Παλιό παραδοσιακό ουκρανικό παραμύθι σε διασκευή των Αντώνη και Κωνσταντίνου Κούφαλη
Ουκρανικό γραμματόσημο με τους χαρακτήρες από το παραμύθι «Το γάντι»
Ουκρανικό γραμματόσημο με τους χαρακτήρες από το παραμύθι «Το γάντι»
commons wikimedia

Ένα δερμάτινο γάντι έπεσε από τη τσέπη του ηλικιωμένου καθώς έκανε τον περίπατο του στο χιονισμένο δάσος με τον αγαπημένο σκύλο του. Ήταν από εκείνα τα χειροποίητα γάντια χωρίς δάχτυλα με φανελένια επένδυση που χρησιμοποιούν οι κάτοικοι του βορρά στις χειμωνιάτικες εξόδους τους για να κρατάνε ζεστά τα χέρια τους, αφού δεν έχουν άλλη χρησιμότητα.

Το γάντι έπεσε στο αφράτο χιόνι και πριν προλάβει να σκεπαστεί από το επόμενο, το εντόπισε μια μικρή ποντικίνα. Το πλησίασε διστακτικά, το μύρισε κι αφού σιγουρεύτηκε πως είναι άδειο και ασφαλές, τρύπωσε μέσα:

Τι ζεστό που είναι! Εδώ θα μείνω όλο το χειμώνα μέχρι να έρθει η Άνοιξη. Ύστερα βλέπουμε.

Σε λίγο ένας πράσινος βάτραχος κοντοστάθηκε έξω από το γάντι.

Ποιος είναι μέσα; ρώτησε.

Η γκρίζα ποντικίνα. Εσύ ποιός είσαι;

Είμαι ο βάτραχος ο πηδηχτός. Σε παρακαλώ, άσε με να μπω γιατί θα παγώσω από το κρύο. Δεν θα χοροπηδάω. Θα καθίσω ήσυχος μέχρι να σηκωθούν τα χιόνια.

Εντάξει, έλα μέσα.

Τι γλυκιά ζεστασιά που έχει εδώ, σκέφτηκε ο βάτραχος. Δεν το κουνάω ρούπι μέχρι να βγει ο χειμώνας. Ύστερα βλέπουμε

Είναι κανείς μέσα στο γάντι; ακούστηκε σε λίγο μια φωνή.

Είναι η ποντικίνα η γκρίζα και ο βάτραχος ο πηδηχτός. Εσύ ποιος είσαι;

Είμαι ο λαγός ο βιαστικός. Σας παρακαλώ, αφήστε με να μπω στο γάντι γιατί δεν νοιώθω τα πόδια μου. Θέλετε να παγώσω;

ΟΚ! είπαν με μια φωνή η ποντικίνα και ο βάτραχος.

Τι γλυκιά ζεστασιά που έχει εδώ μέσα, είπε ο λαγός. Εδώ θα μείνω μέχρι να περάσει ο χειμώνας. Μετά βλέπουμε. Δεν ξέρω πώς να σας ευχαριστήσω. Συνήθως οι άνθρωποι με απολαμβάνουν στιφάδο, αλλά μέσα στο γάντι ποιος να με ψάξει; Κι άρχισαν οι τρεις το χορό.

Σε λίγο μια άλλη φιγούρα πλησίασε το γάντι.

Ποιος είναι μέσα; ρώτησε.

Είμαστε η ποντικίνα η γκρίζα, ο βάτραχος ο πηδηχτός κι ο λαγός ο βιαστικός. Εσύ ποια είσαι;

Είμαι η αλεπού η Μάρω. Μπορώ να μπω στην παρέα σας; Από το κρύο άρχισε να μαδάει η ουρά μου. Ότι πιο όμορφο πάνω μου θα χαθεί στο χιόνι. Αχ, αφήστε με σας παρακαλώ και κάνει τόσο κρύο. Δεν θα σας ενοχλήσω με τη φλυαρία μου. Μια γωνίτσα μου φτάνει.

Εντάξει, πέρασε, είπαν και τα τρία ζώα με μια φωνή.

Τι γλυκιά ζεστασιά που έχει εδώ μέσα σκέφτηκε η αλεπού. Δεν το κουνάω ρούπι μέχρι να βγει ο χειμώνας. Μετά βλέπουμε.

Ένας λύκος μεγαλόσωμος και μεγαλοπρεπής στάθηκε σε λίγο έξω από το γάντι.

Θέλω να ξέρω ποιοι είστε μέσα;

Είμαστε η ποντικίνα η γκρίζα, ο βάτραχος ο πηδηχτός, ο λαγός ο βιαστικός και η αλεπού η Μάρω, απάντησαν με μια φωνή.

Εγώ δεν χωράω ;

Είμαστε ήδη αρκετά στριμωγμένοι αλλά άμα είσαι ευγενικός θα μπεις στην παρέα μας.

Σας ορκίζομαι, είμαι χορτάτος, αλλά το κρύο δεν παλεύεται. Αφήστε με να μπω και δεν θα σας πειράξω.

Εντάξει, έμπα, είπαν με μια φωνή τα τέσσερα ζώα.

Τι γλυκιά ζεστασιά που έχει εδώ μέσα, σκέφτηκε ο λύκος. Δεν το κουνάω ρούπι μέχρι να βγει ο χειμώνας. Μετά βλέπουμε.

Τα πέντε ζώα στριμώχτηκαν ακόμη περισσότερο αλλά η ζεστασιά και η ασφάλεια που ένοιωθαν, η αλληλεγγύη και η αμεσότητα της επαφής έκαμψε τους φόβους τους και ρίχτηκαν στο χορό. Μέχρι τη στιγμή που ένας βρυχηθμός τα έκανε να παγώσουν.

