Γεωπολιτικές και γεωοικονομικές επιπτώσεις του κορονοϊού

Το επόμενο διάστημα ενδέχεται Οργανισμοί και Συμμαχίες να τεθούν υπό αμφισβήτηση, σε μια προσπάθεια επιλογής διαφορετικών εθνικών πολιτικών
(AP Photo/Vincent Yu)
(AP Photo/Vincent Yu)
ASSOCIATED PRESS

Η πανδημία του κορονοϊού έχει εισάγει την ανθρωπότητα σε μια εποχή μεγάλης αβεβαιότητας και ραγδαίων αλλαγών, ενώ το πλήγμα και οι επιπτώσεις αυτού αναμένεται να είναι ευρύτερες και πολυδιάστατες, επηρεάζοντας όλους τους τομείς (κοινωνικό, ανθρωπιστικό, πολιτικό, οικονομικό, ασφάλειας) και προκαλώντας γεωπολιτικές και γεωοικονομικές ανακατατάξεις.

Αν και υπάρχει η αντίληψη ότι στη μετά του κορονοϊού εποχή η ζωή θα συνεχιστεί από εκεί που σταμάτησε, οι επιπτώσεις ενδέχεται να είναι τόσο βαθιές που να μην μιλάμε απλά για ένα «πάγωμα» και συνέχιση του τρόπου ζωής από εκεί που «σταμάτησε», αλλά για μια επαναδιαμόρφωσή του σε μια νέα βάση δεδομένων. Υπό τέτοιες άλλωστε καταστάσεις, πρωτόγνωρες για τη σύγχρονη εποχή, η βραχυπρόθεσμη ομαλοποίηση και αποκατάσταση της «εμπιστοσύνης» κρίνεται αμφίβολη. Το παρόν άρθρο πραγματεύεται ενδεικτικά τις γεωπολιτικές και γεωοικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας του κορονοϊού σε ΕΕ, ΗΠΑ, Κίνα και Ρωσία.

Αρχικά και σε ότι αφορά στην Ευρώπη ο κορονοϊός δοκιμάζει όχι μόνο τη συνοχή της, αλλά και τη δημοκρατία της, με την αντίδρασή της να μοιάζει περισσότερο «κάθε έθνος για τον εαυτό του» παρά ως Ένωση. Σε αυτή μάλιστα τη συθέμελη δοκιμασία των δημοκρατικών θεσμών που υφίστανται τόσο η Ευρωπαϊκή Ένωση, όσο και η Ατλαντική Συμμαχία, φαίνεται ότι ο απομονωτισμός και η άνοδος της έννοιας του ισχυρού Έθνους - Κράτους, λόγω των σκληρών μέτρων των Ευρωπαϊκών κυβερνήσεων για αντιμετώπιση της πανδημίας, είναι μονόδρομος.

Τα προαναφερθέντα φαίνονται και από το ότι ενώ η Ιταλία εκλιπαρούσε για βοήθεια, τα υπόλοιπα κράτη μέλη της ΕΕ έδειξαν σχετική απροθυμία να ανταποκριθούν στις εκκλήσεις της, ακολουθώντας κατά κάποιο τρόπο το: «ο σώζων εαυτόν σωθήτω». Την ίδια στιγμή οι ΗΠΑ με τις ενέργειες τους επέλεξαν να αποστασιοποιηθούν και να αποκοπούν από την Ευρώπη, αντί να αναλάβουν ηγετικό ρόλο συντονισμού και συνεργασίας με τους Συμμάχους τους.

Οι ανωτέρω προβληματισμοί εμπεριέχονται στη λιτή δήλωση του Paul Adamson (Ιδρυτή του Encompass): «Οι Ευρωπαϊκές αξίες, η αλληλεγγύη και η συνοχή των κρατών - μελών ακούγονται σαν φράσεις κενού περιεχομένου, και ακόμα δεν έχουμε φτάσει στην κορύφωση των επιπτώσεων του ιού».

