Θετικά και αρνητικά.
Prakasit Khuansuwan / 500px via Getty Images

Με το νέο εργασιακό νομοσχέδιο φαίνεται πως ολοκληρώνεται μια περίοδος της συνδικαλιστικής εκπροσώπησης των εργαζομένων. Μια –μεταπολιτευτική– περίοδος όπου στα ελληνικά δεδομένα ο συνδικαλισμός αποτέλεσε μέσο πολιτικής ανάδειξης μιας πλειάδας συνδικαλιστών, κυρίως από το «παλαιό» ΠΑΣΟΚ και την ευρύτερη Αριστερά, για την οποία ο συνδικαλισμός και η ανώτατη εκπαίδευση αποτέλεσαν τα προνομιακά πεδία κοινωνικής απεύθυνσης.

Τα σημεία τριβής του νομοσχεδίου

Η διεύρυνση του κρατικού ελέγχου στα εργατικά σωματεία και η αύξηση του βαθμού δυσκολίας στην κήρυξη των απεργιών αποτελούν ίσως τις σημαντικότερες αλλαγές που επιφέρει το νέο νομοσχέδιο, έχοντας προκαλέσει τις μεγαλύτερες αντιδράσεις των συνδικαλιστών, με αποκορύφωμα την κήρυξη γενικής απεργίας στις 10 Ιούνη.

Η υποχρέωση εγγραφής των σωματείων στο μητρώο συνδικαλιστικών οργανώσεων του υπουργείου Εργασίας, ο περιορισμός της προστασίας των συνδικαλιστών από απολύσεις, η υποχρέωση εφαρμογής ηλεκτρονικών ψηφοφοριών στις γενικές συνελεύσεις, η προσθήκη των λόγων κήρυξης μιας απεργίας κατά την κοινοποίηση της, η προστασία του δικαιώματος των εργαζομένων που θέλουν να δουλέψουν από το σωματείο (!), ο προσδιορισμός ενός ελάχιστα εγγυημένου ποσοστού εργαζομένων κατά τη διάρκεια της απεργίας, καθώς και η απαγόρευση επαναπροκήρυξης απεργίας που κηρύσσεται παράνομη και καταχρηστική από δευτεροβάθμια ή τριτοβάθμια σωματεία, αποτελούν «κόκκινο πανί» μιας μεγάλης μερίδας συνδικαλιστών κι εργαζομένων.

Μπορεί οι εν λόγω ρυθμίσεις να διέπονται από νεοφιλελευθερισμό, οδηγώντας στην επέκταση των ατομικών διαπραγματεύσεων εις βάρος των εργαζομένων, δεν προκαλούν όμως την ανάλογη κοινωνική και εργατική διαμαρτυρία.

Το 85% των εργαζομένων σήμερα δεν εκπροσωπείται από κάποιο συνδικάτο, ενώ οι πρακτικές «δικαιωματισμού» και συντεχνιασμού που ακολούθησε η πρωτοπορία του συνδικαλιστικού κινήματος, κάνοντας κατάχρηση του ιερού δικαιώματος της απεργίας, οδήγησαν σε σταδιακή κρίση νομιμοποίησης του συνδικαλισμού από την κοινωνία.

Παρά τη θετική πρόβλεψη της κατάργησης των διακρίσεων στις απολύσεις υπαλλήλων και εργατοτεχνιτών και τον προσδιορισμό των αιτιών ακυρότητας στις απολύσεις όπως π.χ. των γυναικών κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, το δεύτερο επίμαχο ζήτημα αφορά στην έμμεση διευκόλυνση των απολύσεων.

Η δυνατότητα άμεσης εφαρμογής της καταγγελίας της σύμβασης από την πρώτη μέρα της κοινοποίησής της, ακόμα κι αν μετέπειτα κριθεί παράνομη στο δικαστήριο, η συνολική μείωση της αποζημίωσης απόλυσης –θέτοντας μάλιστα εισοδηματικά κριτήρια εργοδότη και εργαζομένου–, αντιβαίνουν στον τίτλο του σχετικού άρθρου 66 περί «προστασίας από τις απολύσεις».

Οι εν λόγω ρυθμίσεις φαίνεται πως θα τύχουν εφαρμογής στο πλαίσιο ευρείας αναδιάρθρωσης επιχειρήσεων στη μετά κόβιντ εποχή, ενώ αποτελούν συνέπεια και των ευρύτερων ψηφιακών μετασχηματισμών που επίκεινται στην παραγωγή και στις υπηρεσίες, επηρεάζοντας τόσο το ανειδίκευτο εργατικό δυναμικό όσο και τους υψηλά αμειβόμενους «παλαιούς» εργαζομένους.

Στο πλαίσιο των ευρύτερων μετασχηματισμών των εργασιακών σχέσεων που επέφερε η πανδημία εντάσσονται και οι ρυθμίσεις για την τηλεργασία, καθώς και οι ρυθμίσεις που εισάγονται για την παροχή υπηρεσιών μέσω ψηφιακής πλατφόρμας.