Ποιοι κρύβεστε μέσα στο γάντι; Σας κατάλαβα από τη φασαρία που κάνετε. Εμπρός, μιλήστε!

Είμαστε, η ποντικίνα η γκρίζα, ο βάτραχος ο πηδηχτός, ο λαγός ο βιαστικός, η αλεπού η Μάρω, κι ο λύκος ο πονηρός. Εσείς ποια είστε;

Είμαι η αρκούδα η καφετιά κι έμεινα έξω πριν προλάβω να πέσω σε χειμερία νάρκη. Αφήστε με να μπω γιατί το χιόνι θα με πεθάνει. Σας παρακαλώ.

Κυρία αρκούδα, απάντησαν οι πέντε, είμαστε ήδη πολύ στριμωχτά κι εσύ είσαι πελώρια. Πού να σε βάλουμε; Θα σκάσουμε.

Θα κοιμηθώ στην παλάμη του γαντιού και θα ξυπνήσω την Άνοιξη. Άχνα δεν θα βγάλω. Σας παρακαλώ. Είμαι παρεξηγημένη, δεν είμαι όπως θέλουν να λένε οι άνθρωποι.

Αν είναι έτσι, ορίστε πέρασε, είπαν τα πέντε ζώα με μια φωνή.

Τι γλυκιά ζεστασιά που έχει εδώ μέσα, σκέφτηκε η αρκούδα. Δεν το κουνάω ρούπι μέχρι να βγει ο χειμώνας. Μετά βλέπουμε.

Τα έξι ζώα, στριμώχτηκαν, κοιτάχτηκαν, κάτι είπε η αλεπού, της απάντησε ο λύκος, συμπλήρωσε ένα κόαξ ο βάτραχος, χιχιχι έκανε μέσα απ’ τα μουστάκια του ο λαγός, χρρρ μουγκάνισε η αρκούδα κι όλα μαζί έβαλαν τα γέλια και άρχισαν το τραγούδι. Ήταν τόσο καλή παρέα. Τίποτα δεν τους χώριζε. Αντίθετα, ο φόβος και η ανάγκη μπροστά στον κοινό εχθρό διέλυσε τις επιφυλάξεις, τα συσπείρωσε, τα ένωσε κάτω από την ίδια στέγη και έγιναν παράδειγμα και για άλλα ζώα του δάσους πως οι διαφορές είναι για να ξεπερνιούνται και πως μόνο αγάπη, προστασία και αποδοχή είναι ό,τι ζητεί κάθε ζωντανή ψυχή.

Αλλά πριν προλάβουν να χαρούν την ομόνοια και την συνύπαρξη, μεγάλη φασαρία ξέσπασε πολύ κοντά τους. Τουφεκιές τάραξαν τη γαλήνη του δάσους. Μπαμ! Μπαμ! Μπαμ! Φωνές άγριες, σφυρίγματα, αλύχτισμα σκύλων, τα πουλιά σηκώθηκαν σύννεφο τρομαγμένα. Μια παρέα κυνηγών βγήκαν την ευκαιρία, πήραν τα όπλα και μέσα στο χιόνι βάλθηκαν να σημαδεύουν ό,τι πετούσε κι ό,τι περπατούσε. Τρόμος κατέλαβε τα έξι ζώα. Πάγωσαν μέσα στη θαλπωρή τους. Έστησαν αυτί αλλά οι τουφεκιές πλήθαιναν .

Πόλεμος! Είπε ο λαγός. Ξέσπασε πάλι πόλεμος.

Να φύγουμε, να φύγουμε είπε η ποντικίνα.

Και πού να πάμε; ρώτησε ο βάτραχος.

Αν μείνουμε μέσα στο γάντι θα μας σκοτώσουν όλους, συμπλήρωσε ο λαγός.

Κι αν βγούμε από το γάντι θα σωθούμε; είπε ο λύκος.

Πες κάτι κυρά Μάρω.

Δεν μπορώ να σκεφτώ, πάγωσε η ουρά μου.

Εγώ μπορώ να τρέξω, είπε ο λαγός.

Κι εγώ να κρυφτώ είπε η ποντικίνα. Αλλά ο βάτραχος ο πηδηχτός, ο λύκος ο πονηρός, η καφέ αρκούδα και η κυρά Μάρω πού θα πάνε ; Θα τους δουν.

Εγώ, λέω, είπε η καφέ αρκούδα, να βγούμε από το γάντι και να τρέξουμε σε διαφορετικές κατευθύνσεις. Όσο πιο γρήγορα μπορούμε. Ενωμένοι κινδυνεύουμε. Χωρισμένοι, είναι πιο δύσκολη η επιβίωση αλλά ο καθένας όπως έμαθε. Για μια ακόμη φορά βλέπουμε τι είναι ο άνθρωπος. Λοιπόν, έτοιμοι; Εμπρός, φύγαμε.

Και τα έξι ζώα, όρμησαν έξω και εξαφανίστηκαν μέσα στην ασπρίλα του τοπίου την ώρα που οι τουφεκιές μπλέκονταν με τις φωνές στο κατόπι τους.

*Παλιό παραδοσιακό ουκρανικό παραμύθι που πρωτοτυπώθηκε στη Μόσχα το 1951 σε εικονογράφηση του Evgenii Rachev και κυκλοφόρησε σ’ όλο τον κόσμο σε πολλές εκδοχές.

Η διασκευή είναι δική μας.

Δημοφιλή