Θητεία στον Μόραλη. Η περίπτωση του Μάκη Θεοφυλακτόπουλου

Μια ξεχωριστή σελίδα μας μεταφέρει ο Μάκης Θεοφυλακτόπουλος,για τη θητεία του δίπλα στον Μόραλη.

Η έκθεση που σφράγισε τα εικαστικά μας πράγματα το ’18 ήταν, χωρίς αμφιβολία, η αναδρομική στον Γιάννη Μόραλη. Το γεγονός που φιλοξενείται στο Μπενάκη της Πειραιώς (ως τις 10 Φλεβάρη), θα ανήκει πλέον στην Ιστορία, αλλά το αποτύπωμά του είναι βαθύ και ουσιαστικό σε όσους την επισκέφθηκαν. Έτσι ήταν και η μαθητεία με τον Μόραλη στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας όπου δίδαξε για 35 περίπου χρόνια. Για πολλούς από τους ζωγράφους που πέρασαν από το εργαστήρι του, η θητεία αυτή είχε τα στοιχεία μιας πνευματικής διαδρομής. Κι αν στο τελείωμά της η έκθεση μας αποχαιρετά με τον «Χρόνο» που τα σαρώνει όλα στο πέρασμά του, οι μαθητές κομίζουν κάτι από τον τρόπο του Δασκάλου, ακόμη κι αν τράβηξαν τον προσωπικό τους καλλιτεχνικό δρόμο. Εκτός λοιπόν από την επίσημη ιστορία, την καταγεγραμμένη με τις εκάστοτε παραμέτρους της ιστοριογραφίας, υπάρχει και η προσωπική, η ιστορία δηλαδή που ο καθένας από τη μεριά του βιώνει τα γεγονότα. Μια ξεχωριστή σελίδα μας μεταφέρει ο Μάκης Θεοφυλακτόπουλος, ένας λαμπρός δημιουργός και κατόπιν δάσκαλος ο ίδιος στη Θεσσαλονίκη, για τη θητεία του δίπλα στον Μόραλη.

-«Το πρώτο που θυμάμαι ως μαθητής του ήταν η μεγάλη γοητεία του. Έμπαινε στο εργαστήρι σαν υπουργός. Άψογο πουκάμισο, ταιριαστή γραβάτα, δεν ξέφευγε το παραμικρό! Έβαζε μία ρόμπα καλοσχηματισμένη επάνω του, είχε πίπα και κάπνιζε τσιγάρα ″22″, μάρκα εποχής, σε χαρακτηριστικό μπλε πακέτο... και αναρωτιέμαι τώρα που μιλάμε: τα κάπνιζε γιατί του άρεσαν ή μήπως γιατί τον γοήτευε το μπλε χρώμα; Στο μεταξύ, δεν την έκανε ποτέ κοπάνα από τις ώρες που παρέδιδε. Ερχόταν τρεις φορές την εβδομάδα για δύο ώρες, χωρίς ποτέ να παρεκκλίνει από το πρόγραμμά του. Και σημείωσε ότι κάθισε πολλά χρόνια, γιατί έγινε καθηγητής πολύ νωρίς (εκλέχθηκε μόλις στα 31 του). Έτσι, λοιπόν, οι περισσότεροι καλοί ζωγράφοι βγήκαν από αυτόν τον δάσκαλο.

Στο άδειο σπίτι του Μάνου Χατζιδάκι με το έργο «Άνοιξη» μόλις τοποθετημένο, 1963. Αρχείο Μόραλη, ΜΙΕΤ
Στο άδειο σπίτι του Μάνου Χατζιδάκι με το έργο «Άνοιξη» μόλις τοποθετημένο, 1963. Αρχείο Μόραλη, ΜΙΕΤ
Αρχείο Μόραλη, ΜΙΕΤ

