Με το βλέμμα του Ροβήρου Μανθούλη
alphaspirit via Getty Images

Πριν από μερικά χρόνια - 30 για την ακρίβεια, είχαμε οργανώσει με τον Βασίλη Αλεξάκη μια εντελώς πρότυπη εκδήλωση στο Παρίσι. Μας την είχε ζητήσει το Γαλλικό Υπουργείο Πολιτισμού. Εκείνο τον καιρό η Γαλλία προσκαλούσε λογοτέχνες, κάθε χρόνο και από μία χώρα, για να τους γνωρίσει το γαλλικό κοινό. Δεν ξέρω αν γίνεται ακόμα. Πάντως ήταν κάτι που θα έπρεπε να κάνει το ελληνικό Υπουργείο Πολιτισμού. Ήταν η εποχή των πολιτιστικών «Ανταλλαγών» που είχε στόχο και τους ξένους φοιτητές. Εμείς, για παράδειγμα στην Αμερική, ήμασταν ”exchange students” (ανταλλαγή σπουδαστών).

Στη ελληνική αρχαιότητα θα βρούμε πολλούς καλλιτέχνες και φιλοσόφους (και μερικούς δασκάλους) να μετακινούνται, ιδιαίτερα να επισκέπτονται και να εγκαθίστανται στην πλούσια από πολιτισμό Αθήνα. Ένας διάσημος σοφός ήταν ο Ανάχαρσις, βασιλόπουλο από την Σκυθία, από Ελληνίδα μητέρα. Στην Αθήνα τον φιλοξένησε ο Σόλων και μάλιστα τον ονόμασε Αθηναίο πολίτη. Ένας εθνικόφρων της εποχής τον έβρισε τον «Σκύθη». Ο Ανάχαρσις του είπε «εμένα με βρίζουν στην Σκυθία που έρχομαι εδώ, εσύ βρίζεις την πατρίδα σου».

To γαλλικο Πρόγραμα για τους ξένους συγγραφείς ονομάζονταν «Leς Belles Etrangères», οι Ωραίες Ξένες (λογοτεχνίες). Στην Γαλλία οι Τλεχνες δεν είναι «Καλές» αλλά «Ωραίες». Στο δικό μας Πρόγραμμα των «Ωραίων Ξένων», για πρώτη φορά, δεν ήρθαν μόνο λογοτέχνες αλλά και θεατρικοί συγγραφείς. Κατάλαβαν επιτέλους οι Γάλλοι ότι και οι θεατρικοί συγγραφείς ανήκουν στην τέχνη του Λόγου! Ο Βασίλης Αλεξάκης κάλεσε του Λογοτέχνες και εγώ τους Θεατρικούς Συγγραφείς. Είχα καλέσει πέντε ήρθαν τρεις. Ο Ιάκωβος Καμπανέλης, η Λούλα Αναγνωστάκη και ο Γιώργος Μανιώτης. Ο Μανιώτης ήταν ο νεότερος. Είχα μεταφράσει αποσπάσματα από έργα τους, με την βοήθεια μιας Γαλλίδας ηθοποιού, για να τα παρουσιάσουμε στο «Θέατρο των Πολιτισμών του Κόσμου» ένα από τα ωραιότερα – και από τα λιγότερα γνωστά – θέατρα του Παρισιού.

Το Θέατρο έχει μια μεγάλη και στο μάκρος σκηνή πράγμα που επέτρεψε να έχουμε αριστερά τους τρεις θεατρικούς συγγραφείς με εμένα να δίνω εξηγήσεις στο γαλλικό κοινό, ενώ δεξιά θα παίζονταν τα αποσπάσματα από έργα τους. Του Καμπανέλη το «Οδυσσέα Γύρνα Σπίτι», της Αναγνωστάκη «Ο Ήχος του Όπλου» (αν θυμάμαι καλά) και του Μανιώτη «Η Κοινή Λογική». Αλλά παρουσιάσαμε και ένα απόσπασμα από «Το Τάβλι» του απόντος Δημήτρη Κεχαΐδη. Στην είσοδο του Θεάτρου είχα εγκαταστήσει Θέατρο Σκιών του καραγκιοζοπαίχτη Χρήστου Κυριαζή το οποίο, στην προσέλευση και στην αποχώρηση του κοινού, έπαιζε αποσπάσματα από τον «Μεγαλέξανδρο και το Φίδι». Το πιο συγκινητικό ήταν κάτι που μάλλον γινόταν για πρώτη φορά. Να έχεις τους συγγραφείς στη σκηνή, σε ένα βήμα μόνο από το κοινό στην πλατεία, να παρακολουθούν τις αντιδράσεις των θεατών όταν παίζονταν το έργο τους. Το ελληνικό θέατρο θα μπορούσε να ήταν γνωστότερο στο εξωτερικό, αν κρίνομε από την υποδοχή του γαλλικού κοινού τόσο από την εκδήλωση αυτή που φιλοξενήθηκε στο Παρίσι όσο και από το ανέβασμα της «Κοινής Λογικής» του Μανιώτη στο Festival d’Avignon, τον επόμενο χρόνο.

1453. Tην στιγμή που η Αναγέννηση (του ελληνικού κόσμου!) αναδύονταν για καλά στην Ευρώπη, η Ελλάδα κατέδυε όλο και πιο βαθιά στον δικό της Μεσαίωνα. Στους τέσσερις αιώνες οθωμανικής καταδυνάστευσης και λογοτεχνικής ασιτίας που ακολούθησαν, χάρη στη συλλογική μνήμη κυρίως διασώθηκε η πολιτιστική κληρονομιά του λαού μας.

