Una faccia una razza
Leemage via Getty Images

Η καλλιτεχνική περίοδος της αρτισύστατης Κεντρικής Σκηνής του Εθνικού Θεάτρου ξεκίνησε την 25η Οκτωβρίου 1940 με την παράσταση της «Μαντάμα Μπαττερφλάι» (Madama Butterfly) του Τζιάκομο Πουτσίνι. Ανάμεσα στο ακροατήριο ήταν ο πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς, ο Βασιλεύς Γεώργιος και η οικογένειά του, o ιταλός πρέσβης Emmanuele Grazzi, o γιος του Πουτσίνι, Αντώνιο, και η σύζυγός του. Η όπερα αυτή, η οποία έκανε την πρεμιέρα της το 1904, αποπνέει ένα είδος «οριενταλισμού», ο οποίος (κατά τον κλασικό ορισμό του Εdward Said) παριστάνει αλλότριους, «εξωτικούς» λαούς με ιμπεριαλιστική προκατάληψη. Ο «ανατολισμός» συχνά αποσκοπεί στο να δείχνει ότι ο «άλλος» είναι υποδεέστερος και επομένως άξιος καταδυνάστευσης και εκμετάλλευσης.

Ο Μουσολίνι και μερίδα της ιταλικής διανόησης αντιμετώπισαν την Ελλάδα με ιμπεριαλιστική περιφρόνηση, διανθισμένη με ιστορικίζοντα και ρατσιστικά επιχειρήματα, όπως δείχνει η Αlessandra Coppola, καθηγήτρια της Αρχαιοελληνικής Ιστορίας στο Παν/μιο της Πάδοβας, στο βιβλίο της Una faccia una razzia? Grecia antica e moderna nell’ imaginario italiano di età fascista (Carocci editore, Roma, 2013). Μέσα από το πρίσμα των Φασιστών η Ελλάδα παρουσιαζόταν ως παρηκμασμένη, οιονεί ασιατική χώρα.

Το γνωστό και σε μας ιταλικό ρητό στον τίτλο του βιβλίου (Una faccia una razza) εξομοιώνει τους δύο λαούς, Ιταλούς και Έλληνες, όχι από φυλετική άποψη αλλά από την άποψη εθνικού χαρακτήρος και πολιτισμού.

Carocci editore

Εκφράζει επίσης αυτό που θα διαπίστωσαν οι ιταλοί εισβολείς του ’40, όταν οι Έλληνες και οι Ελληνίδες διέψευσαν τον μύθο της φυλετικής και πολιτισμικής διαφοράς που προπαγάνδιζαν οι Φασίστες. Πώς έφθασαν οι επίδοξοι κατακτητές να πιστεύουν τον μύθο αυτό; Και πώς υπέθαλψε τον μύθο, πότε ηθελημένα, πότε παρασυρμένη από το Zeitgeist των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα, η ιταλική επιστημονική κοινότητα, και ιδιαίτερα οι ιστορικοί;

Η Coppola ιχνηλατεί ευσύνοπτα την περίπλοκη, αντιφατική ιστορία της ιδέας της Ελλάδος στη φαντασία της διανόησης και του ευρύτερου κοινού της Ιταλίας από την εποχή του φιλελληνικού Ρισορτζιμέντο (Risorgimento) του 19ου αιώνα έως την επίκρατηση του φασισμού. Κάτοχος της νεοελληνικής γλώσσας, η συγγραφέας αξιοποιεί επίσης στοιχεία από ελληνόγλωσσες πηγές. Επιβεβαιώνει, όπως έχει κάνει χορεία άλλων μελετών στην Ιταλία και σε άλλες χώρες, την ανίερη και ενίοτε ολέθρια συμμαχία των επιστημών, ιδιαίτερα της ιστορίας και της αρχαιολογίας, με την πολιτική ιδεολογία και τη διπλωματία. Όπως σημειώνει στην εισαγωγή της (σελ.13), «Η εικόνα της Ελλάδος στη φαντασία [των Ιταλών της φασιστικής εποχής] εξαρτάται από την αρχαία ιστορία, τη σύγχρονη επιστήμη, την εξωτερική πολιτική και από την ανάπτυξη μιας εθνικής ταυτότητας ανίκανης να αντιμετωπίσει το ίδιο της παρελθόν.»

Ο Gaetano De Sanctis, καθηγητής της Αρχαίας Ιστορίας στο Παν/μιο της Ρώμης από το 1929 και δάσκαλος του κορυφαίου ιστορικού Arnaldo Momigliano, αρνήθηκε το 1931 να υπογράψει όρκο πίστεως στο Φασιστικό Κόμμα. Το δίτομο έργο του, Η Ιστορία των Ελλήνων, το οποίο δημοσιεύθηκε το 1939, καταλήγει με τον θάνατο του Σωκράτη, γεγονός που ο συγγραφέας χαρακτήρισε ωμή επίθεση κατά της ελευθερίας του πολίτη. Ο De Sanctis, όπως και πολλοί ομότεχνοί του, προβληματίστηκε για τη σχέση ανάμεσα στην απώλεια της πολιτικής ελευθερίας επί Φιλίππου Β’ και Μεγάλου Αλεξάνδρου και την ενοποιητική ροπή της Μακεδονικής Αυτοκρατορίας. Ο κατά τα άλλα φιλελεύθερος ιστορικός αυτός δεν απέφυγε εντούτοις να επικαλείται στο έργο του «την αρεία κοινότητα και συνείδηση» των αρχαίων Ελλήνων. Άλλοι ιστορικοί, μεταξύ των οποίων και ο Momigliano σε άρθρο του το 1936, τόνιζαν ότι ο Ιούλιος Καίσαρ, έχοντας ξεπεράσει τον Αλέξανδρο, ενσάρκωσε την ιδέα ενός κράτους το οποίο ταυτόχρονα ήταν και imperium. (Τρία χρόνια μετά τη δημοσίευση του άρθρου αυτού ο Μomigliano αναγκάστηκε, λόγω της εβραϊκής του καταγωγής, να διαφύγει στην Οξφόρδη.)

