(T)error: Το συναρπαστικό ντοκιμαντέρ που εισχωρεί στα άδυτα της τρομοκρατίας

Το ερώτημα που θέτει η ταινία, και το τεκμηριώνει με έναν πολύ ενδιαφέροντα τρόπο, είναι κατά πόσον στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας, που εντάθηκε μετά την 11η Σεπτεμβρίου και κορυφώνεται τώρα με τους τζιχαντιστές, ο σκοπός συχνότατα αγιάζει τα μέσα. Τόσο, ώστε να παραβιάζονται στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματα, και ενίοτε να γίνονται και λάθη με αποτέλεσμα να καταδικάζονται για τρομοκρατία αθώοι, ή έστω άνθρωποι των οποίων η ενοχή δεν έχει αποδειχθεί πέραν πάσης αμφιβολίας.
archive

"(T)ΕRROR" τιτλοφορείται ένα συναρπαστικό ντοκιμαντέρ που παρουσιάστηκε σήμερα στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης (11-20/3). Και παρακολουθώντας το αναρωτιέσαι μήπως πράγματι η τρομοκρατία (terror) κάποιες φορές απέχει μόλις ένα «Τ» από το λάθος (error)...

Το ντοκιμαντέρ, που βραβεύτηκε στο φεστιβάλ Sundance, αποτελεί την πρώτη ταινία που εισχωρεί σε μια μυστική επιχείρηση κατά της τρομοκρατίας (όπως την εννοούν οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες), με το κινηματογραφικό συνεργείο να καταγράφει τη δράση σε πραγματικό χρόνο, καθώς αυτή εκτυλίσσεται. Οι θεατές ρίχνουν μια κλεφτή ματιά σε μια αυθεντική εικόνα για τις κυβερνητικές αντιτρομοκρατικές τακτικές και πρακτικές μέσα από την οπτική ενός 63χρονου μαύρου επαναστάτη που έγινε πληροφοριοδότης του FBI.

H ταινία των Λίρικ Ρ. Καμπράλ και Ντέιβιντ Φέλιξ Σάτκλιφ προβάλλεται σήμερα Σάββατο, 19/3, στις 13.30 στην αίθουσα Σταύρος Τορνές με τον ελληνικό τίτλο «Τρόμος/Νόμος».

Το ερώτημα που θέτει η ταινία, και το τεκμηριώνει με έναν πολύ ενδιαφέροντα τρόπο, είναι κατά πόσον στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας, που εντάθηκε μετά την 11η Σεπτεμβρίου και κορυφώνεται τώρα με τους τζιχαντιστές, ο σκοπός συχνότατα αγιάζει τα μέσα. Τόσο, ώστε να παραβιάζονται στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματα, και ενίοτε να γίνονται και λάθη με αποτέλεσμα να καταδικάζονται για τρομοκρατία αθώοι, ή έστω άνθρωποι των οποίων η ενοχή δεν έχει αποδειχθεί πέραν πάσης αμφιβολίας.

Μήπως οι τρόποι των οποίων μετέρχεται το FBI είναι, χμμ, αμφιλεγόμενοι; αναρωτιούνται οι δημιουργοί της ταινίας και μαζί με αυτούς και ο θεατής.

Αλλά ας τα πάρουμε από την αρχή: «ήρωας» του αποκαλυπτικού αυτού ντοκιμαντέρ παραγωγής της εταιρείας «stories seldom seen» («Ιστορίες που βλέπεις σπάνια») είναι ένας πληροφoριοδότης του FBI. Κοινώς, ένας χαφιές: ο Σαρίφ είναι ένας 63χρονος μαύρος άντρας, μάγειρας στο επάγγελμα, που όπως ομολογεί ανοιχτά στην κάμερα, εργάζεται ως πληροφοριοδότης του FBI. "Xρειάζομαι τα λεφτά».

Το 2011 χωρίς να ενημερώσει τα αφεντικά του αποφασίζει να επιτρέψει στην σκηνοθέτρια Λίρικ Καμπραλ, την οποία γνωρίζει χρόνια, να τον κινηματογραφήσει στην τωρινή αποστολή του -εν αγνοία φυσικά του FBI. Βέβαια, εδώ δεν μπορεί να μην αναρωτηθεί κανείς γιατί να εκτεθεί κατ' αυτόν τον τρόπο όχι μόνο σε γνωστούς και φίλους αλλά παγκοσμίως, και πώς στο καλό δεν το αντιλήφθηκε αμέσως το FBI. Aλλά μάλλον θα μείνουμε με την απορία...

