To tweet or not to tweet?

Τον Οκτώβριο του 2014, ο υπουργός Οικονομικών της Εσθονίας Jurgen Ligi παραιτήθηκε μετά από την κατακραυγή που προκάλεσε ανάρτησή του στο Facebook για άλλον συνάδελφό του, υπουργό. Ο Ligi αποκάλεσε τον υπουργό Παιδείας Jevgeni Ossinovski «γιο ενός μετανάστη, από το ροζ κόμμα», αναφερόμενος στη ρωσική καταγωγή του Ossinovski. Το σχόλιο εκλήφθηκε αμέσως ως υποτιμητικό για τους εκατοντάδες χιλιάδες Ρώσους της μικρής βαλτικής χώρας, προκαλώντας την οργή και πολλών Εσθονών αλλά και του ίδιου του προέδρου.
MDGovpics/Flickr

Το καλοκαίρι που μας πέρασε συνέβη κάτι αμφιλεγόμενο στον κόσμο του διαδικτύου. Υπήρχε ένα φοβερό site, το Politwoops, που συγκέντρωνε τα σβησμένα tweets πολιτικών προσώπων - από βουλευτών μέχρι υπουργών - σε 35 χώρες. Βαρύγδουπες δηλώσεις, γκάφες, τυπογραφικά λάθη, ανόητες ή ακατανόητες αναρτήσεις που οι πολιτικοί αυτοί έσβησαν, τις συγκέντρωνε το Politwoops σε ένα ατελείωτο ψηφιακό ανθολόγιο. Το Twitter όμως, τον Αύγουστο, διέκοψε τη διασύνδεση του Politwoops στην εφαρμογή (API), με το επιχείρημα ότι κάθε χρήστης έχει δικαίωμα να σβήνει τα tweets του. Κι αυτό, παρά την πίεση 50 και πλέον οργανώσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ψηφιακή ελευθερία, που υποστήριξαν ότι τα tweets των πολιτικών είναι δημόσιες δηλώσεις και τοποθετήσεις και πρέπει λοιπόν να είναι προσβάσιμες στον καθένα.

Και τα δύο επιχειρήματα έχουν βάση, όμως η λογική του site ξεπερνά τους κανόνες χρήσης μιας κοινωνικής εφαρμογής. Ένα σβησμένο tweet βουλευτή δεν απέχει πολύ από μια δήλωση που ανακάλεσε ζωντανά σε κάποιο τηλεοπτικό πάνελ ή ακόμα κι από ένα...σαρδάμ του στο βήμα της Βουλής. Σε μια εποχή που δεν «μένουν» μόνο τα γραπτά, η πολιτική παρουσία στα social media έχει πραγματικό αντίκτυπο στις διαδικασίες της δημοκρατίας. Γιατί, όμως, ένα tweet είναι τόσο σημαντικό ή αρκετό για να δρομολογήσει καταστάσεις;

Η πολιτική επικοινωνία έχει αλλάξει

Σε προηγούμενο άρθρο είδαμε σημαντικά ποσοτικά και ποιοτικά στοιχεία για την ολοένα και αυξανόμενη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης από τους πολίτες, κυρίως του Τwitter και του Facebook, για πολιτική συμμετοχή, συζήτηση και ενημέρωση. Τόσο εκτός όσο και εντός Ελλάδας, οι άνθρωποι (και εν δυνάμει ψηφοφόροι) παύουν να είναι απλοί δέκτες των πολιτικών μηνυμάτων και συμμετέχουν στην πολιτική επικοινωνία με shares, σχολιασμό, μηνύματα προς τους πολιτικούς κ.λπ. Κι αυτό δεν συμβαίνει μόνο σε προεκλογικές περιόδους και αναφορικά με εκλογικές καμπάνιες, αλλά σε επίπεδο καθημερινής πολιτικής και κοινοβουλευτικής ζωής.