Η τυπογραφία εισήχθη στην απελευθερωμένη Ελλάδα στα μέσα του 19ου αιώνα. Η επανεμφάνιση των Γραμμάτων και των Τεχνών συμπίπτει με την αστικοποίηση της χώρας, που άρχισε μόλις εδώ και 150 χρόνια. Τα δημοτικά τραγούδια και οι παραδόσεις ενός λαού εντόνως ποιητικού έδωσαν την γλώσσα και τα πρόσωπα του θεάτρου, όταν κι′ αυτό αναστήθηκε. Η πρώτη του έκφραση ήταν το θέατρο σκιών, μια παράδοση παράλληλη με την Comedia dellarte, αν όχι με τα ”Νευρόσπαστα”, κατά τον Αθήναιο, τις μαριονέτες δηλαδή του θιάσου του Ευριπίδη που έπαιζε τα σατυρικά του δράματα στα πανηγύρια. Αυτές οι παραδόσεις, μαζί με τους Μίμους, τους Μιμίαμβους και τα ”ποικίλα θεάματα” στα παλκοσένικα της Ελληνιστικής και της Ελληνο-ρωμαϊκής εποχής, είναι οι καταβολές της σατιρικής ”Επιθεώρησης” των δικών μας χρόνων, βασικά πολιτικής, φανταχτερής και λαϊκής.

Η Επιθεώρηση αυτή που πάντα συγκέντρωνε τους ηθοποιούς τους πιο ”ζωντανούς”, συχνά του πιο ταλαντούχους και το κοινό το πιο πολυπληθές, μπορούμε να το πούμε ”Θέατρο της Πιάτσας” (συμβολικά της αρχαίας «Αγοράς») εξού ”αγοραίο” και όχι ”αγροίκο” της υπαίθρου. Που με τον καιρό θα γίνει ”αστείο” κοροϊδεύοντας ότι ”αστεϊκό” που είναι παράγωγο του ”άστυ”. Η εξεζητημένη συμπεριφορά και γλώσσα των σοφιστών και των ποιητών, όπως μας πληροφορεί ο Αριστοφάνης (σε ένα τετράστιχο που σώθηκε από άγνωστο έργο του).

Ακόμα και τότε, την χρονιά των «Ωραίων Ξένων» του 1991, στην Αθήνα, μια πόλη με 65 θεατρικές σκηνές, η Επιθεώρηση προσελκύει 22.000.000 θεατές το χρόνο! Το ήμισυ του συνόλου του θεατρικού κοινού. Νωρίτερα, μέχρι τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ένα θεατρικό είδος, πιο ”συνετό” συνυπήρχε με την Επιθεώρηση: το ”αστικό θέατρο”. Άλλοτε εθνικιστικό, άλλοτε ηθοπλαστικό, πάσχιζε να ”χαρτογραφήσει” τα χρηστά ήθη μιας καθωσπρεπεικής κοινωνίας, με καταβολές και νοοτροπίες ”επαρχιακές”. Το θέατρο αυτό έσβησε κάπως μέσα στις έντονες πολιτικές αντιπαραθέσεις με αφετηρία την άρνηση του ελληνικού λαού να δεχτεί την επιστροφή των παλαιών δυναστικών καθεστώτων. Το σύγχρονο ελληνικό θέατρο γεννήθηκε σε μια περίοδο έντονης αστικοποίησης (urbanisation) λόγω του οικοδομικού οργασμού που ακολούθησε τον Εμφύλιο. Είναι η στιγμή που η Ελλάδα ολόκληρη ζει μέσα σ′ ένα πέλαγος του παραλόγου. Δεν αποτελεί έκπληξη ότι στους περισσότερους από τους Έλληνες δραματουργούς θα βρούμε κάποιο βαθμό αναφοράς στον Ιονέσκο, τον Μπέκετ ή τον Πίντερ.

Το νέο αυτό θεατρικό κύμα που πηγάζει, θεματικά ή υπαρξιακά, από τα λαϊκά στρώματα, χρησιμοποιεί μια γλώσσα ”περιθωριακή”, σαρκαστική, την γλώσσα των λαϊκών συνοικιών, που θυμίζει αυτήν που ακούμε στην Επιθεώρηση και στο θέατρο σκιών ή ακόμα στα ρεμπέτικα, τα γεμάτα από ποιητική ειρωνεία και ειρωνική παρακμή. Μια θεατρική ”οικογένεια” βρίσκει τους σωστούς τόνους για να μιλήσει για τις πληγές της νεοελληνικής κοινωνίας, μ′ ένα μείγμα αυτοσαρκασμού και τρυφερότητας στην πλούσια γλώσσα του ″ανθρώπου εξ οδού,” όπως την ονομάζει ο Αθηναίος κωμωδιογράφος Εύπολις. Δηλαδή στη ”γλώσσα της Αγοράς” -με την αρχαία έννοια- θα λέγαμε σήμερα, σ′ αυτήν που γράφονταν τα σατυρικά δράματα του Ευριπίδη τα διανθισμένα με ευρήματα μιας ”αγοραίας αργκό”. Από την agora μήπως προέρχεται άραγε η argot, της οποίας οι σημερινές ετυμολογίες δεν μοιάζουν επαρκείς;

Έτσι, βλέπουμε να γεννιέται μια ”ποίηση του άστεως” που εγγράφεται στις καλύτερες σελίδες της λογοτεχνικής παράδοσης της σύγχρονης Ελλάδας. Μιας Ελλάδας οριστικά ”urbanisée″.

Δημοφιλή