Το Ισραήλ ψηφίζει: Η ταυτότητα της κάλπης της 17ης Μαρτίου

Ενώ έχει ποικιλοτρόπως εκφρασθεί η σταθερή προσήλωση της διεθνούς κοινότητας και των Ηνωμένων Πολιτειών σε πολιτική λύση που θα επιβάλλει την ειρηνική συνύπαρξη του Ισραήλ και ενός ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους, καθ' όλη τη διάρκεια των τελευταίων ετών αυξάνεται η επιρροή στην ισραηλινή κοινή γνώμη ότι μια τέτοια λύση τελικά δεν είναι εφικτή.
ASSOCIATED PRESS

Το συμπέρασμα ότι "κάθε εκλογική αναμέτρηση στο Ισραήλ είναι κρίσιμη" δεν αποτελεί ούτε υπερβολή ούτε σχήμα λόγου. Τα συνεχώς αναφυόμενα προβλήματα ασφάλειας, η στασιμότητα της ειρηνευτικής διαδικασίας για την επίλυση του Παλαιστινιακού ζητήματος, το συγκρουσιακό κλίμα που επικρατεί όχι μόνο στα σύνορα της χώρας αλλά και στο εσωτερικό της ισραηλινής κοινωνίας μεταξύ του εβραϊκού και του αραβικού στοιχείου, σε συνδυασμό με την εξαιρετικά ασταθή περιφερειακή πραγματικότητα - καθιστούν κάθε εκλογική αναμέτρηση στο Ισραήλ 'μοιραία', όχι μόνο για την ίδια τη χώρα, αλλά και για την ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής. Οι επερχόμενες ισραηλινές βουλευτικές εκλογές της 17ης Μαρτίου 2015, δεν αποτελούν εξαίρεση στον κανόνα.

Η αύξηση του εκλογικού πλαφόν και το ενιαίο αραβικό κόμμα

Από τις αρχές Δεκεμβρίου 2014 έως και σήμερα, η χώρα βρίσκεται σε μία παρατεταμένη προεκλογική περίοδο, κατά την οποία έχουν σημειωθεί πολλαπλές μεταβολές στο έως τώρα υφιστάμενο κομματικό τοπίο. Καταλυτικός παράγοντας είναι η μεταβολή του εκλογικού μέτρου, που προώθησε ο κυβερνητικός συνασπισμός κατά την προηγούμενη κοινοβουλευτική περίοδο. Σε μια χώρα που επί σειρά δεκαετιών ισχύει το εκλογικό σύστημα της απλής αναλογικής με ενιαία περιφέρεια και με κομματικές λίστες που καθορίζονταν ως επί το πλείστον με εσωκομματικές εκλογές, και με αυτονόητη στη συνείδηση του εκλογικού σώματος την πολυκομματική σύνθεση του κοινοβουλίου, η πρόσφατη δραστική αύξηση του εκλογικού πλαφόν για την είσοδο των κομμάτων στο κοινοβούλιο στο 3.25% καθορίζει αποφασιστικά την πορεία του ισραηλινού πολιτικού συστήματος εν γένει - ένα σύστημα που εν πολλοίς βασιζόταν στην κοινοβουλευτική κομματική πολυφωνία.

Είναι χαρακτηριστικό ότι από το 1949 έως και το 1991 το εκλογικό πλαφόν ανερχόταν μόλις στο 1%. Από το 1992 έως το 2003 ανήλθε στο 1,5%, και από το 2004 έως και τις προηγούμενες εκλογές του Ιανουαρίου του 2013 οριζόταν στο 2% - ποσοστά που σε σύγκριση με άλλες χώρες της Δύσης είναι εξαιρετικά χαμηλά. Πρακτικά, η υιοθέτηση του νέου εκλογικού πλαφόν της τάξεως 3,25% σημαίνει ότι κανένα πολιτικό κόμμα δεν μπορεί να έχει κοινοβουλευτική εκπροσώπηση στην 120μελή Κνέσετ εάν δεν έχει εξασφαλίσει προηγουμένως 4 έδρες (που αντιστοιχούν σε περίπου 200.000 ψήφους). Εάν σκεφτεί κανείς ότι, σύμφωνα με τα έως τώρα δεδομένα, ένα κόμμα 5 εδρών θεωρείτο 'μεσαίας δυναμικότητας', τη στιγμή που τα κόμματα εξουσίας κυμαίνοντας μεταξύ των 20 και 30 εδρών, γίνεται αντιληπτός ο λόγος που οδήγησαν πολλά κόμματα και πολιτικές προσωπικότητες της χώρας να αναθεωρήσουν τη θέση τους και να προχωρήσουν σε δραστικές επιλογές κομματικής συμπόρευσης.

Με βάση το νέο εκλογικό πλαφόν αλλά και τις αλλεπάλληλες δημοσκοπήσεις που γεμίζουν τον τηλεοπτικό χρόνο κατά το τελευταίο δίμηνο, προκύπτει το συμπέρασμα ότι το Ισραήλ, αργά αλλά σταθερά, αρχίζει να εμπεδώνει την έννοια του διπολικού/δικομματικού συστήματος, που ισχύει στις περισσότερες δυτικές κοινοβουλευτικές δημοκρατίες : Οι πολιτικές γραμμές καθίστανται περισσότερο διακριτές μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς, με κύριους πόλους αφ' ενός το κεντροδεξιό νεοφιλελεύθερο Λικούντ υπό τον Μπινιαμίν Νετανιάχου, και αφ' ετέρου την νεοσυσταθείσα «Σιωνιστική Παράταξη» υπό τον Ιτσχάκ Χέρτσογκ και τη Τσίπι Λίβνι, που ηγούνται του Κόμματος των Εργατικών και του κόμματος 'Τνουά' αντίστοιχα.

