Ντόναλντ Τραμπ και Μέση Ανατολή: Επιστροφή στο Μέλλον;

Κατ' αρχάς, οι θέσεις Τραμπ σημαίνουν μία εκ νέου περιθωριοποίηση του Ιράν, απώλεια της αμερικανικής 'ουδετερότητας' ως προς τους όρους της ειρηνευτικής διαδικασίας για το Παλαιστινιακό - που μοιραία θα απομακρύνουν ακόμα περισσότερο τη λύση στα πλαίσια της αρχής 'δύο έθνη-δύο κράτη'-, περαιτέρω όξυνση του ήδη τεταμένου συγκρουσιακού κλίματος στη Μέση Ανατολή., χωρίς να αποκλείεται μία ευθεία αμερικανική στρατιωτική ανάμιξη «τύπου Ιράκ» στην ήδη φλεγόμενη Συρία.
Michael Vadon/Flickr

Προβληματισμοί για τις προεκλογικές δεσμεύσεις του Ντόναλντ Τραμπ, σχετικά με την αμερικανική εξωτερική πολιτική στην Μέση Ανατολή

Κάθε χρόνο στο συνέδριο της αμερικανοεβραϊκής οργάνωσης AIPAC (American Israel Public Affairs Committee) εκτίθεται η πολιτική ατζέντα του ισχυρού εβραϊκού λόμπυ στις ΗΠΑ, φιλοξενώντας προσωπικότητες της αμερικανικής και της ισραηλινής πολιτικής ζωής. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι σε κάθε επίσκεψη - επίσημη ή μη- του ισραηλινού Πρωθυπουργού Βενιαμίν Νετανιάχου στην Ουάσινγκτον, πάντοτε συμμετέχει σε δημόσια εκδήλωση που διοργανώνει ο σημαντικός αυτός φορέας της εβραϊκής ομογένειας. Τα τελευταία χρόνια, τα αμερικανικά και ισραηλινά ΜΜΕ δείχνουν έντονο ενδιαφέρον στις τοποθετήσεις που διατυπώνονται στο ετήσιο συνέδριο της AIPAC.

Φέτος, το συνέδριο της AIPAC ήταν φυσικό να χρωματισθεί από την προεκλογική περίοδο των επικείμενων αμερικανικών προεδρικών εκλογών, δεδομένου μάλιστα ότι η εβραϊκή ψήφος ανέκαθεν επηρέαζε τα κέντρα αποφάσεων της χώρας. Όπως κάθε φορά, στο επίκεντρο των τοποθετήσεων των υποψηφίων των Δημοκρατικών και των Ρεπουμπλικανών τέθηκαν οι σχέσεις ΗΠΑ-Ισραήλ και η πολιτική των ΗΠΑ στην Μέση Ανατολή εν γένει. Αποτελεί κοινό μυστικό ότι σε κάθε προεκλογική περίοδο των αμερικανικών προεδρικών εκλογών, εκάστοτε υποψήφιος με αξιώσεις για μία αξιοπρεπή πολιτική παρουσία, δεν είναι δυνατόν να αγνοήσει το κεφάλαιο «Ισραήλ» και να υπερθεματίσει όσο γίνεται περισσότερο περί των άρρηκτων δεσμών του εβραϊκού κράτους με τη στρατηγική των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή.

Συγκρίνοντας παλαιότερες εκλογικές αναμετρήσεις, είναι γεγονός ότι ο Μπαράκ Ομπάμα αποτέλεσε την εξαίρεση, διατυπώνοντας προσεκτικές δηλώσεις για τις σχέσεις ΗΠΑ-Ισραήλ και το Παλαιστινιακό, δίνοντας την εντύπωση ότι ήθελε να διαφοροποιήσει τη στάση του ως προς την παραδοσιακά ξεκάθαρη φιλοϊσραηλινή γραμμή των προκατόχων του. Ο Ομπάμα αποδείχθηκε συνεπής στις συγκρατημένη του στάση, φέρνοντας πολλές φορές σε αμηχανία την ισραηλινή πλευρά ιδιαίτερα σε ό,τι αφορούσε τη διαχείριση του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν, ή τη στασιμότητα των διαπραγματεύσεων Ισραήλ-Παλαιστινιακής Αρχής. Αξίζει να σημειωθεί ότι κάθε φορά που οι σχέσεις Ομπάμα-Νετανιάχου φέρονταν να διαταράσσονται, η AIPAC ήταν ο κυριότερος φορέας που έδινε το βήμα στην ισραηλινή πλευρά για να εκφράσει δημόσια προβληματισμούς, αντιρρήσεις και διαφωνίες - και μάλιστα με ασυνήθιστα έντονο τρόπο.