Όπως αναφέρει ο Jon B. Alterman (CSIS) οι κυβερνήσεις γενικότερα θα κλονιστούν υπό το βάρος της αμφισβήτησης των ίδιων τους των πολιτών, οι οικονομίες θα διαταραχθούν και κάποιες ενδέχεται να καταρρεύσουν, ενώ ακόμη και οι δεσμοί μεταξύ των κυβερνήσεων και οι αντιλήψεις που έχει η μια για την άλλη θα μεταβληθούν, επηρεάζοντας ακόμη και συμμαχίες και αντιπαλότητες.

Τα προαναφερθέντα και σε συνδυασμό με τις αναμενόμενες επιπτώσεις στην παγκόσμια αγορά, στις αλυσίδες εφοδιασμού, αλλά και ο μεγάλος ανταγωνισμός για εξουσία, προδιαγράφουν ότι η ανθρωπότητα θα βιώσει μια αβέβαιη και ζοφερή κατάσταση. Να επισημανθεί επίσης ότι η κοινωνικο-οικονομική παράλυση από τη μια πλευρά και η επιβεβλημένη οικονομική στήριξη των πολιτών από την άλλη, αλλά και η ενίσχυση του κρίσιμου τομέα της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, οδηγούν σε μια τεράστια επιβάρυνση του οικονομικού τομέα που, ανάλογα και με την πορεία της πανδημίας, εκτιμάται ότι θα καταστήσει υπαρκτό τον κίνδυνο της ύφεσης.

Περαιτέρω, η προσπάθεια ταύτισης του ιού με την Κίνα και ενοχοποίησης της τελευταίας (σ.σ. δηλώσεις του ΥΠΕΞ των ΗΠΑ, Mike Pompeo, ο οποίος χαρακτήρισε δημόσια τον Κορονοϊό ως τον «Ιό της Ουχάν»), αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της υφιστάμενης αμερικανοκινεζικής σύγκρουσης (σε συνδυασμό με τον εμπορικό «πόλεμο» που έχει ξεσπάσει ανάμεσά τους), με την Κίνα να αποτελεί τη βασικότερη απειλή έναντι της παγκόσμιας ηγεμονίας των ΗΠΑ κατά τη διάρκεια του 21ου αιώνα. Εκτιμάται μάλιστα ότι η μετά τον κορονοϊό εποχή θα τροφοδοτήσει έτι περαιτέρω, παρά θα εξομαλύνει, τον γεωοικονομικό ανταγωνισμό μεταξύ των δύο μεγαλύτερων οικονομιών του κόσμου.

Ο κορονοϊός έχει πλήξει την ήδη επιβραδυνόμενη οικονομία της Κίνας, με αποτέλεσμα η χώρα να αναγκαστεί να αποσύρει τις αποφάσεις του 19ου Συνεδρίου του Κόμματος περί μεταρρυθμίσεων οικονομικής και χρηματοπιστωτικής απελευθέρωσης και να αναζητήσει βραχυπρόθεσμα κίνητρα (όπως η εμβάθυνση των επενδύσεων στις ψηφιακές τεχνολογίες που προάγουν τόσο τον τομέα της οικονομίας, όσο και της ασφάλειας). Από την άλλη πλευρά εκτιμάται ότι ο κορονοϊός θα πλήξει και την οικονομία των ΗΠΑ, οδηγώντας την σε ύφεση. Ο ιός είναι επίσης πιθανό να επιταχύνει τον ανταγωνισμό για τον καθορισμό διεθνών τεχνολογικών προτύπων και κανόνων, την ίδια στιγμή που αναμένεται να ωθήσει τις δύο χώρες στη μη μετάδοση της τεχνογνωσίας και στην όξυνση του προστατευτισμού.