Θα πρέπει να αναγνωρίσουμε τις εναλλακτικές δυνατότητες της εξ αποστάσεως απασχόλησης στην υποστήριξη, για παράδειγμα, της απασχόλησης των ατόμων με αναπηρία, των γυναικών με εξαρτώμενα μέλη, αλλά και των δυνατοτήτων για περιορισμό των καθημερινών μετακινήσεων στις επιβαρυμένες πόλεις μας, στην προοπτική της αποκέντρωσης ή ακόμα και στην αξιοποίηση Ελλήνων επιστημόνων του εξωτερικού.

Κρίνεται παρ’ όλα αυτά απαραίτητη η ρύθμιση του νέου εργασιακού πλαισίου με κατοχύρωση του «δικαιώματος της αποσύνδεσης», τον σαφή προσδιορισμό της «τηλετοιμότητας», την υποχρέωση της συμμετοχής του εργοδότη στα έξοδα εξοπλισμού και λειτουργικών εξόδων, ώστε με τη θεσμική διασφάλιση η τηλεργασία να μην οδηγήσει σε αλλαγές των όρων της σύμβασης του εργαζόμενου.

Το τρίτο επίμαχο ζήτημα του νέου νομοσχεδίου αφορά στη ρύθμιση του χρόνου εργασίας και στη δυνατότητα ανακατανομής του εβδομαδιαίου 40ώρου, αυξάνοντας τον ημερήσιο χρόνο εργασίας έως και 12 ώρες σε συνδυασμό με 4μερη εργασία ή με επέκταση της υπερωριακής απασχόλησης.

Παρά την πρόβλεψη της προϋπόθεσης το αίτημα να γίνεται από τον εργαζόμενο και να μη δυσχεραίνει τους εργασιακούς του όρους σε περίπτωση μη συμφωνίας με τον εργοδότη, η ρύθμιση συμβάλλει στην περαιτέρω ελαστικοποίηση του εργασιακού χρόνου και της μερικής απασχόλησης, προσαρμόζοντας το ωράριο καθαρά στις ανάγκες της επιχείρησης.

Επιπλέον, οι ρυθμίσεις της κατανομής του χρόνου εργασίας, σε συνδυασμό με τη σημαντική επέκταση κλάδων που θα μπορούν να χρησιμοποιούν εργαζομένους την Κυριακή (Αρ. 63) –προσαρμόζοντας την αγορά εργασίας στις ανάγκες του τουριστικού μοντέλου– οδηγούν σε μειώσεις του συνολικού κόστους των υπερωριών, ενώ υποτιμούν τη σημασία του ελεύθερου χρόνου στη σωματική και ψυχική υγεία του εργαζόμενου, καθώς και στην οικογενειακή ισορροπία.

Οι θετικές παράμετροι

Στα θετικά του νομοσχεδίου καταγράφεται η υιοθέτηση της ψηφιακής κάρτας εργασίας που θα αποτυπώνει, εν δυνάμει, τον πραγματικό χρόνο απασχόλησης, η εφαρμογή της οποίας αντιμετωπίζεται με επιφυλακτικότητα από επιμελητήρια και εργοδοτικούς φορείς.

Επιπλέον, οι ρυθμίσεις κύρωσης των Διεθνών Συμβάσεων Εργασίας, όπως της 190, «για την εξάλειψη της βίας και της παρενόχλησης στον χώρο εργασίας» με αναβάθμιση του ρόλου του Συνηγόρου του Πολίτη, της 187, «για την Ασφάλεια και την Υγεία στην Εργασία», με διεύρυνση των αρμοδιοτήτων του ιατρού εργασίας.

Επιπλέον, η κύρωση της οδηγίας «για την εναρμόνιση επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής» με επέκταση ενός συνόλου αδειών, όπως αυτές της πατρότητας και μητρότητας, των γονικών, του φροντιστή εξαρτώμενων ατόμων με αναπηρία κοκ.

Για τον έλεγχο τέλος των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας, αρμόδια καθίσταται η Επιθεώρηση Εργασίας η οποία συστήνεται ως Ανεξάρτητη Αρχή, οι αποφάσεις της οποίας δεν θα υπόκεινται πλέον στον έλεγχο της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Εργασίας, όπως γινόταν μέχρι σήμερα. (Άρθρα 102- 125).

Η λειτουργία της Επιθεώρησης Εργασίας με τη νέα της μορφή ενέχει ορίζοντα 5ετίας εντός του οποίου θα πρέπει να διευθετηθούν ζητήματα στελέχωσης και μέσων για την αποτελεσματική της λειτουργία.

Όπως έχει αποδείξει η ζωή, το κρίσιμο θέμα των νομοσχεδίων αφορά στην εφαρμογή τους. Εν προκειμένω, η όποια εφαρμογή θα κριθεί από το αίσθημα προστασίας του εργαζομένου από την κακή εργοδοσία, αλλά και από τις ευκαιρίες δημιουργίας νέων και σταθερών θέσεων εργασίας.

Από την πλευρά τους οι εργαζόμενοι οφείλουν να υπερβούν τον ατομικό και συντεχνιακό ωφελιμισμό, υιοθετώντας ως προτεραιότητα τη συμβολή τους στο κοινωνικό και εθνικό συμφέρον.

Δημοφιλή