Έτσι και οι πολιτικοί, από την πλευρά τους, επιδιώκουν να έχουν ενεργή παρουσία στα social media. Στη Σουηδία για παράδειγμα, από το 2009 περίπου το 58% των βουλευτών είναι ενεργοί στο Twitter και το 19% στο Facebook. Στη Νορβηγία, μια χώρα με επίσης υψηλή διείσδυση του διαδικτύου, τα ποσοστά βρίσκονταν αντίστοιχα στο 57% και στο 24%, το 2010*. Στη γειτονική Ιταλία, τα προηγούμενα χρόνια, τουλάχιστον 3 στους 10 βουλευτές έχουν σελίδα στο Facebook και 6 στους 10 είναι ενεργοί στο Twitter**. Αρκετά πιο μακριά, στη Νέα Ζηλανδία, τουλάχιστον το 70% των βουλευτών είναι ενεργοί σε Twitter, Facebook και Youtube. Είναι προφανές ότι τα ποσοστά αυτά, σε κάθε χώρα, θα έχουν αυξηθεί έκτοτε με πραγματικά πολύ υψηλούς ρυθμούς.

Φυσικά, πρέπει να σημειώσουμε εδώ ότι οι αριθμοί αυτοί δεν μαρτυρούν τα ποιοτικά στοιχεία που χρειαζόμαστε για να μάθουμε πόσα από αυτά τα πολιτικά πρόσωπα έχουν συγκροτημένο πλάνο online επικοινωνίας και δεν χειρίζονται απλώς τους λογαριασμούς τους κατά το δοκούν. Γι' αυτό και στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής το ενδιαφέρον τραβούν όλο και περισσότερο οι διαφημιστικές δαπάνες των πολιτικών στην πάροδο του χρόνου. Σύμφωνα με την εταιρεία ερευνών Borrell Associates, η δαπάνη για online/ψηφιακή διαφήμιση εκτιμάται ότι θα εκτοξευθεί από μερικές δεκάδες εκατομμύρια δολάρια - που ήταν τα προηγούμενα χρόνια - στο 1 δισ. δολάρια το 2016 και στα 3 δισ. δολάρια το 2020! Ναι, μιλάμε για δαπάνη στο διαδίκτυο...

Όσο διαπιστώνεται η ισχύς των social media στη διαμόρφωση αντιλήψεων και εικόνων για πολιτικά πρόσωπα στο κοινό, τόσο πιο συστηματική, επαγγελματική και σοβαρή καλείται να γίνει η online δραστηριότητα αυτών των προσώπων. Αν χρειάζεται ουσιαστική μελέτη προκειμένου να σχεδιαστεί η πολιτική επικοινωνία ενός πολιτικού αρχηγού ή κόμματος στα παραδοσιακά ΜΜΕ, άλλη τόση χρειάζεται πια η επικοινωνία στα ψηφιακά. Ας δούμε, όμως, στην πράξη το γιατί.

Από τη θεωρία στην πράξη

Δεδομένου ότι βασικός εκφραστής της πολιτικής στα social media είναι πρωτίστως πρόσωπα (στελέχη, βουλευτές, δημοσιογράφοι κ.λπ.) και δευτερευόντως οργανώσεις (sites, κόμματα, εκπομπές), ο χαρακτήρας και η προσωπικότητα των προσώπων αυτών καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό το ύφος της επικοινωνίας τους. Αντίστροφα όμως και το περιεχόμενο που αναρτά ένας πολιτικός γίνεται αντιληπτό από τους άλλους χρήστες σε συνάρτηση με το πρόσωπό του***, την πολιτική του πορεία, την εικόνα που έχει μεταδώσει και μέσα από τα παραδοσιακά ΜΜΕ. Κάθε post, κάθε tweet, κάθε βίντεο που ανεβαίνει στο YouTube από προσωπικό-πολιτικό account, είναι - και μάλλον πρέπει να είναι - αντικείμενο ελεύθερης κριτικής και ερμηνείας, πολύ περισσότερο από τις δηλώσεις στον τηλεοπτικό φακό. Σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο προσωπικός λογαριασμός ενός πολιτικού θεωρείται πλέον πηγή ειδήσεων, καταλαβαίνει κανείς πόσο προσεχτικά και σωστά σχεδιασμένο πρέπει να είναι αυτό το content. Κι όσοι πολιτικοί δεν το έχουν συνειδητοποιήσει και χρησιμοποιούν τα social media όπως ένας οποιοσδήποτε χρήστης (ο οποιοσδήποτε χρήστης είναι υπόλογος μόνο στον εαυτό του γιατί δεν διεκδικεί αξιώματα), το πληρώνουν πολύ ακριβά. Αξίζει να αναφέρουμε μερικά χαρακτηριστικά τέτοια παραδείγματα:

