Ο Βασίλης Αλεξάκης στη HuffPost: Θέλω να ξεχάσω αυτά που έζησα

Ο βραβευμένος συγγραφέας μιλά στη HuffPost Greece

Μιλά για το νέο βιβλίο του -η συγγραφή του οποίου είναι σε εξέλιξη- αλλά και για τη σοβαρή περιπέτεια της υγείας του, περνώντας από τη λογοτεχνία στη ζωή και πάλι πίσω, σπεύδοντας να εξηγήσει ότι «…. το βιβλίο δεν είναι μια κλαψούρα για τα δεινά που έχω υποστεί, είναι από κάποια απόσταση και με κάποιο χιούμορ».

Αναφέρεται στην επανεκτίμηση του παρόντος «… όταν δουλεύεις, όταν έχεις σχέδια, είσαι διαρκώς σε έναν πυρετό και όλα τα σημαντικά συμβαίνουν την επομένη, τη μεθεπομένη, τον άλλο χρόνο» και μιλά για το προσφυγικό -που υπάρχει στο νέο του βιβλίο- την άνοδο της ακροδεξιάς στην Ευρώπη, αλλά και για το διαδίκτυο, παρά το γεγονός ότι, o ίδιος συνεχίζει, όπως πάντα, να γράφει με μολύβι.

Ο Βασίλης Αλεξάκης -Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος το 2004 για τις Ξένες λέξεις και στη Γαλλία, Βραβείο Medicis για τη Μητρική γλώσσα το 1995 και Μεγάλο Βραβείο Μυθιστορήματος της Γαλλικής Ακαδημίας για το μ.Χ. το 2007- ο συγγραφέας που ζει μεταξύ Γαλλίας και Ελλάδας από το 1969 και γράφει τα βιβλία του και στις δύο γλώσσες, αρχίζοντας πότε από τη μία πότε από την άλλη (και αυτομεταφράζεται στη δεύτερη) μιλά στη HuffPost Greece για το βιβλίο που τελικά, δεν θα έχει τίτλο «Η τελευταία λέξη» και η πρώτη γραφή του οποίου είναι στα ελληνικά.

Και κυρίως, για «... το στοιχείο της ζωής, όπου δεν ελέγχεις τίποτε, δεν φταις για τίποτε και η ζωή σου μπορεί να πάρει μία τροπή απίστευτη».

- Σε ποιό στάδιο βρίσκεται το νέο βιβλίο σας;

Έχω γράψει τα τρία τέταρτα. Υπάρχει εν μέρει, κατά έναν τρόπο, αυτό το βιβλίο, με διαφορετικό προσωρινό τίτλο, που είναι «Τα νεκρά χρόνια» -τον προτιμώ από την «Τελευταία λέξη» που ήταν ένας αρχικός τίτλος- και μου μένει το ένα τέταρτο, δηλαδή, πάρα πολύ δουλειά.... Καθυστέρησα λόγω της πνευμονίας που με ταλαιπώρησε πρόσφατα, αλλά είναι συνέχεια στο μυαλό μου και μελετάω διάφορες εκδοχές.... Ασχολούμαι λίγο και με το προσφυγικό, το μεταναστευτικό, πήγα στη Μυτιλήνη, στη Χίο… Παίρνω ξαφνικά τους βαρκάρηδες της Μυτιλήνης που έσωσαν κόσμο και λέω, έχω μια απορία για τους πνιγμένους: Εάν ανεβαίνουν στην επιφάνεια της θάλασσας -που ανεβαίνουν- και η κυριότερη πληροφορία, αν έχουν τα μάτια τους ανοιχτά. Και τα έχουν ανοιχτά... Οι πνιγμένοι είναι πάνω στη θάλασσα και κοιτάνε τον ουρανό. Είναι μία εικόνα αυτό. Ένα μέρος της συνέχειας του βιβλίου. Μικρό, θα μου πεις. Τρεις γραμμές είναι.... Μερικές φορές οι τρεις γραμμές δεν είναι λίγες.