Η αύξηση του εκλογικού πλαφόν στόχευε αφ' ενός στη μείωση της επιρροής των μικρών κομμάτων στις εξαιρετικά βραχύβιες κυβερνήσεις συνασπισμού, αφ' ετέρου θα έδινε τη δυνατότητα να σχηματίζονται ισχυρές κυβερνήσεις με λιγότερους κομματικούς εταίρους. Ωστόσο αυτή η αλλαγή ερμηνεύθηκε ευρέως ως προσπάθεια παρεμπόδισης των μικρών αραβικών κομμάτων να εκπροσωπούνται στο κοινοβούλιο. Το βασικό αντεπιχείρημα που είχε προβληθεί από την εξωκυβερνητική αντιπολίτευση βασιζόταν στο εξής δεδομένο: Κανένα αραβικό πολιτικό κόμμα δεν συμμετείχε -ούτε είχε την πρόθεση να συμμετέχει- σε ισραηλινή κυβέρνηση συνασπισμού. Ως εκ τούτου, καμία ισραηλινή κυβέρνηση δεν διαλύθηκε πρόωρα επειδή κάποιο από τα αραβικά κόμματα ήρε την εμπιστοσύνη του προς αυτήν. Αντιθέτως μάλιστα, ανατρέχοντας στο πρόσφατο παρελθόν διαπιστώνεται εύκολα ότι η εκάστοτε πρόωρη προσφυγή στις κάλπες οφειλόταν ως επί το πλείστον στα μεγάλα κόμματα εξουσίας και όχι στα μικρά.

Ανεξαρτήτως από την ορθότητα ή μη των επιχειρημάτων και των αντεπιχειρημάτων, η πρώτη εφαρμογή του αυξημένου εκλογικού πλαφόν αναμένεται στις εκλογές της 17ης Μαρτίου. Το βασικότερο δεδομένο που θα προκύψει για πρώτη φορά στη σύντομη ισραηλινή κοινοβουλευτική Ιστορία είναι, ότι όλα τα μικρά αραβικά κόμματα συμμετέχουν στις εκλογές αυτές υπό έναν ενιαίο κομματικό φορέα, φιλοδοξώντας να συσπειρώσουν για πρώτη φορά την ψήφο των ισραηλινών πολιτών αραβικής καταγωγής.

Η ενιαία κάθοδος στις εκλογές των αραβικών κομμάτων δεν εξέπληξε, καθότι οι ιδεολογικές τους γραμμές ήταν ταυτόσημες καθ' όλη τη διάρκεια των δεκαετιών. Συγκεκριμένα : Επιστροφή στα σύνορα του 1967, εφαρμογή της αρχής «Δύο Έθνη-Δύο Κράτη», προστασία και προαγωγή της εθνοτικής και θρησκευτικής ταυτότητας των αράβων πολιτών του Ισραήλ και διαχωρισμός μεταξύ της εβραϊκής θρησκείας και του κρατικού μηχανισμού.

Τα υψηλότερα - σε σχέση με τις προηγούμενες εκλογές - ποσοστά των δημοσκοπήσεων που φέρεται να έχει το ενιαίο αραβικό κόμμα, προλέγουν ότι οι αραβικής καταγωγής ισραηλινοί ψηφοφόροι αυτή τη φορά δεν θα αδιαφορήσουν να προσέλθουν στις κάλπες. Αν και είναι βέβαιο πως το νέο ενιαίο αραβικό κόμμα δεν πρόκειται να συμμετέχει σε κανέναν κυβερνητικό συνασπισμό, σε αυτές τις εκλογές θα καταδειχθεί με περισσότερη σαφήνεια η ανθρωπογεωγραφία του συσπειρωμένου αραβικού στοιχείου, με έμφαση στο βόρειο τμήμα της χώρας.

Τα συμπεράσματα που θα προκύψουν θα είναι πολυσήμαντα με αποτέλεσμα, τόσο η Δεξιά όσο και η Αριστερά, να θελήσουν να τεκμηριώσουν με απτά ποσοστιαία δεδομένα τις ιδεολογικές τους επιδιώξεις ως προς το πώς θα έπρεπε -ή δεν θα έπρεπε- να διαμορφωθεί η φυσιογνωμία της ενιαίας ισραηλινής κρατικής υπόστασης, σε περίπτωση που θα εφαρμοσθεί (ή δεν θα εφαρμοσθεί) η αρχή «Δύο Έθνη-Δύο Κράτη». Με απλά λόγια : ο ετεροκαθορισμός της ενιαίας αραβικής ψήφου θα αποτελέσει ένα από τα κύρια ζητήματα προς πολιτική εκμετάλλευση και επιχειρηματολογία εκ μέρους όλων ανεξαιρέτως των εβραϊκών πολιτικών κομμάτων, με άμεσο αντίκτυπο στις ήδη πολύ λεπτές ισορροπίες μεταξύ της εβραϊκής πλειοψηφίας και της αραβικής μειοψηφίας στο εσωτερικό του Ισραήλ.

