίσκο του ″Maran Atha″ (1977), που σημαίνει «Έρχου Κύριε» και αποτελεί τις τελευταίες λέξεις της Βίβλου, παρουσίασε κάτι διαφορετικό απ' ό,τι το κοινό τον είχε συνηθίσει. Το ίδιο και όταν έγραφε παιδικά τραγούδια, για λόγους βιοπορισμού, αλλά με την ίδια χαρά.

«Άρχισα να γράφω τραγούδια για προσευχή κι έτσι γεννήθηκε ο δίσκος μου 'Στον Πρώτο Μουσικό' (1977), ο οποίος μιλάει για τον Χριστό», συμπληρώνει.

Την δεκαετία του '80 ο Γιάννης Κύρης επέστρεψε στην μουσική συμμετέχοντας ως φωτογράφος στον δίσκο και keyboard-ίστας στις live εμφανίσεις των Σύνδρομο (1982). Μάλιστα ο ίδιος κατέχει «και τον δεύτερο δίσκο τους, που δεν κυκλοφόρησε ποτέ», όπως λέει. Το 1987, ηχογράφησε σε μια private εταιρεία ένα πιο έντεχνο album, το ″Πέμπτο Φεγγάρι″. Αυτό αποτελείται από έξι μελωδίες και δύο τραγούδια με θέμα τους πίνακες της αρχιτέκτονος-ζωγράφου Λιλίκας Αμπαδογιάννη, ως μέρος του οπτικοακουστικού της project. Η ίδια διεγνώσθη με καρκίνο και της είχαν 'δώσει' μόνο πέντε μήνες ζωής, εξ ού και ο τίτλος, «το κάθε φεγγάρι συμβολίζει κάθε έναν από τους μήνες που της απέμεναν. Ζει όμως ακόμα!», λέει με ιδιαίτερη χαρά. Από το 1987 μέχρι το 2013 δημιούργησε πάνω από 800 μουσικά διαφημιστικά τηλεοπτικά και ραδιοφωνικά spots, κερδίζοντας 36 βραβεία μουσικής επένδυσης, καθώς επίσης και 11 soundtracks για ταινίες μικρού μήκους.

Ο Σπανουδάκης, την ίδια δεκαετία, νοίκιαζε το studio που είχε, σε διάφορους καλλιτέχνες, κάνοντας ο ίδιος την ενορχήστρωση, όπου του ζητείτο. Όπως στον πρώτο new-wave δίσκο των Psycho, ″Montage Fatal″ (1982), της Ντόρας Αντωνιάδου και του Στέφανου Κοτατή. Αλλά και την ηχοληψία στους πρώτους δίσκους των Λάκη Παπαδόπουλου, Φατμέ, Κώστα Χαριτοδιπλωμένου. Από τότε, ακολούθησαν πολλοί προσωπικοί δίσκοι και πολλές συνεργασίες με καταξιωμένους τραγουδιστές.

Ο νέος του δίσκος, με τίτλο «Ηλιοποτισμένη», τον οποίο ετοίμαζε τα τελευταία δύο χρόνια, «αφορά την Ελλάδα, τον Χριστό, και είναι ανάμεικτος από μουσική, τραγούδια και χορωδία», λέει. Θα κυκλοφορήσει την Κυριακή, 10 Απριλίου 2016, την ημέρα της συναυλίας, που θα πραγματοποιηθεί στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης).

Η συζήτηση στο φιλόξενο σπίτι του Σπανουδάκη έμοιαζε με διάλειμμα από την ανηλεή, βάναυση, απάνθρωπη καθημερινότητα, που βιώνουμε. Ο ίδιος βλέποντας την Ελλάδα σαν 'ζώντα οργανισμό' λέει ότι «μοιάζει με 'άνθρωπο', που έχει χάσει την πίστη του, όχι μόνο με την θρησκευτική έννοια. Αλλά, με την έννοια του να πιστεύεις σε κάτι. Έχει χάσει τον προσανατολισμό του και ό,τι τον έκανε να είναι αυτός που είναι ή αν δεν το έχει χάσει προσπαθεί να το διαλύσει.»

Ίσως τελικά η λύση του προβλήματος να είναι πράγματι η «μετάνοια», όπως σημειώνει ο ίδιος, κι αν δεν είναι, τουλάχιστον θα μπορούσε να γίνει η απαρχή προς την εξεύρεσή της. «Διαλέγεις τελικά ποιο σκοτάδι πολεμάς. Και βεβαίως, ως Έλληνες, το πρώτο σκοτάδι που πρέπει να πολεμάμε είναι αυτό του εαυτού μας» (Σταμάτης Σπανουδάκης, 'Κουβέντες Ειπωμένες...', σελ. 74).

Δημοφιλή