Εκτός των ανωτέρω και σε επίπεδο γεωπολιτικού ανταγωνισμού, αναμένεται η όξυνση της έντασης τόσο για το ζήτημα της Ταϊβάν, όσο και των σχέσεων μεταξύ των ΗΠΑ και των συμμάχων και των εταίρων τους, δεδομένης της αύξησης της πίεσης προς αυτούς για μεγαλύτερη ανάληψη αναλογούντων βαρών και κινδύνων σε μια ενδεχόμενη κρίσιμη σύγκρουση δυνάμεων.

Επιπρόσθετα θα πρέπει να αναφερθεί ότι η εμφάνιση του ιού μπορεί να αποτελέσει έναυσμα για ενίσχυση της συνθετικής βιολογίας για υλοποίηση του αδιανόητου, της ανάπτυξης δηλαδή ενός μελλοντικού ιού για οικονομικούς, πολιτικούς και στρατηγικούς σκοπούς (βιολογικός πόλεμος).

Σε ότι αφορά στη Ρωσία, η αρχικά χαλαρή αντιμετώπιση της κατάστασης ακολουθήθηκε από τη λήψη αυστηρών μέτρων, απαγορεύοντας την είσοδο αλλοδαπών στη χώρα μέχρι την 1η Μαΐου, κλείνοντας σχολεία και τουριστικά αξιοθέατα, ενώ ο Ρώσος Πρωθυπουργός Mikhail Mishustin ανακοίνωσε τη Δευτέρα πακέτο διάσωσης ύψους 4 δισεκατομμυρίων δολαρίων για να βοηθήσει τις επιχειρήσεις που κινδυνεύουν λόγω του «παγώματος» της οικονομικής δραστηριότητας. Παράλληλα η χώρα έκλεισε τα χερσαία σύνορά της με τους 14 γείτονες της και στη Μόσχα κατασκευάζονται δύο μεγάλα νοσοκομεία για να στεγάσουν τους ασθενείς από τον κορονοϊό.

Σχετικά με τις ρωσοκινεζικές σχέσεις και σύμφωνα με τον Ka-Ho Wong αναμένεται να μην πληγούν ιδιαίτερα, καθώς και οι δύο Δυνάμεις, αν και με διαφορετικά οράματα για το μέλλον (η Ρωσία επιδιώκει τη διαμόρφωση ενός πολυπολικού κόσμου, ενώ η Κίνα το σχηματισμό δύο κυρίαρχων πόλων -G2- μαζί με τις ΗΠΑ), αποσκοπούν σε μια πιο ισορροπημένη διεθνή τάξη με πρωταρχικό στόχο τον τερματισμό του μονοπολικού κόσμου που κυριαρχείται από τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Επομένως, όσο οι ΗΠΑ παραμένουν κοινός ανταγωνιστής τους και λαμβάνοντας υπόψη τις αρνητικές επιπτώσεις του κορονοϊός στη ρωσική οικονομία, οι ρωσοκινεζικές σχέσεις αναμένεται να εμβαθύνουν ακόμη περισσότερο, σε μια προσπάθεια ανάκαμψης και ώθησης της ρωσικής οικονομίας.

Ένας ακόμη προβληματισμός έγκειται στο κατά πόσο ο κορονοϊός θα μπορούσε να αλλάξει την παγκόσμια τάξη. Με δεδομένη την ανετοιμότητα ή και απροθυμία (τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό) των ΗΠΑ να ηγηθούν μιας παγκόσμιας αντίδρασης έναντι της πανδημίας του κορονοϊόυ τίθεται υπό αμφισβήτηση η θέση τους ως παγκόσμιας ηγετικής δύναμης. Να ληφθεί άλλωστε υπόψη ότι τη θέση αυτή είχαν οικοδομήσει τις τελευταίες τουλάχιστον επτά δεκαετίες όχι μόνο μέσω του πλούτου και της ισχύος, αλλά και μέσω της ικανότητάς τους να αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες, να συγκεντρώνουν και συντονίζουν την από κοινού αντίδραση σε περιόδους κρίσεων, αλλά και να παρέχουν βοήθεια και δημόσια αγαθά παγκοσμίως.

