Tαινίες με εθνική συνείδηση

«Είναι όμως κρίμα το κοινό να μην αγκαλιάζει το ελληνικό σινεμά σήμερα που πάει τόσο καλά έξω και γίνεται με τόσο αγώνα από τους ανθρώπους αυτούς. Και με υψηλότατες πια προδιαγραφές. Υπάρχει μια έλλειψη επικοινωνίας. Και δεν είναι ότι πηγαίνουν να δουν μια ελληνική ταινία και στη συνέχεια την απορρίπτουν. Είναι ότι δεν πάνε καν την δούν. Πάντα στην Ελλάδα είμαστε πιο αυστηροί με τους εαυτούς μας. Ενώ για παράδειγμα σπεύδουμε να δούμε μια ιρανική ταινία. Σε αντίθεση με τους Γάλλους που αγκαλιάζουν τον κινηματογράφο τους».
Archive

Πριν μερικά σαββατοκύριακα, στις ελληνικές κινηματογραφικές αίθουσες σημειώθηκε το μεγαλύτερο αρνητικό ρεκόρ εισιτηρίων της τελευταίας εικοσαετίας. Το υπογράμμισε, ανήσυχος, ο παραγωγός Κώστας Λαμπρόπουλος στην φετινή τελετή απονομής των κινηματογραφικών βραβείων της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου.

«Αναφέρομαι σε όλες τις ταινίες, σε όλη την διάρκεια εκείνης της εβδομάδας, σ΄ όλους τους κινηματογράφους της χώρας! Μαύρο χάλι...» μου είπε πριν λίγες μέρες. «Κι αυτό συνεχίζεται -και δεν μιλάω για την Μεγάλη Εβδομάδα, όταν παραδοσιακά κόβονται λίγα εισιτήρια. Δεν πάει κανένας πια στον κινηματογράφο. Είναι απελπιστικό».

Ο αιθουσάρχης Ηλίας Γεωργιόπουλος από τον «Δαναό», επιβεβαιώνει πως υπάρχει μεγάλη πτώση «που, ωστόσο, δεν οφείλεται τόσο στην κρίση, όσο στην τεράστια πειρατεία». Κι επειδή η πειρατεία, ως γνωστόν, μαστίζει κυρίως τις ξένες εμπορικές ταινίες, ο Δαναός, ως σινεφιλ αίθουσα «δεν έχει αντιμετωπίσει σοβαρό πρόβλημα. Ποιός αλήθεια θα κατεβάσει την «Ιντα» του Παβλικόφσκι; Το κοινό τέτοιων ταινιών συνήθως επιλέγει την αίθουσα». Υπ΄ αυτήν την έννοια το εναλλακτικό προφίλ βοήθησε τον εν λόγω κινηματογράφο, που βέβαια, πρέπει να πούμε πως έχει πιστούς θιασώτες.

Η διανομέας («Feelgood») Ειρήνη Σουγανίδου, επικεφαλής της Ενωσης Διανομέων Κινηματογραφικών Ταινιών Ελλάδας, εκτιμά πάντως πως τη σεζόν 2013-2014 «έχει υπάρξει μια σταθεροποίηση μετά την ελεύθερη πτώση εισιτηρίων που σημειώθηκε τα έτη 2010,11 και 12. Από πλευράς εσόδων βέβαια τα πράγματα είναι χειρότερα. Διότι μειώθηκε η τιμή του εισιτηρίου, ενώ πλέον οι αίθουσες κάνουν πολλές προσφορές (τύπου 2 εισιτήρια στην τιμή του ενός κλπ)». Ωστόσο, επειδή το 2015 αναμένουν πολύ δυνατές ταινίες, οι διανομείς είναι πιο αισιόδοξοι. Πράγματι, δεν έπεται μόνο νέος Τζέϊμς Μποντ, αλλα και νέος Λάνθιμος («Lobster»), νέος Μπουλμέτης, νέος Παπακαλιάτης, νέα Τσαγγάρη, καθώς και η πρώτη τρισδιάστατη ελληνική ταινία, ο «Μαγικός καθρέφτης» του Χρήστου Δήμα.

«Ισως να έχουμε σταθεροποιηθεί, αλλά αυτό συμβαίνει διότι έχουμε φτάσει στον πάτο» ανταπαντά ο Κ.Λαμπρόπουλος. «Από τα 14 εκατομμύρια προ κρίσης φτάσαμε στα 8. Πόσο καλό σας ακούγεται αυτό; Για μένα το ελληνικό σινεμά βρίσκεται σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης».