Δεν έχω ακούσει ποτέ κάποιον μαθητή του να έχει πει μισή κακή κουβέντα γι′ αυτόν τον άνθρωπο. Νοιαζόταν, ακόμη και όταν οι μαθητές του ύστερα από χρόνια άρχισαν να κάνουν εκθέσεις και έδινε πάντοτε το ″παρών″. Δεν άφησε ποτέ κανέναν! Στη Σχολή προσπαθούσε να κάνει κάποια πράγματα, τα οποία εμείς δεν πολυκαταλαβαίναμε... εγώ δηλαδή. Πίστευε ότι πρέπει ο φοιτητής, αν θέλει να κάνει ″κάτι″ με τη ζωγραφική, να πειθαρχήσει πάνω σε έναν κανόνα: το σχέδιο. Έτσι, λοιπόν, υπήρχε ένα εργαστήρι που δούλευε ρολόι πάνω σ′ αυτή τη διδασκαλία.

(μακρά παύση) Γιατί εγώ αυτό το παιχνίδι πήγα να το χαλάσω;

Σκέφτηκα μέσα από την απόσταση των χρόνων ότι η μεγαλύτερη ευχαρίστησή μου από παιδί ήταν να καταστρέφω το παιχνίδι. Για παράδειγμα, στον Χολαργό, σε πολύ μικρή ηλικία, μαζευόμασταν πιτσιρίκια και παίζαμε το ″μπακάλικο″, όπου ο καθένας έβαζε από δυο πετρούλες κάνοντας ότι είναι ψωμιά, τυριά κ.ά. Αυτό που εμένα με ευχαριστούσε πραγματικά ήταν να το χαλάσω!»

- Για ποιο λόγο; Ναρκισσισμός ή κάτι άλλο;

- Ήταν, κυρίως, λόγοι ψυχολογικοί. Πέρασα πολύ ζορισμένα στην παιδική μου ηλικία. Συνήθως, λένε οι ψυχολόγοι, όταν ένα παιδί ζορίζεται, κύριο χαρακτηριστικό του είναι η επιθετικότητα. Όπως και τα σκυλιά, άμα τα ζορίσεις, γίνονται επιθετικά. Ετσι, λοιπόν, είχα και έχω μια μεγάλη επιθετικότητα. Με γοήτευε η καταστροφή περισσότερο από το κτίσιμο! Το να γίνουν μπάχαλο τα πράγματα, να σπάσει το ″μαγαζάκι″.

- Ήταν και λόγοι ιδεολογικοί;

- Όχι, καθαρά ψυχολογικοί. Ακόμη δεν είχα προλάβει να σχηματίσω μια ιδεολογία διαφορετική. Ήθελα να γίνει φασαρία...

- Ο Μόραλης πώς το αντιμετώπισε; Κάνατε κουβέντα;

- Οχι, γιατί βρέθηκε αντιμέτωπος με μία απαξίωση του συστήματος. Εκείνο τον καιρό, στο τέλος της χρονιάς, σε κάθε εργαστήριο - όπου εκτός του Μόραλη, είχαμε το εργαστήρι του Παππά στη γλυπτική, του Γραμματόπουλου στη χαρακτική και του Γεωργιάδη, ένας άσχετος άνθρωπος, όπου εκεί μπορεί να σημειώσει κανείς μια μικρή γκρίνια για τον Μόραλη- είχαμε λοιπόν εξετάσεις. Αντί, όμως, να δει μια προσπάθεια δική μου επάνω στο αντικείμενο, είδε ένα τελάρο όπου είχα πετάξει σκουπίδια επάνω. Όχι, βεβαίως, για να πάρει μια αξία καλλιτεχνική με τα σκουπίδια, αλλά γιατί ήταν «φτύσιμο» του τρόπου διδασκαλίας.

- Το «σύστημα» ήταν αυτό που εκπροσωπούσε ο δάσκαλος;

Ακριβώς! Συνήθιζαν λοιπόν μετά να βγαίνουν από τα εργαστήρια και να λένε ότι ο τάδε πήρε έπαινο, ο δείνα ένα βραβείο κ.ο.κ. Στη δική μου περίπτωση «ο Θεοφυλακτόπουλος απορρίπτεται».