  • Το καλοκαίρι του 2011, ο Αμερικανός βουλευτής Anthony Weiner παραιτήθηκε από το Κογκρέσο εξαιτίας ενός tweet που έστειλε... κατά λάθος. Ο Weiner μοιράστηκε δημόσια στο twitter του ένα λινκ με άσεμνη φωτογραφία του, την οποία προόριζε κανονικά να στείλει με πριβέ μήνυμα σε μια κοπέλα. Προφανώς η φωτογραφία του έκανε το γύρο του διαδικτύου και πανικόβλητος ισχυρίστηκε ότι ο λογαριασμός του είχε γίνει στόχος χάκινγκ, επιδεινώνοντας έτσι τη θέση του, ώσπου να παραδεχθεί τα πάντα και να χάσει βέβαια τη θέση του.
  • Τον Οκτώβριο του 2014, ο υπουργός Οικονομικών της Εσθονίας Jurgen Ligi παραιτήθηκε μετά από την κατακραυγή που προκάλεσε ανάρτησή του στο Facebook για άλλον συνάδελφό του, υπουργό. Ο Ligi αποκάλεσε τον υπουργό Παιδείας Jevgeni Ossinovski «γιο ενός μετανάστη, από το ροζ κόμμα», αναφερόμενος στη ρωσική καταγωγή του Ossinovski. Το σχόλιο εκλήφθηκε αμέσως ως υποτιμητικό για τους εκατοντάδες χιλιάδες Ρώσους της μικρής βαλτικής χώρας, προκαλώντας την οργή και πολλών Εσθονών αλλά και του ίδιου του προέδρου.
  • Το Νοέμβριο του 2014, η Βρετανίδα πολιτικός Emily Thornberry παραιτήθηκε από το κόμμα των Εργατικών με αφορμή μια φωτογραφία που ανήρτησε στο twitter κατά τη διάρκεια επαναληπτικών εκλογών σε μια περιφέρεια. Ευρισκόμενη στο Rochester & Strood, στο Kent του Ηνωμένου Βασιλείου, τράβηξε και ανήρτησε ένα σπίτι με κρεμασμένες σημαίες της Αγγλίας (όχι της Βρετανίας), μπροστά από το οποίο ήταν παρκαρισμένο ένα λευκό φορτηγάκι. Παρόλο που δεν είχε κανένα σχόλιο στην ανάρτησή της, η φωτογραφία «χτύπησε» τις ευαίσθητες χορδές της αγγλικής κοινωνίας, γιατί το λευκό βαν παραπέμπει στο στερεότυπο του «White van man», δηλαδή τον άξεστο Άγγλο χαμηλού εισοδήματος και επιπέδου. Έτσι η χωρίς σχόλια ανάρτηση της Thornberry έγινε αντιληπτή ως σνομπισμός και κοροϊδία, τόσο που δέχθηκε κριτική ακόμα και από συναδέλφους της στο κόμμα.

Το δράμα πίσω από μερικά «κλικ»

Όχι, δεν φταίει το Twitter ή το Facebook για το πάθημα που πρέπει να γίνει μάθημα στους πολιτικούς, όπως κάποιοι έχουν προσπαθήσει να διαδώσουν. Τα social media απλώς επιταχύνουν διαδικασίες, ζυμώσεις και κοινωνικές αντιδράσεις που εδράζονται σε πραγματικές κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες. Αυτή η ταχύτητα και η μαζικότητα του μέσου είναι που οδηγεί και στη λήψη πολιτικών αποφάσεων, ή εν πάση περιπτώσει σε εξελίξεις. Ένα τέτοιο παράδειγμα ήταν οι δυνατές καμπάνιες πολιτών εναντίον του fracking στο Κολοράντο, ή η μαζική αποδοκιμασία των ρατσιστικού τύπου ελέγχων της αυστραλιανής αστυνομίας στη Μελβούρνη. Τα social media, όπως και στην περίπτωση των Αγανακτισμένων σε διάφορες χώρες, ώστε να εκφραστεί με ταχύτητα και να αποτυπωθεί μια τάση που ενστερνίστηκε σημαντική μερίδα των πολιτών.

