Βιβλιοπαρουσίαση: «Οικονομικός Πόλεμος και Νομισματική Ειρήνη» του Κωνσταντίνου Γκράβα (Εκδόσεις Ι. Σιδέρης)

«Λύσεις διαφυγής από την Ελληνική Οικονομική Κατάθλιψη»
.
.

Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ι. Σιδέρης η δεύτερη, επιμελημένη ανατύπωση του βιβλίου του Δρ. Κωνσταντίνου Γκράβα «Οικονομικός Πόλεμος και Νομισματική Ειρήνη» το οποίο προλογίζει ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Γιάννης Στουρνάρας.

Είκοσι χρόνια μετά τη γέννηση του ευρώ και περίπου δέκα μετά την κατάρρευση της Lehman, ο συγγραφέας ταξιδεύει στην πολιτική και οικονομική Ιστορία και Φιλοσοφία για να εξηγήσει τα βαθύτερα αίτια της σύγχρονης μεγάλης κρίσης. Τι είναι και πώς επετεύχθη η νομισματική ειρήνη; Ποιες ήταν οι επιπτώσεις του ακήρυχτου οικονομικού πολέμου εντός της Ευρωζώνης; Θα παραμείνει το ευρώ ένα κατεξοχήν πολιτικό εγχείρημα; Μέσα από τη σύνθεση διαφορετικών διδαγμάτων, ο συγγραφέας αναγνωρίζει εγχώριες και διεθνείς απειλές, και προτείνει λύσεις διαφυγής από την Ελληνική Οικονομική Κατάθλιψη…

(Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Η HuffPost με την άδεια του εκδοτικού οίκου Ι. Σιδέρης παρουσιάζει τον πρόλογο του βιβλίου από τον κ. Γιάννη Στουρνάρα:

″Το ανά χείρας βιβλίο του Κωνσταντίνου Γκράβα είναι μία πολύ χρήσιμη συμβολή στη βιβλιογραφία (α) της πρόσφατης διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης, (β) του ρόλου των κεντρικών τραπεζών στην αντιμετώπιση της κρίσης και (γ) της ελληνικής κρίσης που προήλθε από την αδυναμία αναχρηματοδότησης του δημοσίου χρέους της χώρας. Ο Κωνσταντίνος Γκράβας συνθέτει με επιτυχία διαφορετικά συστατικά στοιχεία, όπως είναι τα αίτια της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης και η αντίδραση των κεντρικών τραπεζών, με αναφορές στη σύγχρονη οικονομική και νομισματική ιστορία και τη γεωπολιτική στρατηγική των μεγάλων δυνάμεων. Επίσης, αντλεί συμπεράσματα από τη Φιλοσοφία και την Ιστορία, καθώς και από τους θεμελιωτές της Οικονομικής Επιστήμης, προσπαθώντας να εξηγήσει τα βαθύτερα αίτια της κρίσης, που συνδέονται με την ανθρώπινη φύση, την περιορισμένη ορθολογικότητα (bounded rationality), αλλά και τον ρόλο της Ηθικής και την Πολιτικής. Βεβαίως, κεντρικό θέμα και αντικείμενο της ανάλυσής του παραμένει ο ρόλος των Κεντρικών Τραπεζών.

Κατά την άποψή μου, όπως και των περισσότερων Διοικητών Κεντρικών Τραπεζών, αλλά και ακαδημαϊκών και μη αναλυτών, η πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση υπήρξε η σοβαρότερη των τελευταίων 75 ετών. Το βασικό ερώτημα για όλους εμάς, και γενικά για τους υπευθύνους χάραξης πολιτικής, είναι αν θα ξανασυμβεί.

Η απάντησή μου είναι ότι την επόμενη φορά, εάν και όταν υπάρξει επόμενη φορά, τα πράγματα θα είναι διαφορετικά.

Πρώτον, ένα πολύτιμο δίδαγμα είναι ότι, ενώ τα πράγματα μπορεί να πηγαίνουν καλά, αν αφεθούν στο αόρατο χέρι, σε περιόδους εντάσεων αυτό το χέρι φαίνεται να χάνει τη δύναμή του, για να χρησιμοποιήσω τα λόγια του Ahamed Liaquat στο βραβευμένο με Πούλιτζερ βιβλίο του Lords of Finance. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής ανά τον κόσμο αποκόμισαν ένα σημαντικό δίδαγμα από την κρίση του 1929: όταν το χρηματοπιστωτικό σύστημα αντιμετωπίζει πιέσεις, χρειάζεται ενεργητική παρέμβαση των κεντρικών τραπεζών. Έτσι, στην πρόσφατη κρίση, οι κεντρικές τράπεζες έδρασαν άμεσα και δυναμικά. Ενίσχυσαν το οπλοστάσιό τους με πιο ευέλικτα, αποτελεσματικά και καινοτόμα εργαλεία και με μεγάλη δύναμη πυρός. Με δεδομένη την επιτυχία αυτών των πολιτικών, ορισμένα από αυτά τα εργαλεία μπορούν να ενταχθούν μόνιμα στο νέο λειτουργικό πλαίσιο, παρέχοντας έτσι στους υπευθύνους χάραξης πολιτικής τη δυνατότητα κατάλληλης και έγκαιρης δράσης.