- Τι δείχνατε στο έργο;

Δεν ήταν μία κατασκευή που παρίστανε κάτι. Είχα πάρει σκουπίδια από τον κάδο και τα πέταξα στο τελάρο. Απλώς δεν βρομούσαν! Πεταμένα πράγματα δηλαδή... Ο Μόραλης συγχύστηκε βέβαια, γιατί του χάλαγε «τη σούπα». Είπε το «απορρίπτεται», όπου βρίσκω αφορμή ν′ αρχίσει ο εξής διάλογος:

«- Γιατί με απορρίψατε;», «-Ήσουν εκτός θέματος».

- (γέλια) Διπλωματική μάλλον η απάντηση του Μόραλη.

Ήταν ένας άνθρωπος πάρα πολύ έξυπνος, με φοβερό χιούμορ. Εγώ όμως πέταξα σκουπίδια για να προκαλέσω επεισόδιο. Οπότε, παίρνω αφορμή και του ζητώ τον λόγο. Εκείνος μου λέει σε ήρεμο ύφος:

″Αμα δεν σου αρέσει αυτό που κάνουμε εδώ πέρα -καλώς ή κακώς αυτό κάνουμε- μπορείς να φύγεις, να κάνεις κάτι που σου πηγαίνει.

- Δεν μπορώ να φύγω, γιατί θέλω να πάρω πτυχίο.

- Άκουσε, φίλε μου: δεν μπορεί να είσαι επαναστάτης και να τα έχεις καλά και με τη χωροφυλακή!

-Καλό!

Ολο καλά έλεγε! Αλλά συνεχίζω εγώ, τον χαβά μου:

- Αισθάνεστε λίγο χωροφύλακας; (γέλια) Δεν μπορώ εδώ πέρα, σκάω! Βλέπω, ας πούμε, να βραβεύεις ένα ψοφίμι (ενν. τον Αντώνη Απέργη).

Εκεί ο Μόραλης έπαθε... κι έγινε η έκρηξη! Βγήκαν οι γραβάτες, φύγανε τα κουστούμια:

- Ντροπή σου! Να μιλάς για συνάδελφό σου την ώρα που δεν είναι εδώ. Γίνε πρώτα άνθρωπος και μετά καλλιτέχνης!

Και φεύγει ο Μόραλης χτυπώντας την πόρτα, κοντεύοντας να τη σπάσει... Αυτό το θεώρησε τόσο βαθιά κακό που δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί. Είχα πετύχει αυτό που ήθελα: να φύγει έξαλλος, βρίζοντας! Κάθομαι λοιπόν και γράφω ένα κείμενο που κατηγορούσε τον Μόραλη ότι δεν εκσυγχρονίζει τους τρόπους και τη ματιά του και τον κατηγόρησα για βαθύτατο συντηρητισμό. Την άλλη μέρα γίνεται ολόκληρο πρωτοσέλιδο στα «Νέα». Και παρόλο που το συγκρότημα είχε πολύ καλές σχέσεις με τον Μόραλη, για κάποιο λόγο το δημοσίευσαν και μάλιστα τόσο ψηλά! Δεν ξέρω πώς λειτούργησε εκεί το σύστημα. Και πάει την άλλη μέρα ο Μόραλης στους φίλους του, μεγάλης αξίας όλοι τους -κολλητός του Ελύτη, του Χατζιδάκι και πολλών άλλων σημαντικών- κι ακούει τα σχολιανά του!

- Μετά τι ακολούθησε;