Αυτού του είδους τις κινητοποιήσεις δεν μπορεί ένας πολιτικός να τις ελέγξει ή να τις επηρεάσει, γιατί η δυναμική τους προϋπάρχει της έκφρασής τους στο διαδίκτυο. Αυτό που μπορεί να κάνει είναι να κατανοήσει τους πολλαπλούς τρόπους που ένα πολιτικό μήνυμα επιδρά στο κοινό και να φροντίσει για τη δική του πολιτική συμπεριφορά. Τι πήγε στραβά στις τρεις περιπτώσεις που αναφέραμε παραπάνω;

Τα αίτια πίσω από το λάθος του Weiner είναι πασιφανή. Απροσεξία, απειρία, ανοησία, βιασύνη κ.λπ. Κι όχι μόνο γιατί πάτησε λάθος κουμπί, στέλνοντας ανοιχτό tweet αντί για direct message, αλλά γιατί χρησιμοποίησε τον επίσημο λογαριασμό του για προσωπική υπόθεση.

Για τον Ligi μπορούμε να πούμε ακόμη περισσότερα. Το ίδιο το - ουσιαστικά ρατσιστικό - σχόλιό του στο Facebook θα προκαλούσε αντιδράσεις ακόμα κι αν ήταν προφορικό και μη καταγεγραμμένο - πόσο μάλλον γραπτό σε ένα μέσο με εν δυνάμει άπειρο κοινό. Χρησιμοποίησε το Facebook για να δώσει συνέχεια σε μια προσωπική αντιπαράθεση, μάλιστα με υπουργό της ίδιας της κυβέρνησης στην οποία μετείχε.

Το περιστατικό με την Thornberry είναι μάλλον το πιο διδακτικό και ουσιαστικό, διότι ανέδειξε τη μεγάλη αποξένωση ενός πολιτικού από την πραγματικότητα και την κοινωνία. Η Βρετανίδα πολιτικός ήταν τόσο απορροφημένη από την εργασία που ανέλαβε, να διεξάγει δηλαδή μια καμπάνια, που δεν σκέφτηκε τη βαθύτερη επίδραση της φωτογραφίας της. Κατηγορήθηκε, πιθανόν άθελά της, γι' αυτό που στην Αγγλία λέγεται class snobbery, φανερώνοντας έτσι ότι το social media content υπόκειται ελεύθερα στα πολιτισμικά πρότυπα (και στερεότυπα) της εκάστοτε κοινωνίας.

Ένα «δώρο» προς αναγνώστες

Οι...γκάφες αυτές είναι τουλάχιστον χρήσιμες γιατί μας θυμίζουν ότι η online πολιτική επικοινωνία δεν είναι παιχνίδι, δεν αφορά μόνο προεκλογικές περιόδους, δεν μπορεί να γίνεται χωρίς σκέψη και σχεδιασμό και δεν πρέπει να υποτιμάται η απήχησή της, θετική ή αρνητική.

Στην Ελλάδα βιώσαμε - και μάλιστα πρόσφατα - παρόμοια περιστατικά κι όσο αυξάνεται η χρήση των social media, από τους πολίτες, τους πολιτικούς και τους δημοσιογράφους, θα βιώσουμε ακόμα περισσότερα. Άλλωστε, επίκειται - ακόμη, μέχρι τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές - εκλογή αρχηγού για το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, δημόσια διαβούλευση για ένα ή περισσότερα νομοσχέδια, συνέδριο του κυβερνώντος κόμματος, διάφορα Eurogroup και άλλου είδους πολιτικές εξελίξεις, όπου θα πρωταγωνιστήσουν παλιοί και νέοι θαμώνες του Twitter και του Facebook. Κι αφού φτάσατε την ανάγνωση μέχρι εδώ, ιδού ένα URL «δώρο» με αρκετά σβησμένα Tweets Ελλήνων πολιτικών, τους οποίους είχε περιλάβει το Politwoops στο ανθολόγιό του. Απολαύστε τα...

*Larsson, A. and Bente Kalsnes (2014). 'Of course we are on Facebook': Use and non-use of social media among Swedish and Norwegian politicians. European Journal of Communications. 29(6), 659.

**88D' Arma, A (2015). Media and Politics in Contemporary Italy, p. 100. London: Lexington Books.

***Social Media - The new Power of Political Influence. Centre for European Studies, p. 12.

Δημοφιλή