Συνολικά, τα επιχειρήματα υπέρ μιας δομικής αλλαγής του πλαισίου άσκησης της νομισματικής πολιτικής δεν είναι ισχυρά. Οι κεντρικές τράπεζες αναμένεται να εξακολουθήσουν να χρησιμοποιούν το ενεργητικό τους, καθώς και εργαλεία όπως η καθοδήγηση σχετικά με τη μελλοντική κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής (forward guidance), συμπληρωματικά προς τα συμβατικά εργαλεία των επιτοκίων, δεδομένου ότι το πραγματικό κατώτατο όριο των επιτοκίων θα παραμείνει δεσμευτικό εμπόδιο στις συμβατικές επιτοκιακές πολιτικές υπό συνθήκες χαμηλών επιτοκίων και χαμηλού πληθωρισμού. Τέλος, εκτιμάται ότι οι κεντρικές τράπεζες θα προχωρήσουν στη μείωση του ενεργητικού τους με αργά και προσεκτικά βήματα. Σε κάθε περίπτωση, συνεκτιμώντας τους κινδύνους, η διατήρηση των σημερινών υψηλών επιπέδων του ενεργητικού των κεντρικών τραπεζών δημιουργεί οφέλη για τις οικονομίες και τις αγορές. Τα οφέλη αυτά σχετίζονται με τη διατήρηση διευκολυντικών συνθηκών ρευστότητας στις τράπεζες και την οικονομία και την αποφυγή διαταραχών στο χρηματοπιστωτικό σύστημα σε περίπτωση απότομης αύξησης των επιτοκίων στις αγορές.

Δεύτερον, ως κεντρικοί τραπεζίτες κατανοούμε πλέον πολύ καλύτερα πώς λειτουργεί το χρηματοπιστωτικό σύστημα και πώς μπορούν να αναπτυχθούν κίνδυνοι για τη σταθερότητά του. Έχουν γίνει πολλά ώστε το σύστημα να καταστεί πολύ ασφαλέστερο από ό,τι ήταν πριν από 10 χρόνια και όσο το δυνατόν πιο ανθεκτικό. Οι ενέργειες αυτές έχουν κινηθεί σε διάφορες κατευθύνσεις, που περιλαμβάνουν όχι μόνο την αποτελεσματικότερη εποπτεία, αλλά και την ενίσχυση των κεφαλαίων και της ρευστότητας των τραπεζών, τα συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης και την ανάπτυξη εργαλείων μακροπροληπτικής εποπτείας για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας σε ενδεχόμενους κλονισμούς. Τα αποτελέσματα της πρόσφατης πανευρωπαϊκής άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων (stress test) έδειξαν ότι, την τελευταία διετία, οι τράπεζες έχουν γίνει ανθεκτικότερες σε χρηματοπιστωτικούς κλονισμούς.

Τρίτον, έχουμε επίσης κάνει τολμηρά βήματα για την ισχυροποίηση της ζώνης του ευρώ. Σε εθνικό επίπεδο, οι χώρες της ζώνης του ευρώ έχουν εντείνει τις προσπάθειές τους για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στις αγορές εργασίας και προϊ-
όντων με στόχο την αύξηση της παραγωγικότητας, καθώς και στον δημοσιονομικό τομέα, με στόχο την ενίσχυση της ευρωστίας των δημόσιων οικονομικών. Η Τραπεζική Ένωση (με Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό, Ενιαίο Μηχανισμό Εξυγίανσης των τραπεζών και ένα κοινό Σύστημα Ασφάλισης Καταθέσεων, που δεν έχει όμως ακόμα ολοκληρωθεί, αλλά είναι υψίστης σημασίας να ολοκληρωθεί εγκαίρως) έχει συντελέσει ώστε να δημιουργηθεί ένας περισσότερο ενοποιημένος και πιο αποτελεσματικός ευρωπαϊκός τραπεζικός τομέας με υψηλή κεφαλαιακή επάρκεια. Σε συνδυασμό με την ολοκλήρωση της Ένωσης Κεφαλαιαγορών, μπορεί να στηρίξει την ενιαία αγορά και να χρηματοδοτήσει τις επενδύσεις και την ανάπτυξη.