Την επόμενη ημέρα στη Σχολή, τον βλέπω και του λέω «μετά από όσα έχουν γίνει, θέλω να αλλάξω εργαστήρι». Κι εκεί μου λέει ο Μόραλης: «Άκουσε να δεις, δεν χρειάζεται να φύγεις από το εργαστήριο. Θα έρχεσαι εδώ και θα κάνεις ό,τι θέλεις!». Εκεί που άνοιξα το στόμα μου να δαγκώσω, μου έβαλε μέσα μια σοκολάτα. Το είδα… όχι όμως για να με κοροϊδέψει κι ούτε για λόγους διπλωματίας. Μου ’δωσε ένα χάδι πραγματικό, σαν να καταλάβαινε τον πανικό μου μέσα σε ένα σύστημα διδασκαλίας, το οποίο συγκρούεται με μία εξωτερική πραγματικότητα. Είδα όμως ότι δεν υπάρχει το «αύριο» και δεν είχα εναλλακτικό τρόπο να μάθω… οπότε, άρχισα να κάνω αυτά που έλεγε ο Μόραλης. Κι άρχισε τότε να με γοητεύει πλέον η σχέση με το αντικείμενο. Άρχισα δηλαδή να αναζητώ το «σωστό» σχέδιο, να το κάνω δικό μου. Άρχισα να ευχαριστιέμαι τη διαδικασία, όχι σαν ένα βαρετό πέρασμα, επειδή πρέπει. Το αποτέλεσμα ήταν να μείνω και κάνα-δυο χρόνια παραπάνω!

- Ο Μόραλης συνέχισε να σας παρακολουθεί;

Έρχεται μια στιγμή, ύστερα από χρόνια, που έφερα πάλι τον Μόραλη εκτός ορίων. Αλλά με άλλον τρόπο. Είχα μια έκθεση στη αίθουσα Παπαδάκη (σύζυγος της Βερναδάκη), με έργα που δεν είχε δει ο Μόραλης. Οταν λοιπόν ήρθε -το θυμάμαι σαν τώρα, γιατί ήταν μορφές πολύ σοβαρές, όπως ο Ζογγολόπουλος και διάφοροι άλλοι-, πάει εκεί που κάθονταν φίλοι και τους λέει: ”Δεν ξέρω τι λέτε εσείς, αλλά εμένα μου αρέσει πάααρα πολύ!” Δεν τον είχα ξανακούσει να μιλάει έτσι! Κι έρχεται και μου λέει: ”Εχει διπλή σημασία αυτό που σου λέω, γιατί εμένα δεν μου ταιριάζει αυτός ο τρόπος, είναι κάτι άλλο αυτό που κάνεις εσύ, τελείως διαφορετικό από το δικό μου. Αλλά είναι πολύ καλό, μπράβο!” Και είχε και συνέχεια αυτό μετά, δεν ήταν μόνο λόγια. Με σύστησε δηλαδή στη Ζουμπουλάκη, όπου αν έκανες έκθεση εκεί, καθιερωνόσουν! Και ήρθε και με βοηθούσε στο κρέμασμα των έργων.

Θα σου πω δυο-τρία πράγματα γενικά για τον Μόραλη, πέρα από τις σχέσεις μας. Κατ′ αρχήν, ήταν ένας άνθρωπος που αγαπούσε πραγματικά τους μαθητές του. Νοιαζόταν. Τις αξίες τους αυτός τις γνώριζε. Ήθελε δηλαδή να έχει σχέσεις και να μην πληγώνει ανθρώπους. Επίσης, επειδή είχε αυτό το «ατσαλάκωτο» που μερικές φορές μπορεί, μέσα στην αυτοκριτική του, να είχε μια «γκρίνια», έκανε κάτι πολύ χαριτωμένες κινήσεις για να «σπάσει» αυτή την ιδέα για το ατσαλάκωτο. Ας πούμε, για να σπάσει τον πάγο, έλεγε ξαφνικά: «Για μια στιγμή, πάω να κατουρήσω». Κάτι αδέξια, αλλά χαριτωμένα.