Μέχρι στιγμής, η Ουάσινγκτον φαίνεται να αποτυγχάνει στη δοκιμασία. Από την άλλη πλευρά το Πεκίνο κινείται γρήγορα και επιδέξια για να επωφεληθεί από το κενό που δημιουργήθηκε από τα αμερικανικά λάθη, προσπαθώντας να αναλάβει τη θέση του ως παγκόσμιου ηγέτη στην αντιμετώπιση της πανδημίας, παρέχοντας έμψυχη και υλική βοήθεια και στηρίζοντας άλλες κυβερνήσεις.

Το κρισιμότερο, όμως, σημείο είναι ότι το Πεκίνο αντιλαμβάνεται ότι αν θεωρηθεί ότι ηγείται αυτής της εκστρατείας και η Ουάσινγκτον κριθεί ως κατώτερη των περιστάσεων ή απρόθυμη, τότε θα μπορούσε να παρατηρηθεί μια θεμελιώδης μεταβολή της θέσης των ΗΠΑ στην παγκόσμια πολιτική και στον ανταγωνισμό για την ηγεσία κατά τον 21ο αιώνα.

Στο ερώτημα του κατά πόσο η πανδημία θα αποτελέσει την απαρχή του τέλους της παγκοσμιοποίησης, επισημαίνεται ότι η πρώτη αποκαλύπτει ζητήματα ευπάθειας της παγκόσμιας αγοράς που δεν ήταν ορατά. Η πανδημία επομένως αποτελεί ένα crash test για την παγκοσμιοποίηση. Η κατάρρευση των αλυσίδων τροφοδοσίας, τα εθνικά αποθέματα ιατρικών συστημάτων και υλικών και ο βεβιασμένος τρόπος περιορισμού μεταφορών και ταξιδιών, θέτουν επί τάπητος μια κρίσιμη επαναξιολόγηση της διασυνδεδεμένης παγκόσμιας οικονομίας, που εξαιτίας της βαθιάς αλληλεξάρτησης μεταξύ επιχειρήσεων και εθνών, καθιστά αυτά πιο ευάλωτα σε απρόσμενες κρίσεις.

Αν και η πανδημία δεν οδηγεί οπωσδήποτε στο συμπέρασμα ότι η παγκοσμιοποίηση απέτυχε, αποκαλύπτει το πόσο εύθραυστη είναι παρά τα οφέλη της. Η μεγάλη ζήτηση ιατρικών υλικών έχει προκαλέσει τεράστια πίεση, οδηγώντας τη μια χώρα κατά των άλλων χωρών στο πλαίσιο του δημιουργούμενου ανταγωνισμού για πόρους. Κύριο αποτέλεσμα αυτού είναι η μετατόπιση δυνάμεων και συμπεριφορών μεταξύ των κυριότερων οικονομιών του κόσμου, οι χώρες των οποίων είτε κρατούν τα ιατροφαρμακευτικά αποθέματα για τον εαυτό τους, είτε προσφέρουν βοήθεια με στόχο την επέκταση της επιρροής τους στο διεθνές σύστημα, προδιαγράφοντας πιθανές γεωπολιτικές εξελίξεις.

Καταλήγοντας, το επόμενο διάστημα ενδέχεται Οργανισμοί και Συμμαχίες να τεθούν υπό αμφισβήτηση, σε μια προσπάθεια επιλογής διαφορετικών εθνικών πολιτικών, ενώ η υφιστάμενη κατάσταση μπορεί να οδηγήσει σε γεωπολιτική και γεωοικονομική αναδιάταξη με την αναδιανομή της κοινωνικοπολιτικής και οικονομικής – εμπορικής «πίτας» διεθνώς, αλλά και την όξυνση του ανταγωνισμού.

Δημοφιλή