Ο επιστημονικός διάλογος για τον Αλέξανδρο οδηγούσε σε συγκρίσεις και συνειρμούς συχνά εις όφελος του Duce. Ο Evaristo Breccia, καθηγητής Ιστορίας στo Παν/μιο της Πίζας και ανασκαφέας στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, περιέγραψε σε διάλεξή του το 1932 τον Καίσαρα ως κληρονόμο και διάδοχο του Αλεξάνδρου˙ο Καίσαρ εξέφραζε το μεγαλείο και τις αρετές των Ρωμαίων, ο δε Μουσολίνι— μετουσιωμένος σε ένα είδος υβριδικής ελληνορωμαϊκής φαντασίωσης― συνέχιζε το εκπολιτισικό έργο των Μακεδόνων. Το «ντελίριο της Romanitas” -–της εξιδανίκευσης της αρχαίας Ρώμης—όπως δείχνει η ανάλυση της Coppola, στηριζόταν κατά πολύ στο ίνδαλμα του Αλεξάνδρου και κατοχύρωνε το σχέδιο του Μουσολίνι να επανιδρύσει μια νέα «οικουμενική» αυτοκρατορία, ανώτερη ακόμη και από αυτή των Μακεδόνων βασιλέων.

Σχεδόν όλοι οι ιταλοί ιστορικοί της μουσολινικής περιόδου υποτιμούσαν το Βυζάντιο και τη σχέση του με την αρχαιοελληνική παιδεία, και πολύ περισσότερο με τη Δυτική Αναγέννηση. (Κατά τη διαβόητη δήλωση του μεγάλου κλασικού φιλολόγου Giorgio Pasquale σε λήμμα στην Enciclopedia Italiana το 1936, η βυζαντινή λογοτεχνία ήταν ανούσια και ανιαρή.) Η δόξα του Βυζαντίου παρεμπόδιζε άλλωστε την ευθύγραμμη αφήγηση της διαδοχής του Αλεξάνδρου από τον Καίσαρα και τον Μουσολίνι. Η παγκόσμια Εκκλησία της Ρώμης αποτελούσε, κατά κάποιο τρόπον, για τους ιστορικούς τη συνέχεια της Romanitas. Aκόμη και ο Momigliano, σε λήμμα στην ίδια εγκυκλοπαίδεια το 1936, στηλίτευσε την «κατωτερότητα της βυζαντινής ιστορίας» και εγκωμίασε την pax christiana στη Δύση, η οποία διαδέχθηκε την pax romana. Τα ελλείμματα αυτά είναι μαύρες τρύπες στην επιστήμη της ιταλικής και ευρωπαϊκής ιστοριογραφίας της εποχής.

Η ημερομηνία της 28ης Οκτωβρίου συνέπλεκε συμβολικά την αυτοκρατορική Ρώμη με την Κωνσταντινούπολη, τη «Δεύτερη Ρώμη” του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Την ημερομηνία αυτή το 312, ο Κωνσταντίνος νίκησε τον Μαξέντιο στη Μιλβία Γέφυρα στον Τίβερη. Tήν ίδια ημερομηνία το 1922, οι Φασίστες ανέτρεψαν με πραξικόπημα τη νόμιμη κυβέρνηση στη Ρώμη. Η 28η Οκτωβρίου είχε καθιερωθεί, από το 1927, ως τα γενέθλια του Φασισμού. Μετά την επίθεση κατά της Ελλάδος εκείνη την “ευοίωνη” ημέρα το 1940, ο Μουσολίνι σκόπευε να κατακτήσει τη Θεσσαλονίκη και εν συνεχεία την Κωνσταντινούπολη, ενώνοντας τη Δυτική με την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, όπως υποστηρίζει η A. Coppola.

Η απόσταση ανάμεσα στους Έλληνες και τους Ιταλούς ήταν πρωτίστως φυλετική και ιστορική. Η Alessandra Coppola παραθέτει το εξής χωρίο από το τεύχος της 5ης Ιανουαρίου 1940 του δημοφιλούς ρατστιστικού περιοδικού Difesa della Razza, το οποίο αναφέρεται στην ιταλική εκστρατεία στη Βόρεια Ήπειρο:

« Οι ιταλοί στρατιώτες πολεμούν για να κατατροπώσουν την άθλια, πλουτοκρατική Ελλάδα, που επί πολλά χρόνια είναι προσδεμένη στο αγγλοεβραϊκό άρμα...Η κλασική Ελλάδα έχει πεθάνει. Το αίμα του Ομήρου έχει τελειώσει. Ούτε μία σταγόνα δεν έχουν οι σημερινοί γραικύλοι... Συνεπώς, πολεμούμε όχι εναντίον της κλασικής Ελλάδος, από την οποία εμείς οι Ιταλοί καταγόμαστε πνευματικά, και της οποίας είμαστε οι νόμιμοι απόγονοι, αλλά ενατίον της σύγχρονης Ελλάδος...Και μαζί με τις νικήτριες αποικίες μας, θα πνεύσει η αύρα του πολιτισμού ο οποίος αρχικά άνθισε στις ελληνικές ακτές προτού μετανασταεύσει νομίμως στις ακτές της Ρώμης.»

’Εξι μέρες μετά την έκδοση του τεύχους αυτού, το Α′ και Β′ Σώμα του Ελληνικού Στρατού κατέλαβε το πέρασμα της Κλεισούρας.

Δημοφιλή