Ελεγε τέλεια ανέκδοτα! Τα ζούσε. Ηταν μια φιγούρα γεμάτη αξίες και μάλιστα έμαθα -σχετικά πρόσφατα αυτό- από τον φίλο μου τον Χρόνη (ενν. τον Μπότσογλου), με τον οποίο είχε πιο πολλή κουβέντα. Αυτός ο άνθρωπος, που θα μπορούσε κανείς να βγάλει μια γκρίνια για το «ατσαλάκωτο», είχε πάθος μεγάλο! Είχε κάνει απόπειρα αυτοκτονίας, όταν μια γυναίκα του πήγε με κάποιον άλλο. Ηταν τέτοιος άνθρωπος, έκρυβε… Εγώ δεν θα αυτοκτονούσα με τίποτα, μα με τίποτα! Είχε μια βαθιά αξιοπρέπεια. Ηταν δηλαδή γεννημένος αξιοπρεπής! Ηταν άνθρωπος, που ήταν πάρα πολύ μακριά από το να κάνει κάτι μικρό. Αλλά… μπορεί να πεις και μια γκρίνια. Μια μικρή, όχι ότι θα τον ήθελα λίγο πιο αριστερό, γιατί έχουμε τον δεξιότατο Χατζιδάκι και λέμε μακάρι να είχαμε κι άλλους δεξιούς σαν αυτόν. Αλλά γιατί πήγε από τη Φρειδερίκη και πήρε παράσημο! Θα μπορούσε να το αποφύγει. Α, δεν ήθελε να περνάει κανένας άνεμος πολιτικής από το εργαστήρι.

- Τώρα που πέρασαν τα χρόνια, θα βλέπατε ότι ο Μόραλης ήταν, κατά βάση, ένας «θεσμικός» άνθρωπος; Οτι δεν πήγε δουλοπρεπώς στο Παλάτι, αλλά εκπροσωπώντας τη Σχολή.

Το τοποθετείς καλύτερα. Είχε ήθος που δεν θα το παραβίαζε για κανέναν λόγο: ούτε για δημοσιότητα ούτε για λόγους ναρκισσισμού. Το όνομά του δεν το χρησιμοποίησε πολύ για να γίνει γνωστός. Θυμάμαι μάλιστα που μου έλεγε «έγινα γνωστός επειδή κάθισα πολλά χρόνια ως καθηγητής κι έτσι τα παιδιά έλεγαν στους μπαμπάδες: ο Μόραλης κι ο Μόραλης! Ετσι με μάθανε». Δεν έτρεχε ούτε για συνεντεύξεις, ούτε έλεγε πολλά. Εμείς, όμως, μην ξεχνάς, είμαστε παιδιά του Εμφυλίου. Ετσι, λοιπόν, έστω κι αν οι λόγοι ήταν υπεράνω υποψίας, δεν μας καθότανε καλά. Και θα μπορούσε να το αποφύγει, χωρίς να επηρεάσει το ήθος και την αξιοπρέπειά του.

Ο Γιάννης Μόραλης στο Παρίσι, 1963.
Ο Γιάννης Μόραλης στο Παρίσι, 1963.
Φωτογραφία Νίκου Κεσσανλή. Αρχείο Μόραλη, ΜΙΕΤ

- Αν μπορούσατε, θα του λέγατε μια συγγνώμη;

Τον έβλεπα έπειτα από χρόνια να κάθεται στου «Μπόκολα» με ένα πουράκι που δεν το κάπνιζε γιατί του το είχαν απαγορεύσει οι γιατροί. «Βρε δάσκαλε, ακόμη έχω αγκάθια για κείνες τις μαλακίες… σου ζητώ συγγνώμη, έστω και αργά!». Μου απαντά: «Συγχωρεμένος, συγχωρεμένος». Είναι ένας άνθρωπος που τον θυμάμαι με πολλή αγάπη, ήταν αξιαγάπητος. Μακάρι να είχαμε κι άλλους σαν τον Δάσκαλο. Πιστεύω ότι το τέλος του «Μαραθωνίου» μεταξύ Τσαρούχη και Μόραλη βρίσκει κερδισμένο τον Μόραλη. Το έργο του μεγαλουργεί προς το τέλος και δεν είμαι μόνο εγώ αυτός που το λέει.

Οι «χειροποίητες» φωτογραφίες – εν είδει ντοκουμέντου - είναι τραβηγμένες από το κινητό του επιμελητή της έκθεσης στο Μπενάκη της Πειραιώς, Νίκου Παΐσιου, κατά τη διάρκεια ξενάγησης που πραγματοποίησε ο Μάκης Θεοφυλακτόπουλος στον εκθεσιακό χώρο. Τον ευχαριστούμε θερμά για την παραχώρησή τους.

Δημοφιλή