O θεατής, έκπληκτος και ολίγον σοκαρισμένος, παρακολουθεί καθ' όλη την διάρκεια της ταινίας ένα άνθρωπο της διπλανής πόρτας, πατέρα ενός μικρού αγοριού, που αγαπά την ζαχαροπλαστική, τον σκύλο του, και τα σπορ, να ανταλλάσσει μηνυματάκια με πράκτορες, να καρφιτσώνει σε τεράστιους χάρτες φωτογραφίες πιθανών στόχων και υπόπτων (με το γνωστό λουκ του τζιχαντιστή -γενειάδα κλπ) και να λαμβάνει εντολές για τον επόμενο ύποπτο, τον οποίο καλείται να προσεγγίσει φιλικά, ώστε να καταφέρει να κερδίσει την εμπιστοσύνη του και εν τέλει να του αποσπάσει μια ομολογία που να τον εμπλέκει με φονταμενταλιστικές ομάδες ή στρατολόγηση της Αλ Κάϊντα ή των Ταλιμπάν.

«Δεν έχω κανένα αίσθημα για τους ανθρώπους αυτούς», λέει ο ίδιος στην κάμερα. Με τους φανατικούς μουσουλμάνους, καταλαβαίνουμε να μην έχει κανένα αίσθημα, αυτό που αδυνατούμε να καταλάβουμε είναι πως έγινε πληροφοριοδότης ένας άνθρωπος με υποτιθέμενη επαναστατική δράση, αφού όπως λέει, νέος, συστρατεύτηκε με τους «Μαύρους Πάνθηρες», που επίσης κατηγορηθήκαν ως οι ν.1 τρομοκράτες στην εποχή τους από τον διαβόητο Χούβερ του FBI που και τότε είχε ξαμολήσει χαφιέδες στα μαύρα γκέτο Αν σε έπιαναν τότε να προδίδεις την ομάδα, σε σκότωναν, λέει ο Σαρίφ, για τους Πάνθηρες.

Πριν μερικά χρόνια, ο ίδιος, συνελήφθη με την κατηγορία της ληστείας. Για να μην «φάει» 20 χρόνια φυλακή, συνεργάστηκε με τις αρχές. Έτσι ξεκίνησαν όλα.

Καθώς παρακολουθείς την ταινία, αισθάνεσαι ένα είδος σύγχυσης: απ' την μία νοιώθεις μια απέχθεια για όλους αυτούς τους φανατικούς ισλαμιστές και τις αποτρόπαιες μεθόδους τους γνωρίζοντας μάλιστα πολύ καλά ο, τι έχει μεσολαβήσει με το ISIS και τις απίστευτες φρικαλεότητες των τελευταίων μηνών. Σκέφτεσαι πως θα ήθελες πραγματικά να εξαφανιστούν και αυτοί και η νοσηρή θρησκοληψία τους από προσώπου γης. Βλέπεις τι ποστάρουν στην ιστοσελίδα τους στο Facebook περί Τζιχάντ (τα «αδέρφια μας» κλπ. κλπ)και παρανοείς.

Από την άλλη, αν είσαι σοβαρός άνθρωπος δεν μπορείς παρά να νοιώσεις αηδία με τον πληροφοριοδότη και κάθε πληροφοριοδότη που το παίζει φίλος με κάθε «ύποπτο» και τον ξεγελά ανερυθρίαστα για μερικά φακελάκια γεμάτα δολάρια που αλλάζουν χέρι με χέρια σε προκαθορισμένα ραντεβού με τους άντρες του FBI.

Κι αναρωτιέσαι: αρκούν μερικές «κορώνες» υπέρ του Μπιν Λάντεν ή άλλων φονταμενταλιστών «αγωνιστών» του Ισλαμ στο F/B για να κλείσεις βαθιά σε ένα μπουντρούμι κάποιον με την κατηγορία της συμμετοχής σε τρομοκρατική οργάνωση;

Ποια είναι τα όρια μεταξύ αστικών ελευθεριών και οικιακής ασφάλειας;, αναρωτιούνται οι ντοκιμαντερίστες. Που τελειώνει το ένα και που αρχίζει το άλλο; Mπορεί να καταδικαστεί κάποιος απλώς και μόνο για την διατύπωση μιας επιθυμίας, γνώμης ή έστω πρόθεσης που διατυπώνεται σε κάποιο μέσο κοινωνικής δικτύωσης; Μπορεί κάποιος να συλληφθεί για τις ιδέες του ή διότι, μουσουλμάνος ων, υποστηρίζει πως «οι Αμερικάνοι είναι οι μεγαλύτεροι τρομοκράτες»;

Σύμφωνα με τον ίδιο τον Σαρίφ «οι καλύτεροι πληροφοριοδότες είναι οι χειρότεροι άνθρωποι. Διότι πολύ απλά πρέπει να αναπτύξεις πολύ στενή σχέση με τον ύποπτο κι ύστερα να τον προδώσεις».

Αυτό ακριβώς λοιπόν καλείται να κάνει και ο ίδιος με έναν αμερικάνο ισλαμιστή (ναι, έναν τυπικό κοκκινομάλλη από το Πιτσμπουργκ, ο οποίος προσηλυτίστηκε όπως ένα σωρό άλλοι Δυτικοί στον ισλαμισμό), ονόματι Καλίφα , από την Πενσιλβάνια. Ο Σαριφ καλείται να «αξιολογήσει» το «πιθανό» ενδιαφέρον του άντρα να συμμετάσχει σε ομάδες εκπαίδευσης και στρατολόγησης τρομοκρατών. Αρχίζει λοιπόν να παρακολουθεί τα όσα αυτός γράφει στην σελίδα του στο F/B, επιδιώκει να τον συναντήσει, κι αρχίζουν να κάνουν παρέα: πηγαίνουν μαζί για καφέ, για προσευχή στο τζαμί κλπ...