-Το θέμα της ιστορίας;

Το 2015 πέρασα δύο καρκίνους και μία εγχείρηση στον πνεύμονα. Εφέτος νοσηλεύτηκα δύο μήνες στο «Σωτηρία» λόγω μιας άγριας λοίμωξης. Έχω ταλαιπωρηθεί αρκετά και δεν μπορώ να πω ότι έχω ανακτήσει τις δυνάμεις μου. Το βιβλίο πραγματεύεται όλη αυτή την περίοδο -αυτά είναι «Τα νεκρά χρόνια» που έλεγα- αλλά όχι σε πρώτο πρόσωπο. Ο αφηγητής είναι ένας άλλος, δεν ξέρουμε ποιός. Δεν ήθελα να διηγηθώ τις ταλαιπωρίες μου σε πρώτο πρόσωπο, διότι φοβούμουν ότι θα γίνει ένα πράγμα κλαψιάρικο και δεν έχω καμία τέτοια διάθεση, απλώς θέλω να διηγηθώ αυτά που έζησα, όχι για να τα θυμάμαι, αλλά για να τα ξεχάσω. Και βεβαίως, τίθεται από την αρχή το θέμα της αυτοκτονίας. Έτσι αρχίζει το βιβλίο. Γράφει αυτός -ο άλλος, εννοώ- «Θέλεις να αυτοκτονήσεις. Έχεις δίκιο. Κι εγώ θα σε βοηθήσω» -ποιοι είναι οι πιο απλοί τρόποι και τα λοιπά. Μέσα από αυτήν την αρχή όμως, πάμε και στην αρχή της περιπέτειας του, πιάνω τη ζωή του, την αδυναμία του να γράψει – ο άλλος γράφει επειδή «αυτός», το πρώτο πρόσωπο, δεν είναι σε θέση (πρόκειται βεβαίως για ένα τέχνασμα, καθώς ο άλλος, κατά κάποιον τρόπο, είναι η σκιά του)....

Ασχολούμαι αρκετά με τον θάνατο. Το έζησα και στο Παρίσι, ήμουν στην εντατική, νόμιζα ότι θα πεθάνω, είχα κουραστεί, είχα σιχαθεί τη ζωή επειδή υπέφερα. Για πρώτη φορά, με τα άπειρα φάρμακα που έπαιρνα, είχα παραισθήσεις. Νόμιζα ότι μέσα στο νοσοκομείο γίνεται ένα ελληνοτουρκικό πάρτι -ήμουν στην εντατική ενός τεράστιου νοσοκομείου στο Παρίσι και άκουγα τις μουσικές. Μου έλεγαν τα παιδιά μου, μα είναι δυνατόν, εδώ, μέσα στην εντατική, πάρτι και μουσικές... Αυτό έγινε μετά την εγχείρηση. Σκέψου ότι είχα ξεχάσει τα γαλλικά. Δεν μιλούσα πια γαλλικά. Οι νοσοκόμες που με ξύπνησαν προσπαθούσαν να επικοινωνήσουν μαζί μου, εγώ δεν καταλάβαινα τίποτε -όπως φαίνεται, δεν το θυμάμαι, αυτές μου το είπαν- τους μιλούσα σε μια γλώσσα που δεν ήξεραν -υποθέτω, θα ήταν φυσικά τα ελληνικά. Και μια μέρα, αργότερα, ειδωθήκαμε στους διαδρόμους, εγώ μιλούσα με άλλες νοσοκόμες -φυσικά στα γαλλικά- κι έμειναν άφωνες. Με ρωτούσαν, ξέρετε γαλλικά; Και λέω κοιτάξτε, ζω στη Γαλλία πάνω από σαράντα χρόνια κι έχω γράψει και μερικά βιβλία, γιατί ξαφνιάζεστε; Και μου απάντησαν, γιατί όταν ξυπνήσατε δεν καταλαβαίνατε τίποτα...