Ναι ή όχι στη λύση «Δύο Έθνη-Δύο Κράτη»;

Παρά το ότι η πρόοδος των ειρηνευτικών συνομιλιών με τους Παλαιστινίους δεν κέρδισε ιδιαίτερη προσοχή στην παρατεταμένη προεκλογική περίοδο που διανύει το Ισραήλ από τα τέλη του 2014 έως τώρα, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι αναμνήσεις από την ένοπλη αναμέτρηση μεταξύ Ισραήλ και Χαμάς το περασμένο καλοκαίρι αλλά και τα βίαια επεισόδια μεταξύ των αράβων και των εβραίων κατοίκων με επίκεντρο την Ιερουσαλήμ, έφεραν εκ νέου στο προσκήνιο το ερώτημα εάν και κατά πόσον οι ισραηλινές πολιτικές δυνάμεις και το εκλογικό σώμα πράγματι πιστεύουν στη λύση «Δύο Έθνη-Δύο Κράτη».

Ενώ έχει ποικιλοτρόπως εκφρασθεί η σταθερή προσήλωση της διεθνούς κοινότητας και των Ηνωμένων Πολιτειών σε πολιτική λύση που θα επιβάλλει την ειρηνική συνύπαρξη του Ισραήλ και ενός ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους, καθ' όλη τη διάρκεια των τελευταίων ετών αυξάνεται η επιρροή στην ισραηλινή κοινή γνώμη ότι μια τέτοια λύση τελικά δεν είναι εφικτή.

Εκφραστές της αρνητικής άποψης δεν περιορίζονται σε συγκεκριμένο πολιτικό κόμμα. Το δεξιό θρησκευτικό κόμμα «Εβραϊκή Εστία» υπό τον Ναφτάλι Μπένετ, ήδη από την προηγούμενη εκλογική αναμέτρηση του Ιανουαρίου του 2013, είχε καταστήσει σαφές ότι δεν αποδέχεται μια τέτοια λύση, επικρίνοντάς την ως μη βιώσιμη. Επιπροσθέτως θεωρεί ότι τα τετελεσμένα των συμπεφωνημένων στο Όσλο και στον Οδικό Χάρτη για την Ειρήνη αποτελούν τροχοπέδη σε μία ρεαλιστική, κατ' αυτόν, μονομερή επίλυση του προβλήματος. Κατά την «Εβραϊκή Εστία», οι περιοχές B και C της Δυτικής Όχθης θα πρέπει να προσαρτηθούν στο Ισραήλ, οι Παλαιστίνιοι κάτοικοι να παραμείνουν στις εστίες τους και να τους δοθούν πλήρη πολιτικά δικαιώματα με ίδιο status με αυτό των αράβων ισραηλινών πολιτών της υπόλοιπης χώρας, και όσον αφορά την Ιερουσαλήμ, να παραμείνει ενιαία, αδιαίρετη και υπό ισραηλινό έλεγχο. Κατά τον Ναφτάλι Μπένετ, το παλαιστινιακό κράτος ήδη υφίσταται και συναποτελείται από τις περιοχές Α της Δυτικής Όχθης - δηλαδή από τους ήδη υπάρχοντες θύλακες εντός των οποίων βρίσκονται τα μεγάλα παλαιστινιακά αστικά κέντρα της Ραμάλα, της Βηθλεέμ, της Χεβρώνας , της Τζενίν, της Ναμπλούς και του Τουλκάρεμ.

Αυτή η γραμμή δεν είναι πρωτόγνωρη στον χώρο της ισραηλινής Δεξιάς, θρησκευτικής ή μη, με κυριότερο κατά καιρούς εκφραστή παρεμφερών προτάσεων τον Αβιγκντόρ Λίμπερμαν, Υπουργό Εξωτερικών της απερχόμενης κυβέρνησης και μέχρι πρότινος κομματικού ετέρου του ισραηλινού πρωθυπουργού. Κατά την τελευταία πενταετία, σημαίνοντα νέα στελέχη του κεντροδεξιού Λικούντ συχνά εκφράζονται με απαξία στη λύση «Δύο Έθνη - Δύο Κράτη», τοποθετώντας αργά αλλά σταθερά το άλλοτε κεντροδεξιό νεοφιλελεύθερο κόμμα του Μπινιαμίν Νετανιάχου αρκετά δεξιότερα στον κομματικό χάρτη, απ' όσο αρχικά βρισκόταν στις αρχές της δεκαετίας του '90. Την τελευταία τριετία μάλιστα, υπό τον φόβο αποξένωσης του κόμματος από την κατ' εξοχήν εκλογική του βάση και ενίσχυσης της «Εβραϊκής Εστίας», το κυβερνών Λικούντ δείχνει να υιοθετεί περισσότερο σκεπτικιστική τάση ως προς τη λύση «Δύο Έθνη-Δύο Κράτη», διαταράσσοντας τη στρατηγική σχέση της χώρας με την κρατούσα άποψη του Στέητ Ντηπάρτμεντ και της διακυβέρνησης Ομπάμα.

Στον αντίποδα βρίσκεται το κόμμα της Τσίπι Λίβνι και τα κόμματα της αριστεράς, ενώ το Κόμμα των Εργατικών, θέλοντας να αποφύγει να κατηγορηθεί ως ανεδαφικά ουτοπιστικό, επέλεξε επί σειρά ετών να εστιασθεί περισσότερο στα -δημοσκοπικά ανώδυνα- κοινωνικά και οικονομικά ζητήματα που ταλανίζουν την μεσαία τάξη της ισραηλινής κοινωνίας. Η τακτική τόσο της πρώην προέδρου του Κόμματος των Εργατικών, Σέλι Ιεχιμόβιτς, όσο και του τωρινού προέδρου του, Ιτσχάκ Χέρτσογκ, ήταν αφ' ενός να συντάσσεται πλήρως με τις κυβερνητικές επιλογές για στρατιωτική δράση κατά της Χαμάς και παλαιστινιακών ένοπλων πυρήνων στη Δυτική Όχθη, και αφ' ετέρου, σε συνθήκες σχετικής ηρεμίας, να κατηγορεί την κυβέρνηση για κωλυσιεργία στις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις με την Παλαιστινιακή Αρχή.