Κατά την παρούσα προεκλογική περίοδο, φαίνεται πως η γνωστή παράδοση των προηγούμενων δεκαετιών επανέρχεται: Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικανοί υποψήφιοι δηλώνουν σε όλους τους τόνους ότι οι ΗΠΑ θα προστατεύσουν με κάθε τρόπο την ασφάλεια του Ισραήλ. Μόνο που στο φετινό συνέδριο της AIPAC που πραγματοποιήθηκε στις 21 και 22 Μαρτίου 2016 , ο επικρατέστερος υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών, Ντόναλντ Τραμπ, υπερθεμάτισε όσο κανείς άλλος.

Ο Τραμπ, μιλώντας με τον δικό του χαρακτηριστικό τρόπο, χαρακτήρισε τον Μπαράκ Ομπάμα πως ήταν «ό,τι χειρότερο συνέβη για το Ισραήλ τα τελευταία χρόνια». Τον επέκρινε ότι «λανθασμένα εκτίμησε πως το Ιράν συμβάλει στη λύση των περιφερειακών προβλημάτων στη Μέση Ανατολή», αντιτείνοντας ότι «στην πραγματικότητα, η Τεχεράνη είναι αυτή που αποτελεί το κύριο πρόβλημα στη Συρία, στον Λίβανο, στην Υεμένη, και αναμένεται να δημιουργήσει ακόμα περισσότερες επιπλοκές στη Σαουδική Αραβία». Κατηγόρησε το Ιράν ότι εκτός από την οικονομική και στρατιωτική στήριξη που παρέχει στην Χεζμπολλάχ στον Νότιο Λίβανο, βοηθάει με όπλα και χρήματα την Χαμάς στη Γάζα και την «παλαιστινιακή τρομοκρατία στην Δυτική Όχθη». Έθεσε στόχο της πολιτικής του, όταν εκλεγεί, να καταπολεμήσει την «τρομοκρατία που εκπορεύεται από το Ιράν» και να ανακληθούν οι πρόσφατες συμφωνίες που υπεγράφησαν για το πυρηνικό του πρόγραμμα, τονίζοντας ότι «η Τεχεράνη συνεχίζει να πραγματοποιεί ασκήσεις με βαλλιστικούς πυραύλους» - προφανώς σκοπίμως αγνοώντας ότι η συμφωνία 5+1 αφορούσε τον έλεγχο του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν και όχι τα πυραυλικά του συστήματα-.

Σε ό,τι αφορά το Παλαιστινιακό, ο Ντόναλντ Τραμπ χαρακτήρισε τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών ως «αναποτελεσματικό». Πρόσθεσε μάλιστα ότι «ο ΟΗΕ δεν διάκειται φιλικά προς τις αξίες της Δημοκρατίας, της Ελευθερίας - αξίες που πρεσβεύουν οι ΗΠΑ και το Ισραήλ». Διαβεβαίωσε ότι εάν εκλεγεί, οι ΗΠΑ θα ασκήσουν βέτο σε «οποιαδήποτε λύση που θα θελήσει να επιβάλει ο ΟΗΕ για το Παλαιστινιακό ζήτημα, αφού είναι σίγουρο ότι θα στοχεύει στην απονομιμοποίηση του εβραϊκού κράτους και στην επιβράβευση της παλαιστινιακής τρομοκρατίας». Τέλος, υποσχέθηκε ότι όταν θα εκλεγεί Πρόεδρος των ΗΠΑ, η Αμερικανική Πρεσβεία στο Ισραήλ θα μεταφερθεί από το Τελ Αβίβ στην Ιερουσαλήμ, υπονοώντας ότι με αυτόν τον τρόπο οι ΗΠΑ θα αναγνωρίσουν την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του εβραϊκού κράτους - σε αντίθεση με τις υπόλοιπες χώρες που συνεχίζουν να διατηρούν τις Πρεσβείες τους στο Τελ Αβίβ. Γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι εάν οι ΗΠΑ προβούν σε μία τέτοια ενέργεια, θα μεταβληθεί δραστικά η βάση διαπραγμάτευσης δεκαετιών - καθιστώντας αμφίβολη την άρση των ήδη υπαρχόντων αδιεξόδων.