Όταν έχεις περάσει διάφορες τέτοιες ανησυχίες, λίγο τρομοκρατείσαι, μετράς τις δυνάμεις σου, βλέπεις τους ανθρώπους που σε αγαπάνε -είναι πάρα πολύ πολύτιμη η αγάπη τους σε αυτές τις περιόδους- και κάνεις υπομονή. Πρέπει να είσαι τέρας υπομονής. Γύρισα στην Ελλάδα Χριστούγεννα του 2015, μετά τη θεραπεία. Έχουν περάσει σχεδόν τρία χρόνια. Χαίρομαι όταν βγαίνω έξω επειδή για μένα είναι μία απόδοση, μια προσπάθεια... Με τις χημειοθεραπείες έχασα μέσα σε δύο μήνες 25 κιλά. Άγριο πράγμα. Όταν πρωτοείδα τον εαυτό μου στον καθρέφτη του δωματίου στο νοσοκομείο, μου φάνηκε σα να έβλεπα άνθρωπο που είχε βγει από το Άουσβιτς. Κι έλεγα, δεν είναι δυνατόν να ζήσει αυτό το πλάσμα… Και γελούσαν οι νοσοκόμες, γιατί καθόμουν στο κρεβάτι σταυροπόδι, με το ένα πόδι αναδιπλωμένο και το άλλο από πάνω, σαν να ήμουν οπουδήποτε, στο μετρό ας πούμε, και οι γιατροί μου είπαν, άνθρωπος που κάθεται στο κρεβάτι με τα πόδια σταυρωμένα δεν πρόκειται να πεθάνει. Και με πιάσαν κι εμένα τα γέλια…. Αλλά μιλάμε για τη λογοτεχνία.

Αυτά έχουν αφήσει φοβερά ίχνη και τα έχω ήδη βάλει στο βιβλίο, απομένει όμως το κλείσιμο του, διότι θέλω να μιλήσω για το μεταναστευτικό. Όλα αυτά έχουν μια σχέση. Το μεταναστευτικό είναι ο θάνατος των ανθρώπων στη θάλασσα. Είναι κοντά στον αφηγητή μου. Είναι μοιραίο να ενδιαφερθεί για αυτούς τους ανθρώπους και λίγο να τον βοηθήσουν αυτοί -όχι να τους βοηθήσει αυτός- να ηρεμήσει. Διότι στο προσφυγικό μιλάμε για συλλογική τραγωδία. Αυτός έχει το αναπνευστικό του πρόβλημα και διάφορα άλλα, οπότε ο αφηγητής θα του πει, εντάξει, μην μας ζαλίζεις και πολύ μ′ όλα αυτά, καταλάβαμε, ταλαιπωρήθηκες λιγάκι, είναι και άλλοι άνθρωποι. Αυτό θα καταλάβει πηγαίνοντας στη Μυτιλήνη: Θα δει τους άλλους. Δεν ξέρω ακριβώς πώς θα τελειώσει.... Και αναζητά σε όλο το βιβλίο, όχι ο αφηγητής μου, ο ήρωας -διότι για αυτόν γίνεται συνέχεια λόγος- μία λέξη. Δεν ξέρουμε ποιά είναι... Δεν τη λέω γιατί θα είναι η τελευταία λέξη του βιβλίου. Που είναι σαν να απαντάει στο ερώτημα, ποιά είναι η πιο ωραία λέξη.... Είναι ένα ερώτημα... Ποιά;... Νομίζω την έχω βρει, δεν είναι και καμιά σπάνια... Βεβαίως, θα μεσολαβήσουν και άλλα γεγονότα. Ένα τέταρτο βιβλίου είναι ογδόντα σελίδες, δεν είναι λίγο...

-Η πρώτη σκέψη, συνειρμικά, ακούγοντας σας, είναι το βιβλίο σας «Η Πρώτη Λέξη»....