«Τη διαφορά», εκτιμά, «μπορούν να κάνουν μόνο οι ελληνικές ταινίες». Αυτό ηχεί κάπως παράδοξο αν σκεφτεί κανείς πως κάποτε το ελληνικό σινεμά, τουλάχιστον για τους πολλούς, ήταν εντελώς περιθωριακό -αν όχι και γραφικό. «Το θέμα βέβαια», προσθέτει ο κ.Λαμπρόπουλος, «είναι τι είδους ελληνική ταινία θέλει να δει το κοινό». Τι είδους αλήθεια; Το πολυσυζητημένο νέο ελληνικό κύμα της «μεταλανθιμικής» εποχής (θυμίζουμε πως ο «Κυνόδοντας» έφτασε μέχρι τα Όσκαρ), ναι μεν διαπρέπει έξω, αλλά στα ελληνικά ταμεία πατώνει. Κρίμα, διότι δεν πρόκειται (τουλάχιστον στην πλειόνοτητά του) για ένα εσωστρεφές σινεμά, αλλά για έναν κινηματογράφο με φρεσκάδα, στυλ και εξωστρέφεια. Κι όμως: το «ΜικροΨάρι» του Γιάννη Οικονομίδη, το «Xenia» του Πάνου Κούτρα και το «Τετάρτη 04.45» του Αλέξη Αλεξίου, ταινίες εξαιρετικές και οι τρείς, δεν ξεπέρασαν τις 15.000 εισιτήρια η καθεμία.... Η μόνη ταινία από το νέο ελληνικό σινεμά που είχε πάει καλά, μου θυμίζει η Ειρήνη Σουγανίδου, ήταν ο «Κυνόδοντας».

«Είναι όμως κρίμα», υπογραμμίζει, «το κοινό να μην αγκαλιάζει το ελληνικό σινεμά σήμερα που πάει τόσο καλά έξω και γίνεται με τόσο αγώνα από τους ανθρώπους αυτούς. Και με υψηλότατες πια προδιαγραφές. Υπάρχει μια έλλειψη επικοινωνίας. Και δεν είναι ότι πηγαίνουν να δουν μια ελληνική ταινία και στη συνέχεια την απορρίπτουν. Είναι ότι δεν πάνε καν την δούν. Πάντα στην Ελλάδα είμαστε πιο αυστηροί με τους εαυτούς μας. Ενώ για παράδειγμα σπεύδουμε να δούμε μια ιρανική ταινία. Σε αντίθεση με τους Γάλλους που αγκαλιάζουν τον κινηματογράφο τους».

Το παράξενο είναι πως πλέον ούτε και οι ελληνικές κωμωδίες που προ πενταετίας πουλούσαν σαν το ζεστό ψωμί, «περπατάνε». «Για να αποσβέσουν το κόστος τους», εξηγεί ο Λαμπρόπουλος «πρέπει να κόψουν 200-250.000 εισιτήρια. Παλιότερα ξεπερνούσαν τις 400 και τις 500 χιλιάδες. Αλλά σήμερα μετά βίας φτάνουν τις εκατό (βλέπε «Amore Mio» του Χρήστου Δήμα και «Απόψε τρώμε στης Ιοκάστης» του Βασίλη Μυριανθόπουλου). «Η μοναδική ταινία που απόσβεσε φέτος το κόστος της ήταν το «Από έρωτα» του Θοδωρή Αθερίδη -κι αυτό όχι διότι έκοψε περισσότερα εισιτήρια από τις άλλες (έφτασε τις110.000) αλλά διότι δεν είχε μεγάλο κόστος παραγωγής».

Ο παραγωγός βγάζει «το 1,6 ευρώ από τα 7 του εισιτηρίου». Ο ίδιος, πέρυσι έκανε τέσσερις ταινίες. Κι όχι μόνο ταινίες εμπορικών προδιαγραφών. «Μια από αυτές ήταν η νέα ταινία του Αλέξη Αλεξίου. Νοιώθω περήφανος γι' αυτήν την ταινία. Όμως δεν μπήκε άνθρωπος να την δει! Τώρα μοντάρουμε το «Καλάσνικοφ» του Κωνσταντίνου Γιάνναρη. Είναι δυνατόν να μην ανησυχώ; Πόσο ακόμα θα αντέξω; Του χρόνου δεν θα κάνω τέσσερις -θα κάνω δύο ταινίες. Οι ιδιώτες που δεν πήραν πίσω τα λεφτά τους, θα ξαναβάλουν πάλι χρήματα στο ελληνικό σινεμά;», αναρωτιέται.

Τι χρειάζεται αλήθεια; Ακόμα χαμηλότερο εισιτήριο; Καλύτερα σενάρια; Κι όμως, υπάρχει σαφής βελτίωση σε αυτόν τον τομέα. Πιο προσεγμένες αίθουσες; Στο νου μου έρχονται οι τολμηρές κινήσεις του διανομέα Βελισσάριου Κοσσυβάκη, να επαναλειτουργήσει πρόσφατα δύο ιστορικές αίθουσες της Αθήνας: την «Αλκυονίδα» και το «Στούντιο». Χωρίς ωστόσο να έχει τη δυνατότητα να επενδύσει πολλά χρήματα στην ανακαίνισή τους. Έχουν και οι δύο ένα άρωμα παλιάς εποχής. Σκεφτόμασταν πως αυτό είναι γοητευτικό για τους παλιότερους, αλλά ίσως αποτρεπτικό για τα νέα παιδιά που έχουν συνηθίσει αλλιώς.