Η παραδοσιακή τάση του ισραηλινού εκλογικού σώματος σε περιόδους ένοπλης έντασης είναι να στρέφεται υπέρ της Δεξιάς, εκδηλώνοντας με αυτόν τον τρόπο τη δυσπιστία του στο ενδεχόμενο ειρηνικής συνύπαρξης με ένα μελλοντικό και 'ασφυκτικά γειτνιάζον' παλαιστινιακό ανεξάρτητο κράτος. Από την άλλη, πολύ λίγα επιχειρήματα μπορεί να αντιτάξει η ισραηλινή κεντροαριστερά όταν συνεχίζεται η διεύρυνση της έκτασης των υφιστάμενων εβραϊκών οικισμών λόγω 'φυσικής αύξησης του πληθυσμού τους', δεδομένου ότι οι κυβερνήσεις που πρωτοπόρησαν στον εποικισμό της Δυτικής Όχθης και της Λωρίδας της Γάζας κατά τις δεκαετίας του '70 και του '80 προέρχονταν κατά κύριο λόγο από την ίδια την Αριστερά. Ενδεικτική είναι η τάση της κοινής γνώμης να ενισχύει τα ποσοστά της Δεξιάς σε περιόδους έντασης μεταξύ Εβραίων και Παλαιστινίων - με αντίστοιχη μείωση των ποσοστών της Αριστεράς και της Κεντροαριστεράς.

Σε αυτή την συγκυρία, και με δεδομένες τις πρόσφατες μνήμες της σύγκρουσης με την Χαμάς το περασμένο καλοκαίρι, ως επίσης και με την διαφαινόμενη διατάραξη των ισορροπιών στα Υψώματα του Γκολάν και στην λιβανική μεθόριο, δεν είναι τυχαίο ότι η Αριστερά δεν θίγει τόσο πολύ όσο ίσως θα έπρεπε το ζήτημα της προόδου της ειρηνευτικής διαδικασίας με τους Παλαιστινίους. Την ίδια στιγμή όμως, ανεξέλεγκτες φωνές στελεχών του Λικούντ, στην προσπάθειά τους να μην διαφύγουν ψήφοι προς την δεξιότερη «Εβραϊκή Εστία» υπό την ηγεσία του Ναφτάλι Μπένετ, προβάλλουν ως ανέφικτη τη λύση «Δύο Έθνη-Δύο Κράτη», ξεχνώντας ότι η επίσημη ισραηλινή διπλωματία έχει δεσμευθεί προς αυτήν την κατεύθυνση, τόσο προς τις ΗΠΑ όσο και προς τη διεθνή κοινότητα.

Ζητούμενο και σε αυτήν την εκλογική αναμέτρηση είναι η επίδειξη πολιτικής ευθύνης κυρίως ως προς τους ίδιους τους ισραηλινούς ψηφοφόρους, που θα κληθούν να αποφασίσουν κάποια στιγμή ξεκάθαρα ποιος εν τέλει είναι ο στόχος της ειρηνευτικής διαδικασίας και μέχρι ποίου σημείου το Ισραήλ διαθέτει τα διπλωματικά περιθώρια να διαπραγματευθεί ουσιαστικά. Μέχρι ποίου σημείου είναι ρεαλιστικά δυνατόν να μεταβληθεί το status quo στα θρησκευτικά προσκυνήματα της Παλιάς Πόλης της Ιερουσαλήμ και ποιες είναι οι διεθνείς δεσμεύσεις του ισραηλινού κράτους ως προς το ιδιοκτησιακό καθεστώς και τα δικαιώματα λατρείας για τους πιστούς των διαφόρων θρησκειών και δογμάτων. Μέχρι ποίου βαθμού η θρησκεία και η ιδιότυπη μεσσιανική θεώρηση της πολιτικής πραγματικότητας είναι ρεαλιστικό να καθορίζουν τις αποφάσεις της πολιτικής εξουσίας και να καθορίζουν τις διεθνείς σχέσεις της χώρας.

Ανεξαρτήτως όμως των σημείων αυτών, που κάποτε τα πολιτικά κόμματα του Ισραήλ θα πρέπει να δώσουν σαφείς διευκρινήσεις στο εκλογικό σώμα, η στάση της νέας ισραηλινής κυβέρνησης ως προς το ζήτημα της προόδου των ειρηνευτικών συνομιλιών με την Παλαιστινιακή Αρχή εξαρτάται εν πολλοίς από την διακυβέρνηση Ομπάμα και τις περιφερειακές επιλογές της Ουάσινγκτον. Και το μόνο σίγουρο είναι ότι μεσολαβεί ακόμα πολύς καιρός μέχρι την 20η Ιανουαρίου 2017, τελευταία ημέρα της θητείας του αμερικανού Προέδρου Μπαράκ Ομπάμα, ο οποίος δεν δείχνει να συμμερίζεται τους ευσεβείς πόθους της ισραηλινής θρησκευτικής Δεξιάς.

Τα οικονομικά και κοινωνικά αιτήματα της ισραηλινής μεσαίας τάξης.