Ακριβώς. Ήθελα να το αποφύγω -μην έχω γράψει την «Πρώτη Λέξη» και την «Τελευταία Λέξη»- οπότε «Τα Νεκρά Χρόνια» μου πάνε ίσως καλύτερα. Ο τίτλος «Η τελευταία Λέξη», όταν δεν ξέρει κανείς ούτε εμένα, ούτε το περιεχόμενο, έχει κάτι το θλιβερό, που δεν το έχει το βιβλίο, διότι παρά το γεγονός ότι αφηγείται όλη αυτή την κακή περίοδο, επειδή δεν τη διηγείται ο ίδιος, έχει κάποιο κέφι, κάποιο χιούμορ η ιστορία. Δηλαδή, ο αφηγητής πειράζει τον ήρωα διότι ακριβώς υπερβάλλει, διότι δεν ασχολείται με τίποτε άλλο και διότι μπερδεύει την κατάσταση του με την κατάσταση του κόσμου. Μπορεί, για παράδειγμα, να δει κάτι στην τηλεόραση, χωρίς να καταλάβει ότι πρόκειται για την τηλεόραση και να νομίζει ότι είναι φαντασίωση του.

Όπως μεταξύ άλλων, αναφέρομαι και στο τρομοκρατικό χτύπημα που είχε γίνει στο Μπατακλάν, στο Παρίσι. Το οποίο έγινε όταν ήμουν στο νοσοκομείο, που ήταν κοντά στο Μπατακλάν κι εγώ νόμιζα ότι βλέπω εφιάλτη -ήμουν βέβαιος ότι, κοιμάμαι- και απλώς ήταν αναμμένη η τηλεόραση. Και κάποια στιγμή υποψιάζομαι ότι όλο αυτό είναι αλήθεια, γιατί επάνω από το νοσοκομείο πετάνε ελικόπτερα, τα οποία και ακούω στην πραγματικότητα. Και σκέφτομαι, άρα δεν ονειρεύομαι... Έρχονται οι νοσοκόμες, ρωτάω τι συμβαίνει, μου εξηγούν, λένε ότι θα φέρουν τραυματίες και στο βιβλίο μιλάω για έναν από αυτούς, τον οποίον λίγα λεπτά πριν είχα δει στην τηλεόραση.... Όσο για τις ανάλαφρες, τις κωμικές πλευρές που έχει το βιβλίο... Ας πούμε, τυχαία, ο ήρωας μου βρίσκει ένα βιβλίο για τον Ταρζάν και ένας φίλος του από την Τήνο, του στέλνει -τι του στέλνει;- τους δύο τόμους με τα θαύματα της Παναγίας στην Τήνο (δεν το πιστεύει κανείς, αλλά είναι δίτομο). Οπότε, μοιραία επειδή αυτός φαντάζεται διάφορα, φαντάζεται και την Παναγία στη ζούγκλα -έχει την περιέργεια να δει μια ζούγκλα, ένα δάσος και την επισκέπτεται, δεν την έχει δει ποτέ κι εκεί πέφτει φυσικά, πάνω στον Ταρζάν, ο οποίος αρχίζει να της μαθαίνει να πετάγεται με τη λιάνα από το ένα δέντρο στο άλλο. Η Παναγία δοκιμάζει, πηδάει στο κενό και ο Ταρζάν της λέει, για αρχή καλά τα πας, η δε Παναγία ενοχλείται επειδή αυτός είναι γυμνός και τα λοιπά.

-Και για ποιόν λόγο η πρώτη γραφή αυτού του βιβλίου σας είναι στα ελληνικά;

Το βιβλίο το σκέφτηκα ελληνικά από την αρχή. Διότι δεν το άρχισα στη Γαλλία όταν ήμουν άρρωστος. Εδώ το άρχισα. Αφότου γύρισα. Όταν βρίσκεσαι εδώ, μοιραία οι λέξεις που ακούς -δεν λέω για τα τούρκικα της τηλεόρασης- είναι ελληνικές. Αυτό έχει μια σημασία. Ξαφνικά μπορεί να ακούσεις μια λέξη που την έχεις ξεχάσει κι αυτό είναι μια πρόκληση για κάποιον που γράφει το άκουσμα λέξεων λίγο ξεχασμένων -κάποιες μπορεί να θυμίζουν ακόμη και άλλες εποχές της ζωής μου. Ο Γάλλος εκδότης μου ευτυχώς δεν το ξέρει, γιατί θα έλεγε, για να το μεταφράσει στα γαλλικά (αναφερόμενος σε εμένα) χρειάζεται άλλους τρεις μήνες, δηλαδή, τι θα γίνει; (γέλια). Δεν έχω καμία πίεση, εννοείται.

