Η ελληνική παρουσία είναι αναντικατάστατη.
omersukrugoksu via Getty Images

Καθώς πλησιάζουν οι ευρωεκλογές, η συζήτηση για το μέλλον της ηπείρου επικεντρώνεται στην αναμενόμενη ενίσχυση των εθνικιστικών δυνάμεων. Υπό αυτό το πρίσμα, η περαιτέρω διεύρυνση της Ένωσης στα Δυτικά Βαλκάνια φαντάζει απόμακρη, επικουρούμενη βέβαια και από την πολιτική κατάσταση των ενδιαφερόμενων χωρών. Ορισμένως, ο συνδυασμός κακοδιοίκησης, διαφθοράς και εθνοτικών διενέξεων που ταλανίζει το σύνολο σχεδόν της περιοχής δεν επιτρέπει αισιόδοξες εκτιμήσεις για ταχεία ενσωμάτωση της στο κοινοτικό οικοδόμημα. Ταυτόχρονα όμως, η άσκηση επιρροής από τρίτες, αυταρχικές δυνάμεις στο στρατηγικό υπογάστριο της Ε.Ε. καθιστά επικίνδυνη την παθητική στάση των ευρωπαϊκών θεσμών και κυβερνήσεων.

Από τη σκοπιά των Βρυξελλών, η χερσόνησος του Αίμου έχει δύο βασικούς ρόλους να διαδραματίσει στο εγγύς και μεσοπρόθεσμο διάστημα.

Αφενός, να συμβάλλει αποφασιστικά στη διαχείριση των αφρικανικών και ασιατικών μεταναστευτικών ροών που ο πόλεμος, η φτώχεια και η κλιματική αλλαγή θα εξακολουθήσουν να τροφοδοτούν και, αφετέρου, να λειτουργήσει ως ενδιάμεσος κόμβος της μεσογειακής ενεργειακής οδού, η οποία διασφαλίζει την ουσιαστική ανεξαρτησία της Ευρώπης στις εξωτερικές της σχέσεις. Εξάλλου το συχνά υποτιμημένο ανθρώπινο δυναμικό των 5 + 1 (Σερβία, Μαυροβούνιο, Βόρεια Μακεδονία, Βοσνία – Ερζεγοβίνη, Αλβανία και, κατόπιν επίλυσης της διαμάχης Πρίστινας - Βελιγραδίου, Κόσοβο) αυτών κρατών αναμφίβολα θα αναζωογονήσει το ευρωπαϊκό εγχείρημα στον εικοστό πρώτο αιώνα. Μολαταύτα, η μη εκπλήρωση των κριτηρίων ένταξης στην παρούσα στιγμή δεν μπορεί να αποσιωπηθεί. Η έκπτωση αξιών θα κατέληγε άλλωστε να βλάψει τόσο τα υφιστάμενα όσο και τα μελλοντικά μέλη. Επομένως, πρέπει να βρεθεί ένας τρόπος πρόσδεσης τους στο δυτικό άρμα χωρίς αυτό να σημαίνει την αλλοίωση της ευρωπαϊκής ιδέας, όπως κατεξοχήν αυτή συμπυκνώνεται στα προτάγματα για δημοκρατία και ατομικές ελευθερίες.

Πιθανότατα, η απάντηση στο εν λόγω πρόβλημα βρίσκεται εντός της τρέχουσας ενωσιακής μετεξέλιξης. Άλλως ειπείν, η πολιτική των πολλαπλών ταχυτήτων ολοκλήρωσης, ούτως ώστε να σταματήσει η αδράνεια εξαιτίας όσων δεν μπορούν ή δε θέλουν να προχωρήσουν σε στενότερη συνεργασία, συνιστά την ορθολογικότερη βάση προσέγγισης και του προκείμενου ζητήματος.

Ειδικότερα, η σταδιακή επέκταση της Κοινής Αγοράς στα Δυτικά Βαλκάνια εκ παραλλήλου με την εξατομικευμένη μεταχείριση κάθε υποψήφιας προς ένταξη χώρας, αναλόγως των μεταρρυθμίσεων που αυτή προωθεί, θα διατηρήσει το κοινοτικό κεκτημένο χωρίς να αποξενώσει τους λαούς και τις ηγεσίες εκείνες που, για διάφορους λόγους, δεν αναλαμβάνουν το κόστος που απαιτεί η συμμετοχή τους στον πυρήνα της ευρωπαϊκής οικογένειας.

Ασφαλώς, σε αυτή την κατεύθυνση η ελληνική παρουσία είναι αναντικατάστατη. Η ζωτική συγκοινωνιακή μας θέση στα σχέδια οικονομικής ενοποίησης της περιοχής, η μεταφορά τεχνογνωσίας στις γειτονικές αρχές και επιχειρήσεις κατά την προσπάθεια εναρμόνισης των λειτουργικών τους διαδικασιών με τα ευρωπαϊκά πρότυπα και η μακραίωνη ακτινοβολία της Θεσσαλονίκης ως πνευματικής πρωτεύουσας των Βαλκανίων αναδεικνύουν την Ελλάδα ως κεντρικό αναπτυξιακό μοχλό για τη μεταμόρφωση της πάλαι ποτέ «πυριτιδαποθήκης της Ευρώπης» σε εμπροσθοφυλακή του ιστορικά πιο επιτυχημένου παραδείγματος υπερεθνικής συνεργασίας. Μάλιστα, την ιδανική έκφραση αυτής της φιλοδοξίας θα μπορούσε να συμβολίσει η ίδρυση Μουσείου Βαλκανικού Πολιτισμού στη νέα Δ.Ε.Θ. ως κορυφαίο διαβαλκανικό σημείο συνάντησης οικονομίας και τέχνης. Σε κάθε περίπτωση, η περιφερειακή σταθερότητα και εμβάθυνση με όρους αμοιβαίου οφέλους αποτελεί προνομιακό πεδίο δράσης ενός σύγχρονου, προσαρμοσμένου στη νέα παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα, ελληνισμού.

Δημοφιλή