Μία από τις αιτίες διάλυσης του κυβερνητικού συνασπισμού, που είχε ως αποτέλεσμα την πρόωρη προσφυγή στις κάλπες της 17ης Μαρτίου 2015, ήταν οι διαφωνίες μεταξύ του Υπουργού Οικονομικών, Γιαΐρ Λαπίντ, και του Πρωθυπουργού Μπινιαμίν Νετανιάχου. Αντικείμενο των διαφωνιών ήταν εάν και κατά πόσον θα μπορέσουν να πραγματωθούν οι προεκλογικές εξαγγελίες του Λαπίντ που είχαν σκοπό την ελάφρυνση της μεσαίας τάξης - η οποία βιώνει τις επιπτώσεις της νεοφιλελεύθερης πολιτικής που εφαρμόζεται στη χώρα από το κυβερνών κεντροδεξιό Λικούντ, από τις αρχές της δεκαετίας του '90 έως σήμερα.

Ο απολογισμός της διετούς υπουργικής θητείας του Λαπίντ στο Υπουργείο Οικονομικών είναι μάλλον απογοητευτικός, καθότι το υψηλό κόστος διαβίωσης της μεσαίας τάξης διατηρήθηκε στα ίδια επίπεδα. Ένας άλλος στόχος που είχε τεθεί από τον ίδιο ήταν η εξίσωση των στρατιωτικών υποχρεώσεων μεταξύ των θρησκευόμενων και μη θρησκευόμενων εβραίων πολιτών. Πράγματι, ψηφίσθηκε το νομοσχέδιο που υποχρεώνει τους μαθητές των θεολογικών εβραϊκών σχολών να κατατάσσονται στον στρατό, πλην όμως αυτό κατατέθηκε στην Κνέσετ με τόσες μεταβολές και αναθεωρήσεις, με αποτέλεσμα δικαίως να επικρίνεται ως μία επιδερμική απόπειρα ικανοποίησης της μη-θρησκευόμενης ισραηλινής κοινής γνώμης, αφού η εφαρμογή των επίμαχων διατάξεων αναβάλλεται σε βάθος χρόνου και υπό προϋποθέσεις, ποικίλως μεθερμηνευόμενες.

Συμπερασματικά, είτε έχουν βάση οι αιτιάσεις του απερχομένου Υπουργού Οικονομικών -ότι δηλαδή δεν αφέθηκε από τα στελέχη του Λικούντ και τον ίδιο τον Πρωθυπουργό να πραγματώσει όσα είχε υποσχεθεί στους ψηφοφόρους του-, είτε τελικά οι προεκλογικές δεσμεύσεις του ήταν υπεραισιόδοξες εξ αρχής - το σίγουρο είναι ότι εν τέλει τα ποσοστά του κόμματός του 'Yesh Atid' ('Υπάρχει Μέλλον') μάλλον απογοητεύουν. Ακόμα και το γεγονός ότι επί των ημερών του, η ισραηλινή οικονομία δεν ένιωσε ιδιαίτερα τη διεθνή οικονομική κρίση, κρατώντας το εθνικό νόμισμα σταθερό και τους οικονομικούς δείκτες σε ικανοποιητικά για τις συγκυρίες επίπεδα, δεν θα ήταν υπερβολή να ειπωθεί ότι στη συνείδηση της κοινής γνώμης το (καθ'όλα φιλελεύθερο) 'οικονομικό θαύμα' της χώρας οφείλεται στην επί χρόνια δημοσιονομική διαχείριση του επιτελείου του Λικούντ. Χαρακτηριστικό μάλιστα είναι το γεγονός ότι ο Γιαΐρ Λαπίντ επικρίθηκε σφόδρα για την πρόσφατη μείωση του δείκτη πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας από τον οίκο Fitch, από Α+ σε Α, απόδοση η οποία, σε σύγκριση με άλλες χώρες της Δύσης, αντικειμενικά δεν είναι καθόλου άσχημη.

Κατά την παρούσα παρατεταμένη προεκλογική περίοδο, τα κόμματα εξουσίας εστιάζονται κατά κύριο λόγο σε ζητήματα κοινωνικού ενδιαφέροντος - δηλαδή όσα κοινωνικά προβλήματα άφησε άλυτα η προηγούμενη κυβέρνηση, με αποτέλεσμα να βάλλεται, δικαίως και μη, ο Γιαΐρ Λαπίντ. Δεν είναι τυχαίο ότι το θρησκευτικό κόμμα Shas - το οποίο δεν είχε συμπεριληφθεί στον κυβερνητικό συνασπισμό εξ αιτίας της αντιθρησκευτικής πολιτικής ατζέντας Λαπίντ και του πολιτικού 'βέτο' που έθεσε κατά τις διαπραγματεύσεις σχηματισμού κυβέρνησης - τώρα θέτει σε πρώτη προτεραιότητα της προεκλογικής του εκστρατείας την προστασία των αδύναμων κοινωνικών στρωμάτων, με έμφαση πάντα στην πολυπληθή θρησκευτική εκ Μαρόκου εβραϊκή κοινότητα. Αντίστοιχα, το νέο κόμμα «Kulanu» («Όλοι μας») υπό τον Μοσέ Καχαλόν, προβάλλεται ολοένα και περισσότερο ως η περισσότερο ρεαλιστική (και μάλλον δεξιότερη ιδεολογικά) απάντηση στην κατακριτέα κεντροαριστερή ανεδαφικότητα του Γιαΐρ Λαπίντ, χωρίς ωστόσο να καταφέρνει να αποσπάσει σημαντικά ποσοστά στις δημοσκοπήσεις.