-Ένας άνθρωπος που έχει περάσει μία μεγάλη δοκιμασία μπορεί να συναισθανθεί, συμπάσχει πιο εύκολα, με την περιπέτεια του άλλου ή, όχι; Εννοώ, σε σχέση με τον πρόσφυγα που πνίγεται.

Υποθέτω ότι μπορεί να συμβούν και τα δύο. Να αισθανθείς ότι η ταλαιπωρία είναι σαν μια άδικη καταδίκη και να σε κάνει κακό με τους άλλους. Σε μένα, όπως και στους περισσότερους υποθέτω, δεν λειτουργεί έτσι. Έβλεπα στο γαλλικό αντικαρκινικό νοσοκομείο τους ασθενείς στο προαύλιο, μεταξύ αυτών και πολλά μικρά παιδιά κάτω των επτά ετών -η παιδική πτέρυγα καταλαμβάνει έναν ολόκληρο όροφο- τα οποία φυσικά, δεν αντιλαμβάνονται πλήρως τι συμβαίνει, ίσως ούτε ξέρουν. Όλοι έχουν την αίσθηση ότι έχουν υποστεί μία αδικία τεράστια, την οποία δεν καταλαβαίνουν. Δεν υπάρχει τίποτα να καταλάβεις. Είναι αυτό το στοιχείο της ζωής, όπου δεν ελέγχεις τίποτε, δεν φταις για τίποτε και η ζωή σου μπορεί να πάρει μία τροπή απίστευτη. Γιατί; Μα δεν υπάρχει «γιατί». Αναρωτιέμαι πώς τα βλέπουν αυτά οι θρησκευόμενοι.

-Ο πόνος διαστρέφει τον χαρακτήρα;

Νομίζω ότι σε εμένα τουλάχιστον, δεν μπορώ να μιλάω για τους άλλους, μου δημιούργησε μία αυξημένη νευρικότητα. Ξέρεις, υπάρχει μέσα σου μία αγανάκτηση, μετά από κάποιον καιρό. Αυτό φέρνει μια νευρικότητα. Αλλά προσπαθούσα -και νομίζω ότι το έχω καταφέρει αρκετά- να είμαι καλός με τους άλλους.

-Και το παροιμιώδες χιούμορ σας;

Νομίζω ότι το έχω κρατήσει, γι’ αυτό έβαλα στο βιβλίο την Παναγία με τον Ταρζάν. Υπάρχουν πολλά κωμικά επεισόδια. Το βιβλίο δεν είναι μια κλαψούρα για τα δεινά που έχω υποστεί. Όχι, είναι από κάποια απόσταση και με κάποιο χιούμορ. Θέλω να διαβάζεται ευχάριστα. Δεν έχει σημασία για τι μιλάει. Το ένα ζήτημα είναι το θέμα, η γραφή όμως, είναι άλλο. Είναι μία δική σου βάση, άσχετα από το τι διηγείσαι. Ο τρόπος που γράφεις παραμένει. Και για να το πω διαφορετικά, για θανάτους έχω μιλήσει και σε άλλα βιβλία. Στη «Μητρική Γλώσσα» για τη μάνα μου, στις «Ξένες Λέξεις» για τον πατέρα μου, στο προτελευταίο για τον αδελφό μου. Όλο για θανάτους μιλάω. Ήταν η ώρα φαίνεται να μιλήσω και για τον δικό μου (γέλια).

-Ξέρω ότι απεχθάνεστε να δίνετε συμβουλές….