Τέταρτον, πολλές προκλήσεις παραμένουν και χρειάζεται να γίνουν ακόμη πολλά. Το χρηματοπιστωτικό σύστημα εισάγει συνεχώς καινοτομίες, ενώ το έργο των κανονιστικών αρχών έπεται με κάποια χρονική υστέρηση. Μάλιστα, ορισμένα μεγάλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, που ασκούν δραστηριότητες παρόμοιες με αυτές των τραπεζών χωρίς να έχουν άδεια να λειτουργούν ως τράπεζες (πρόκειται για τα λεγόμενα σκιώδη τραπεζικά ιδρύματα), δεν υπόκεινται σε επαρκή παρακολούθηση και εποπτεία. Η ψηφιακή επανάσταση και η τεχνητή νοημοσύνη είναι επίσης μία τεράστια πρόκληση για τις εμπορικές τράπεζες, αλλά και για τις κεντρικές τράπεζες και τα συστήματα εποπτείας. Προκλήσεις, τέλος, εξακολουθούν να υπάρχουν πέραν του χρηματοπιστωτικού συστήματος, όπως π.χ. οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι που παραμένουν αυξημένοι, οι εμπορικές διενέξεις ή οι κίνδυνοι κυβερνοεπιθέσεων. Ως κεντρικοί τραπεζίτες, οφείλουμε να είμαστε προετοιμασμένοι για όλα τα ενδεχόμενα.

Πέμπτον, η νομισματική πολιτική, από μόνη της, δεν μπορεί επ’ άπειρον να σταθεροποιεί τις οικονομίες. Χρειάζεται τη συμβολή και της δημοσιονομικής πολιτικής, όπου βεβαίως υπάρχει διαθέσιμος δημοσιονομικός χώρος υπό την ευρεία έννοια, η οποία συμπεριλαμβάνει και τα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών. Κατά την προσαρμογή στην τελευταία κρίση, οι χώρες-μέλη της Ευρωζώνης που είχαν ελλείμματα στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών τους, τα εξάλειψαν, ενώ οι χώρες-μέλη που είχαν σημαντικά πλεονάσματα, όχι μόνο δεν τα μείωσαν, αλλά τα αύξησαν.

Έκτον, ένα σημαντικό δίδαγμα είναι ότι πρέπει να θωρακιστεί η ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών, τόσο απέναντι σε πολιτικές παρεμβάσεις όσο και απέναντι σε επιχειρηματικά συμφέροντα, τα οποία μερικές φορές επιχειρούν να ασκήσουν επιρροή στις εποπτικές και άλλες αρμοδιότητες των κεντρικών τραπεζών. Οι κεντρικές τράπεζες, από την πλευρά τους, έχουν καθήκον να λένε την αλήθεια, να εξηγούν την κατάσταση της οικονομίας και να παρουσιάζουν τις προβλέψεις τους ανεπηρέαστες από οποιαδήποτε εξωτερική επιρροή. Άλλωστε, αυτό θα πρέπει να αποτελεί μέρος της επικοινωνιακής τους πολιτικής.

Σε κάποιον που, όπως εγώ, ενδιαφέρεται πολύ για την ιστορία, είναι σαφές ότι «όποιος δεν θυμάται το παρελθόν είναι καταδικασμένος να το ξαναζήσει». Δεν αρκεί όμως να μπορούμε να μαθαίνουμε από τα λάθη του παρελθόντος. Χρειαζόμαστε επίσης και όραμα, ώστε να μην ξανακάνουμε τα ίδια λάθη. Ταυτόχρονα, έχουμε καθήκον να ενισχύσουμε το δίχτυ ασφαλείας και να δημιουργήσουμε τα εργαλεία ώστε να περιορίσουμε τις συνέπειες και τη διάρκεια των υφεσιακών διαταραχών, σε περίπτωση υλοποίησης των κινδύνων.

Χωρίς αμφιβολία, το βιβλίο του Κωνσταντίνου Γκράβα είναι, όπως ήδη προανέφερα, μία πολύ χρήσιμη συμβολή στη βιβλιογραφία των χρηματοπιστωτικών κρίσεων, των ιστορικών καταβολών τους, αλλά είναι επίσης εδώ για να μας θυμίζει τον ρόλο των κεντρικών τραπεζών, το τι μπορούν αλλά και το τι δεν μπορούν να κάνουν, πρώτον, για να εμποδίσουν μία νέα χρηματοπιστωτική κρίση και, δεύτερον, για να την αντιμετωπίσουν.

Γιάννης Στουρνάρας

Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος

Δημοφιλή