Το σίγουρο είναι ότι τα μεσαία και κατώτατα εισοδηματικά στρώματα συνεχίζουν να βάλλονται στη σύγχρονη ισραηλινή κοινωνία. Η αστυφιλία δεν αποτελεί καλό προμήνυμα, ούτε και η απόφαση Νετανιάχου να ψηφισθεί νόμος, παραμονές των εκλογών, σύμφωνα με τον οποίον αυξάνεται ο βασικός μισθός σε 5.000 σέκελ (περίπου 1.000€) - τακτική που θυμίζει ανάλογες γνωστές προεκλογικές πρακτικές που δεν κολακεύουν καμία δυτική κοινοβουλευτική δημοκρατία. Όλα συντείνουν στο συμπέρασμα ότι η μείωση του κόστους ζωής, η αντιμετώπιση της φούσκας στην τιμή των ακινήτων, η σκληρή φορολογία της μεσαίας τάξης και η συνήθεια των ισραηλινών να χρησιμοποιούν αλόγιστα τις πιστωτικές τους κάρτες, αποτελούν προβλήματα προς επίλυση - με το νεοφιλελεύθερο Λικούντ να έχει αποδείξει εμπράκτως ότι δεν είναι σε θέση να επιλύσει. Από την άλλη, ούτε η κεντροαριστερή «Σιωνιστική Παράταξη» του Εργατικού Κόμματος δεν έχει δώσει ένα σαφές κοινωνικό στίγμα - προφανώς επειδή κατά τη διάρκεια των περασμένων δύο ετών, αντί να προβάλει ουσιαστικές αντιπροτάσεις για την οικονομία και την κοινωνία, είχε στρέψει την προσοχή στα στραβοπατήματα του πολυτάλαντου δημοσιογράφου, ηθοποιού και συγγραφέα Γιαΐρ Λαπίντ, ο οποίος ωστόσο αποδείχθηκε πολιτικά άπειρος ως Υπουργός Οικονομικών της απερχόμενης κυβέρνησης.

«Μία έπαυλη μέσα στη ζούγκλα» της Μέσης Ανατολής

Η παρομοίωση του Ισραήλ ως «Έπαυλη μέσα στη Ζούγκλα» ανήκει στον πρώην Πρωθυπουργό της χώρας, Εχούντ Μπαράκ, θέλοντας να τονίσει την υπεροχή ισχύος του Ισραήλ έναντι των γειτονικών του αντιπάλων και παρά το ασταθές περιφερειακό γίγνεσθαι. Λίγες εβδομάδες μετά από εκείνη τη δήλωση, τον Οκτώβριο του 2000, ξέσπασε η δεύτερη Ιντιφάντα, αποδεικνύοντας ότι όσο πολυτελής και να είναι μια έπαυλη, καθίσταται ανά πάσα στιγμή ευάλωτη. Από τότε, εκάστοτε ισραηλινή πολιτική ηγεσία φροντίζει να μην λησμονεί εκείνη την παρομοίωση και η απερχόμενη ισραηλινή κυβέρνηση δεν αποτέλεσε εξαίρεση.

Όπως ακριβώς συνέβη και με τις προηγούμενες κυβερνήσεις, η απερχόμενη κυβέρνηση Νετανιάχου δεν χρειάσθηκε να χρησιμοποιήσει πολλά επιχειρήματα για να αιτιολογήσει στην κοινή γνώμη την ανάληψη στρατιωτικής δράσης αφ' ενός για να αντιμετωπισθούν οι ρήψεις ρουκετών εκ μέρους της Χαμάς το καλοκαίρι του 2014 και αφ' ετέρου για να μην τεθούν εκτός ελέγχου οι περιορισμένης εμβέλειας εστίες έντασης στο βόρεια σύνορα της χώρας με το Λίβανο και τη Συρία.

Παράλληλα, το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν συνεχίζει να θεωρείται από τον ισραηλινό Πρωθυπουργό ως ο πρώτιστος κίνδυνος για την ασφάλεια της χώρας. Από την άλλη πλευρά, παρά το ότι η Δύση και οι ΗΠΑ δείχνουν να συμμερίζονται τις ισραηλινές ανησυχίες ως προς τη Χαμάς, τη Χεζμπολλάχ και την περιφερειακή επιρροή του Ισλαμικού Κράτους, το Ισραήλ δεν έχει καταφέρει να πείσει τη διακυβέρνηση Ομπάμα ως προς την ανάγκη άμεσης αντιμετώπισης της ιρανικής απειλής. Ειδικότερα, κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2014, όταν η Δύση αποφάσισε να συνεργασθεί με το Ιράν για να αντιμετωπισθεί ο αποσταθεροποιητικός παράγοντας του ISIS, η ισραηλινή επιμονή τέθηκε ακόμα περισσότερο στο περιθώριο. Δεν αποτελεί υπερβολή να τονισθεί ότι η μόνιμη επωδός κάθε πρωθυπουργικής θητείας Νετανιάχου είναι η αποτυχία του Ισραήλ να πείσει το Στέητ Ντηπάρτμεντ για την ανάγκη άμεσης, και δη ένοπλης, παρέμβασης προκειμένου η Τεχεράνη να σταματήσει να εξοπλίζεται και να προάγει τις πυρηνικές της φιλοδοξίες.

Αντιθέτως, η εγκαθίδρυση του φιλικού προς το Ισραήλ καθεστώτος Αλ-Σίσι στην Αίγυπτο, η έμπρακτη στρατιωτική και διπλωματική στήριξη που το Κάιρο παρείχε στο Ισραήλ κατά την τελευταία διετία και ειδικότερα κατά το καλοκαίρι του 2014 στην ένοπλη σύγκρουση με τη Χαμάς, η φιλοδυτική σταθερότητα που συνεχίζει να εξασφαλίζει ο Βασιλιάς Αμπντάλλα στη γειτονική Ιορδανία και η καλλιέργεια αρμονικών σχέσεων με τις δύο αυτές γειτονικές χώρες, συγκαταλέγονται στα θετικά σημεία που έχει στο ενεργητικό της η απερχόμενη ισραηλινή κυβέρνηση.