Δεν μου αρέσει, το θεωρώ βλακώδες…

-Παρά ταύτα, θα λέγατε στους δικούς σας ανθρώπους, στους φίλους σας, να σας πω τι κατάλαβα από όλο αυτό;

Όχι, δεν μπορώ να δίνω συμβουλές…. Αντιλαμβάνομαι όμως, ότι έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία για αυτόν που έχει αρρωστήσει, ενώ εγώ δεν έδινα ποτέ τόση μεγάλη σημασία, η οικογένεια, τα παιδιά, τα εγγόνια. Έχω τέσσερα εγγόνια, ο μικρότερος είναι δύο χρονών. Πριν κοιμηθώ, το βράδυ, με επισκέπτονται διάφοροι -και άνθρωποι που έχουν πεθάνει. Κοιμάμαι με τα φαντάσματα μου. Αλλά με επισκέπτονται ανελλιπώς και τα εγγόνια μου. Έρχονται –η μικρή εγγονή μου…- γελάνε, τρέχουν… Και εκεί κάπου, την ώρα που παίζουν τα παιδάκια, με παίρνει ο ύπνος. Αυτό είναι ένα στοιχείο, μπορώ να το πω και στους άλλους, πάρα πολύ σημαντικό.

Μοιραία βέβαια, κάνεις έναν απολογισμό της ζωής, αναρωτιέσαι τι έχει σημασία από όλα αυτά και επανεκτιμάς περισσότερο το παρόν. Όταν δουλεύεις, όταν έχεις σχέδια, είσαι διαρκώς σε έναν πυρετό και όλα τα σημαντικά συμβαίνουν την επομένη, τη μεθεπομένη, τον άλλο χρόνο. Όταν αρρωστήσεις βαριά συνειδητοποιείς ότι και το καφεδάκι που θα πιεις στον ήλιο είναι μια χαρά. Λες, εντάξει, ας τη γευτώ αυτή τη χαρά και μην είμαι όλο πια σχέδια, φιλοδοξίες και ονειροπολήσεις. Είναι ένα πραγματάκι, αλλά γιατί όχι; Και τώρα που πήγα στην Τήνο, η καλύτερη στιγμή μου ήταν να πίνω μία ρακή στη βεράντα του σπιτιού κοιτάζοντας τη θάλασσα. Οπότε υπάρχει μία, ας την πούμε, γενική αναθεώρηση της ζωής… Δεν έχω παράπονα, δεν μετανιώνω για κάτι. Δεν είναι αυτό. Είναι ότι από μια άποψη, η αρρώστια με έκανε λίγο πιο χαλαρό όσον αφορά την καθημερινότητα. Να τα αντιμετωπίζω όλα με την αντίληψη, παιδιά, δεν θα τρελαθούμε… Να μάθεις δηλαδή, να ευχαριστιέσαι, να επωφελείσαι. Διότι δεν έχει και πάρα πολλά πράγματα να προσφέρει η ζωή. Έχει μία ρουτίνα, ένα μόχθο, διάφορα άγχη… Και λοιπόν;

-Το λέτε ωστόσο, εκ του ασφαλούς. Είστε ένας συγγραφέας που έχει χαρεί την αναγνώριση. Το σημειώνω επειδή κάνατε λόγο για φιλοδοξίες.

Δεν έχω παράπονο, αλλά από την άλλη, δεν θα ζω με το παρελθόν. Έκανα κάποια βιβλία. Ωραία. Αυτά είναι στη βιβλιοθήκη. Δεν κοιμάμαι επάνω στα βιβλία μου -δεν θέλω και να τα βλέπω. Είναι εξαφανισμένα. Δεν θα τα δεις εδώ. Όσο και να ψάξεις, εκεί που τα ’χω δεν θα τα βρεις. Θέλω να πω, δεν θέλω να ζω με τις αναμνήσεις μου. Άσε που δεν έχω και πολύ καλή μνήμη…

-Συνεχίζετε να γράφετε με μολύβι, συνεχίζετε χωρίς υπολογιστή. Ποια η γνώμη σας για το διαδίκτυο;