Οσο για την πειρατεία, ας μην το συζητάμε. Τελικά ο κόσμος βλέπει ταινίες. Απλώς δεν τις βλέπει νόμιμα. Και δεν τις βλέπει στην αίθουσα. «Όταν κλείσαμε το gamato», εξηγεί η Ειρ.Σουγανίδου, «ο ημερήσιος όγκος δεδομένων που διακινείτο στο ίντερνετ από τα ελληνικά νοικοκυριά έπεσε κατά 70%. Με το που άνοιξε και πάλι ένας κλώνος του gamato, τέσσερις μήνες αργότερα, το νούμερο αυτό εκτοξεύτηκε και πάλι». Πριν λίγες μέρες συνελήφθη ο ιδιοκτήτης του dvdmovies.gr.

Ο κόσμος καλό είναι να γνωρίζει πως το «μοντέλο» αυτό δημιουργεί μια απίστευτη φοροδιαφυγή, καθώς οι παράνομες αυτές ιστοσελίδες έχουν μεγάλα έσοδα (διαφήμισεις, εισφορές, πορνό κλπ). «Διακινούνται απίστευτα αδήλωτα ποσά, σε μια εποχή που μιλάμε συνεχώς για την ανάγκη πάταξης της φοροδιαφυγής. Και βέβαια, αν οι συντελεστές δεν έχουν έσοδα, με τι λεφτά θα γυρίζονται νέες ταινίες; Οι μεγάλοι χαμένοι θα είναι κυρίως οι δημιουργοί και οι παραγωγοί».

Αναλογιζόμενη τι είδους ελληνικές ταινίες έχουν ως επί το πλείστον πάει καλά τα τελευταία χρόνια («Μικρά Αγγλία», «Ελ Γκρέκο», «Ο Θεός αγαπάει το χαβιάρι», και παλιότερα «Λούφα και Παραλλαγή: Σειρήνες στο Αιγαίο», «Πολίτικη Κουζίνα» και «Νύφες») κατέληξα στο συμπέρασμα πως σήμερα, ο κόσμος μοιάζει να προτιμά ταινίες που αγγίζουν τους Έλληνες και τη διαχρονική ελληνική περιπέτεια. Ιδιαίτερα δε όταν πρόκειται για άρτιες παραγωγές μεγάλου μπάτζετ. Για να το πω λίγο πιο κυνικά, η ελληνικότητα «πουλάει», ιδιαίτερα όταν τονώνει την εθνική συνείδηση σε μια εποχή που ο Έλληνας νοιώθει ταπεινωμένος διεθνώς.

Δεν είναι τυχαίο πως ήδη ο Γιάννης Σμαραγδής ετοιμάζει τη νέα ταινία του με ήρωα τον Καζαντζάκη, ενώ σχεδιάζει και μια μεθεπόμενη με θέμα τον Καποδίστρια. Πριν λίγες μόλις μέρες ανακοινώθηκε πως έχει δρομολογηθεί ένα ακόμα φιλμ για τον Καποδίστρια δια χειρός Τάσου Λέρτα. Θα είναι, λέει, μια μεγάλη ελληνορωσική παραγωγή, με τη συμμετοχή της Eλβετίας, και τα γυρίσματα θα ξεκινήσουν το Σεπτέμβριο.

Αυτές τις μέρες είναι στα γυρίσματα η ταινία «Ουζερί Τσιτσάνης» του Μανούσου Μανουσάκη, που καταπιάνεται με τον έρωτα ενός Χριστιανού και μιας Εβραιοπούλας επί Κατοχής, τοποθετώντας σε πρώτο πλάνο το θρυλικό Ουζερί που δημιούργησε ο Τσιτσάνης στην Θεσσαλονίκη παρέα με τον κουνιάδο του (αυτός είναι που ερωτεύεται την Εβραιοπούλα). Ο Μανουσάκης δήλωσε πως η ταινία του αυτή είναι ένα σχόλιο για το τι σημαίνει φασισμός και ναζισμός.

Σε γυρίσματα όμως είναι και ο Τάσος Μπουλμέτης. Χρόνια μετά την «Πολίτικη Κουζίνα» του, επιστρέφει με τον «Νοτιά», την ιστορία ενηλικίωσης ενός παιδιού στην Ελλάδα του '60, του '70 και του '80, ιδωμένη με νοσταλγία και χιούμορ. Ο Μπουλμέτης δηλαδή μας ταξιδεύει στην Ελλάδα της Χούντας και της Μεταπολίτευσης.

Ο Ελληνας φαίνεται πως έχει μια ανάγκη να προστρέχει στις ρίζες και στις μνήμες του. Σήμερα, περισσότερο από ποτέ. Σε μια εποχή που το ηθικό του έχει υποστεί σοβαρό πλήγμα.

Δημοφιλή