Παρ' όλα αυτά, η παρατεταμένη ψυχρότητα μεταξύ Ισραήλ και Τουρκίας, που διατηρείται έντονη με τις κατά καιρούς δηλώσεις του Τούρκου Προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, υπενθυμίζει στο Ισραήλ πόσο ευάλωτο συνεχίζει να είναι από πλευράς ασφάλειας. Ο άξονας Τουρκίας-Ισραήλ που ενεργοποιήθηκε για πρώτη φορά στις αρχές της δεκαετίας του '50 δεν είναι εύκολο υπό τις παρούσες συνθήκες να υποκατασταθεί.

Κοινός τόπος της ισραηλινής Δεξιάς και Αριστεράς, είναι η άρρηκτη σχέση της χώρας με τις Ηνωμένες Πολιτείας και με τα συμφέροντα του δυτικού κόσμου στην ευρεία Μέση Ανατολή. Ως εκ τούτου, καμία μεταβολή δεν πρόκειται να σημειωθεί στον φιλοαμερικανικό προσανατολισμό της ισραηλινής εξωτερικής πολιτικής , οποιοδήποτε και αν είναι το εκλογικό αποτέλεσμα. Παράλληλα, τίποτα δεν χωρίζει τις δύο παρατάξεις σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση της Χαμάς και των ένοπλων παλαιστινιακών ομάδων εντός του Ισραήλ και της Δυτικής Όχθης. Ωστόσο, οι επικρίσεις της «Σιωνιστικής Παράταξης», του μεγαλύτερου κομματικού σχηματισμού της κεντροαριστερής αντιπολίτευσης, δεν είναι λίγες. Εστιάζονται στις ολοένα και πιο συχνές διαφωνίες της ισραηλινής κυβέρνησης επί θητείας Νετανιάχου και Λίμπερμαν στο Υπουργείο Εξωτερικών με την Ουάσινγκτον σε ό,τι αφορά την πρόοδο των ειρηνευτικών συνομιλιών με την Παλαιστινιακή Αρχή, στη διαφαινόμενη υιοθέτηση μεσσιανικών θέσεων για το ειδικό θρησκευτικό status quo στην Παλιά Πόλη της Ιερουσαλήμ και στην έμμεση αμφισβήτηση της λύσης «δύο έθνη-δύο κράτη» εκ μέρους στελεχών του Λικούντ που εκφράζουν τάσεις της ενδοκομματικής θρησκευτικής Δεξιάς.

Ειδικότερα, η «Σιωνιστική Παράταξη» της αντιπολίτευσης - της οποίας τα ποσοστά εμφανίζονται αυξημένα στις δημοσκοπήσεις, πλην όμως ο βαθμός εμπιστοσύνης είναι αισθητά χαμηλός ως προς το πρόσωπο του ηγέτη της, Ιτσχάκ Χέρτσογκ - εξασφάλισε τη συνεργασία του Άμος Γιάντλιν, έμπειρου στρατιωτικού εν αποστρατεία, σημαντικού πολιτικού αναλυτή και Δ/ντη της έγκυρης δεξαμενής σκέψεως INSS, ο οποίος και προορίζεται να αναλάβει το Υπουργείο Εθνικής Αμύνης σε περίπτωση νίκης της Κεντροαριστεράς.

Ο Άμος Γιάντλιν επικρίνει τον Πρωθυπουργό Νετανιάχου και το επιτελείο του, ότι με το να οξύνει τις σχέσεις Ισραήλ-ΗΠΑ καθ' όλα τα προηγούμενα χρόνια, κατέστησε τα ζητήματα που αφορούν την άμυνα του Ισραήλ αντικείμενο εσωτερικής πολιτικής αντιπαράθεσης στην Αμερική. Σε συνέντευξή του στην κρατική ισραηλινή τηλεόραση την 27.01.2015, επεσήμανε μεταξύ άλλων ότι το Ισραήλ αποτελούσε ανέκαθεν ένα ζήτημα στο οποίο παραδοσιακά συνέκλιναν όλες οι πολιτικές δυνάμεις στο εσωτερικό των ΗΠΑ, αλλά ότι οι κινήσεις Νετανιάχου τα τελευταία χρόνια απομάκρυναν την διακυβέρνηση Ομπάμα και τους Δημοκρατικούς από τα ισραηλινά αιτήματα στρατιωτικής ασφάλειας και οικονομικής ενίσχυσης. «Η στήριξη του Ισραήλ εκ μέρους των ΗΠΑ, ενώ παλαιότερα αποτελούσε ένα από τα βασικά σημεία συμφωνίας όλων των τάσεων του Στέητ Ντηπάρτμεντ, τώρα έχει καταλήξει να δημιουργεί τις περισσότερες διαφωνίες μεταξύ Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικανών, με επιπτώσεις απρόβλεπτες για την ασφάλεια της χώρας». Η διαπίστωση αυτή - αν και εντάσσεται στο γενικότερο προεκλογικό πολωτικό κλίμα- σίγουρα ενέχει πολλές αλήθειες. Από την άλλη πλευρά όμως, η πρόσφατη προσέγγιση μεταξύ Ιράν και Δύσης δεν θα ήταν ποτέ δυνατόν να αφήσει αδιάφορη την ισραηλινή διπλωματία, με δεδομένη μάλιστα την παρατεταμένη ψυχρότητα ανάμεσα σε Ιερουσαλήμ και Άγκυρα.