Με το μολύβι γράφω, γιατί να αλλάξει κάτι; Αλλά, στο σπίτι έχω πια wifi. Όχι για μένα, για τους άλλους. Δεν έχω άποψη για το διαδίκτυο -δεν το φοβάμαι- ακούω διάφορα ότι, εκτός των άλλων, είναι και τρόπος παρακολούθησης και υπάρχει βέβαια, το ζήτημα των περίφημων προσωπικών δεδομένων. Αλλά στην καθημερινότητα, με ενοχλεί όταν δύο άνθρωποι κάθονται σε ένα τραπέζι και δεν μιλούν ο ένας στον άλλον επειδή ο καθένας κοιτάζει το κινητό του. Είναι και κωμικό λίγο, είναι και τραγικό βρίσκω. Έρχεται ο λογαριασμός και δεν έχουν ανταλλάξει λέξη. Αφού μιλάτε με κάποιον άλλον, γιατί δεν συναντηθήκατε με τον άλλον; Το θεωρώ και μεγάλη γαϊδουριά.

-Η άνοδος της ακροδεξιάς στην Ευρώπη σημαίνει ότι ο Μάης του ’68 -φέτος συμπληρώνονται πενήντα χρόνια- είναι σαν να μην υπήρξε ποτέ;

Ο Μάης του ’68 ήταν μία απελευθέρωση του ατόμου, μία καταδίκη για την κοινωνία της κατανάλωσης, για τη βλακεία αυτού του τρόπου ζωής, ο οποίος έκτοτε έχει θριαμβεύσει. Δεν έζησα ακριβώς τον Μάη του ’68, βρέθηκα λίγο αργότερα στο Παρίσι, αλλά επωφελήθηκα του κλίματος του Μάη, διότι όλα ήταν ανοιχτά. Πώς με δέχτηκαν όταν πήγα στη γαλλική εφημερίδα Le Monde, ένα παιδί 25 χρονών, λέγοντας τους μάλιστα, ότι θέλω να κάνω κριτική βιβλίου; Φαντάσου τώρα έναν Πακιστανό να έρχεται εδώ, σε κάποια εφημερίδα και να θέλει να κάνει κριτική βιβλίου –ελληνικού, δε. Όχι μόνο δεν με πέταξαν έξω, αλλά έγινε μια συνεργασία που τελικά κράτησε δεκαπέντε χρόνια. Ο Μάης του ’68 και απέναντι στην καταναλωτική κοινωνία και απέναντι στον καπιταλισμό και απέναντι στους ξένους ήταν ακριβώς το αντίθετο αυτού που ζούμε σήμερα, όπου η ξενοφοβία και η άκρα δεξιά κερδίζουν συνεχώς έδαφος. Το κυριότερο όπλο της ακροδεξιάς είναι η έλλειψη πληροφόρησης, γνώσης. Θα έπρεπε στο μάθημα της Ιστορίας να εξηγούν στα παιδιά την άνοδο του φασισμού στην Ιταλία και του ναζισμού στη Γερμανία. Τα παιδιά βγαίνουν από το σχολείο γνωρίζοντας «περίπου» τι σημαίνει φασισμός. Αλλά πώς έφτασε η Γερμανία εκεί; Ήταν μάγος ο Χίτλερ και τους παρέσυρε όλους; Πώς σκότωσαν 50 εκατομμύρια ανθρώπους -μοναδικό φαινόμενο στην ιστορία του κόσμου- δεν το μελετάμε αρκετά. Εάν συνεχιστεί η κατάσταση με την ξενοφοβία και την ακροδεξιά, υποθέτω θα δημιουργηθεί μία μεγάλη αναταραχή, δεν ξέρω πότε, ούτε σε ποια χώρα της Ευρώπης -όχι απαραίτητα στη Γαλλία- που το εύχομαι και το ελπίζω.

* Το νέο βιβλίο του Βασίλη Αλεξάκη θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

Δημοφιλή