Το «ψαρεμα» όπως λέει στην κάμερα, «δεν μπορεί αν αρχίσει αμέσως. Δεν θα ανοιχτεί ο άλλος πριν περάσουν 2-3 εβδομάδες. Τότε αρχίζεις να τον ρωτάς κάποια πράγματα, όπως γιατί έγινε μουσουλμάνος κλπ...».

Στην προκειμένη όμως περίπτωση το ψάρι δεν τσιμπάει και κανένα στοιχείο δεν συνηγορεί υπέρ ανάμειξης του εν λόγω κυρίου σε εξτρεμιστική οργάνωση. Αντίθετα ο Καλίφα, τον οποίο επίσης φιλμάρουν οι σκηνοθέτες εν αγνοία του πληροφοριοδότη, την μυρίζεται την δουλειά, αποφεύγει να συναντήσει τον «φίλο» πληροφοριοδότη, ενημερώνει έναν δημοσιογράφο πως του την έχουν στημένη από το FBI και συμβουλεύεται δικηγόρο. «Είμαι αθώος», λεει. «Τι θα κάνω αν με φυλακίσουν; Τι θα απογίνει η γυναίκα μου, που δεν έχει κανέναν άλλο συγγενή στην Αμερική. Τι θα γίνει το μωρό μας;». Αποφασίζει μάλιστα να κινηθεί νομικά εναντίον του FBI για παρενόχληση και προσπάθεια παγίδευσής του.

Και πράγματι, μια μέρα πριν την συνέντευξη τύπου που έχει προγραμματίσει ο δημοσιογράφος, το FBI μπουκάρει στο σπίτι του Καλίφα και τον συλλαμβάνει. Κι επειδή καμία από τις κατηγορίες δεν ευσταθεί, μπαίνει μέσα για οπλοκατοχή (ο τύπος -όπως εκατομμύρια άλλοι Αμερικανοί- έκανε σκοποβολή και είχε ποστάρει τις επιδόσεις του στο F/B έξι μήνες πριν). Eφαγε οκτώ χρόνια φυλακή και λίγους μήνες μετά την σύλληψή του η γυναίκα του απελάθηκε...

Η συνέντευξη τύπου έγινε κι ας ήταν απών. Και όσοι συμμετείχαν στηλίτευσαν την «συστηματική ποινικοποίηση πολιτών χωρίς αδιάσειστα στοιχεία στις ΗΠΑ».

Σύμφωνα με τον ίδιο τον Σαρίφ πριν την 11η Σεπτεμβρίου το FBI είχε 1500 πληροφοριοδότες. Μετά την 11η Σεπτεμβρίου ο αριθμός εκτοξεύθηκε σε 15.000. Πριν τους Δίδυμους Πύργους ο μηχανισμός αυτός κινητοποιείτο μόνο όταν συνέβαινε κάτι. Μετά την 11/9, το μότο έγινε «Ποτέ ξανά». Και στόχος είναι πλέον η πρόληψη: το να μην συμβεί κάτι. Σύμφωνα με άλλα στοιχεία το 50% των ανθρώπων που έχουν κατηγορηθεί για κάποιου είδους τρομοκρατική δράση στις ΗΠΑ, κατηγορήθηκαν βάση μαρτυριών πληρωμένων πληροφοριοδοτών.

Είναι προφανές, όπως επεσήμαναν οι δύο σκηνοθέτες σε άρθρο τους στην «Guardian», πώς όταν χρυσοπληρώνεσαι για να ρουφιανέψεις, και παίρνεις και μπόνους αν ο ύποπτος καταδικαστεί, εύκολα δελεάζεσαι να βάλεις λόγια στο στόμα του άλλου, ή και να του βάλεις ιδέες να κάνει κάτι που ίσως και να μην έκανε υπό κανονικές συνθήκες. Άρα αντί να πολεμάς την τρομοκρατία, με έναν τρόπο την ενθαρρύνεις. Σύμφωνα πάντως με πληροφορίες η μουσουλμανική κοινότητα στις ΗΠΑ είναι πολύ «μουδιασμένη». Οι απλοί μουσουλμάνοι φοβούνται να κάνουν ή να πουν οτιδήποτε που ίσως παρεξηγηθεί και τους θέσει στο στόχαστρο των αρχών.

Αν όμως θέλουμε να είμαστε πραγματικά η «πολιτισμένη Δύση» κι όχι τα κτήνη που δολοφονούν εν ψυχρώ κομίστες στο Παρίσι ή τιμωρούν την άλλη άποψη με συνοπτικές διαδικασίες, πρέπει να ξαναεξετάσουμε τις πρακτικές μας. Μήπως έτσι «κόβουμε» το ένα κεφάλι για ξεφυτρώσουν άλλα δέκα;