Ως εκ τούτου, μία σημαντική μεταβολή που θα πρέπει να αναμένεται στην ισραηλινή εξωτερική πολιτική, σε περίπτωση ανόδου στην εξουσία μίας κεντροαριστερής ισραηλινής κυβέρνησης - και με δεδομένη το σημαντικό στίγμα του Άμος Γιάντλιν από το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας- θα είναι μία ανανεωμένη και περισσότερο πρόθυμη προσπάθεια του Ισραήλ να προσεγγίσει εκ νέου την Τουρκία και να αποκαταστήσει τον πάλαι ποτε σημαντικό άξονα ασφάλειας. Αναμφίβολα μία τέτοια προσέγγιση θα τύχει ευρείας ενθάρρυνσης εκ μέρους των ΗΠΑ.

Σαφή δείγματα γραφής βρίσκονται στις ετήσιες εκτιμήσεις του INSS, που αφορούν τις εκάστοτε κατευθυντήριες γραμμές που προτείνονταν στην πολιτική ηγεσία της χώρας - η κυριότερη των οποίων ήταν η όσο το δυνατόν αμεσότερη αποκατάσταση των τουρκοϊσραηλινών σχέσεων -. Μεγάλη σημασία δίνεται επίσης και στην αποκατάσταση των σχέσεων με την Ευρωπαϊκή Ένωση, με στόχο την ανάσχεση της διπλωματικής απομόνωσης της χώρας από σημαντικές χώρες της Δυτικής Ευρώπης - που αποτελούν τις βασικές εμπορικές εταίρους του Ισραήλ.

Από την άλλη πλευρά, η κυβέρνηση Νετανιάχου και ειδικότερα ο Υπουργός Εξωτερικών Αβιγκντόρ Λίμπερμαν, από τον Ιούνιο του 2010 έως και σήμερα υιοθέτησαν την εκτίμηση ότι οι σχέσεις με την Τουρκία δεν είναι δυνατόν να αποκατασταθούν προς το παρόν - ή ότι ακόμα και σε περίπτωση τυπικής αποκατάστασής τους, δεν θα μπορέσουν ποτέ να φθάσουν στο ίδιο επίπεδο με το παρελθόν.

Πέραν αυτού, η συγκρουσιακή προσωπικότητα του Αβιγκντόρ Λίμπερμαν πράγματι δημιούργησε κατά καιρούς εντάσεις με ευρωπαϊκές χώρες, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τα αλλεπάλληλα διπλωματικά επεισόδια μεταξύ Ισραήλ και Σουηδίας. Επί των ημερών του η Παλαιστινιακή Αρχή προσέφυγε στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, πετυχαίνοντας να της αναγνωρισθεί καθεστώς παρατηρητή. Η Παλαιστίνη αναγνωρίσθηκε διπλωματικά ως κρατική οντότητα από πολλές χώρες της Ευρώπης και της Λατινικής Αμερικής, ενώ άλλα ευρωπαϊκά κοινοβούλια ψήφισαν αποφάσεις υπέρ της σύστασης ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους με σύνορα τα προ του πολέμου του 1967. Παράλληλα, η Ευρωπαϊκή Ένωση απαίτησε, και εν τέλει πέτυχε, τη σήμανση των προϊόντων που προέρχονταν από την κατεχόμενη Δυτική Όχθη, ενώ μέχρι και την τελευταία στιγμή δεν ήταν καθόλου σίγουρο εάν τα ισραηλινά ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα θα συμμετείχαν σε ευρωπαϊκά χρηματοδοτικά προγράμματα.

Το πολιτικό κόστος αυτών των διπλωματικών δυσχερειών αποδίδεται εκ μέρους της αντιπολίτευσης στον τρόπο χειρισμού του απερχόμενου Υπουργού Εξωτερικών. Πέραν αυτών όμως, κατά την παρατεταμένη προεκλογική περίοδο που διανύει η χώρα από τις αρχές Δεκεμβρίου του 2014, αποκαλύφθηκαν οικονομικά σκάνδαλα στα οποία εμπλέκονταν σημαίνοντα στελέχη του κόμματος του Αβιγκντόρ Λίμπερμαν - με αποτέλεσμα να παρατηρείται σημαντική μείωση των ποσοστών του «Israel Beitenu» («Ισραήλ, το Σπίτι μας») στις δημοσκοπήσεις. Παρ' όλα αυτά όμως, εάν τελικά το κεντροδεξιό Λικούντ κληθεί να σχηματίσει κυβέρνηση και το «Israel Beitenu» δεν υποστεί μεγάλη μείωση της κοινοβουλευτικής του ισχύος, εκτιμάται ότι το Υπουργείο Εξωτερικών θα συνεχίσει να τελεί υπό τον έλεγχο του Λίμπερμαν, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις τουρκοϊσραηλινές σχέσεις, - μιας και οι σχέσεις του με τον Πρωθυπουργό Νετανιάχου υπήρξαν ως επί το πλείστον ομαλές, καθ' όλη τη διάρκεια της εξαιρετικά βραχύβιας απερχόμενης κυβέρνησης.

Δημοσιεύθηκε από το Κυπριακό Κέντρο Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων του Πανεπιστημίου Λευκωσίας (Σημείωμα 1/2015, 06.02.2015).

Προσβάσιμο εδώ

Δημοφιλή