Είναι δύσκολο κανείς να φανταστεί πόσο περισσότερο θα μπορούσε να υπερθεματίσει οποιοσδήποτε ανθυποψήφιος έναντι των υποσχέσεων που έδωσε ο Ντόναλντ Τραμπ στους αμερικανοεβραίους ψηφοφόρους και στην παρούσα ισραηλινή πολιτική ηγεσία. Πέρα από αυτό όμως, εάν ληφθούν σοβαρά υπ' όψιν οι δηλώσεις αυτές, ο Ντόναλντ Τραμπ ουσιαστικά υπόσχεται μία στροφή 180 μοιρών της παρούσας αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής στη Μέση Ανατολή.

Κατ' αρχάς, οι θέσεις Τραμπ σημαίνουν μία εκ νέου περιθωριοποίηση του Ιράν, απώλεια της αμερικανικής 'ουδετερότητας' ως προς τους όρους της ειρηνευτικής διαδικασίας για το Παλαιστινιακό - που μοιραία θα απομακρύνουν ακόμα περισσότερο τη λύση στα πλαίσια της αρχής 'δύο έθνη-δύο κράτη'-, περαιτέρω όξυνση του ήδη τεταμένου συγκρουσιακού κλίματος στη Μέση Ανατολή., χωρίς να αποκλείεται μία ευθεία αμερικανική στρατιωτική ανάμιξη «τύπου Ιράκ» στην ήδη φλεγόμενη Συρία. Ωστόσο, οι επικρατέστερες σήμερα τάσεις στο Στέητ Ντηπάρτμεντ δείχνουν να μην νοσταλγούν καθόλου το όχι και τόσο μακρινό παρελθόν της διακυβέρνησης Μπους, στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Και όχι άδικα - αφού ο χάρτης έχει αλλάξει ριζικά και κανένα λάθος στην ανάγνωσή του δεν επιτρέπεται πια.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι υποσχέσεις Τραμπ έρχονται να ικανοποιήσουν όχι μόνο τον Πρωθυπουργό Νετανιάχου, αλλά και τον μεγαλοϊδεατισμό που εκφράζεται κυρίως από το κόμμα της «Εβραϊκής Εστίας» του Ναφτάλι Μπένετ, που συμμετέχει στον δεξιό κυβερνητικό συνασπισμό. Θα ικανοποιήσουν και ένα μεγάλο τμήμα της ισραηλινής κοινής γνώμης που, καθ' όλη τη διάρκεια της διακυβέρνησης Ομπάμα, αισθάνθηκε αμήχανα από τις κατά καιρούς δηλώσεις του αμερικανού Υπουργού Εξωτερικών, Τζων Κέρι, αλλά και από τις πιεστικές παραινέσεις του ίδιου του αμερικανού Προέδρου προς τον Πρωθυπουργό Νετανιάχου, με τον οποίο έδειχνε να μην μιλά την ίδια γλώσσα. Και όλα αυτά συνέβαιναν τη στιγμή που οι ένοπλες επιθέσεις νεαρών παλαιστινίων με μαχαίρι - και εσχάτως με όπλα - κατά ισραηλινών πολιτών αποτελούν καθημερινό φαινόμενο, όπως καθημερινό φαινόμενο αποτελούν και τα αντίποινα του ισραηλινού στρατού. Μπορεί οι επιθέσεις αυτές να μην φτάνουν συχνά στα διεθνή ΜΜΕ, επειδή ακριβώς είναι πλέον συνυφασμένες με την ισραηλινή καθημερινότητα. Σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε πριν ένα χρόνο περίπου, οι ισραηλινοί αξιωματούχοι και πολιτικοί αναλυτές δεν διστάζουν πια να κάνουν λόγο για μία «Τρίτη Ιντιφάντα», παρά τις πολλές διαφορές της από τις δύο προηγούμενες.

Από την άλλη, είναι άραγε εφικτή μία «Επιστροφή στο Μέλλον» στον τρόπο που βλέπουν οι ΗΠΑ την Μέση Ανατολή, όπως τουλάχιστον διακηρύσσει ο Ντόναλντ Τραμπ; Κατά πόσον οι ψηφοθηρικές δηλώσεις συνάδουν με τη σωστή ανάγνωση του μεσανατολικού χάρτη; Και μέχρι πότε ο μέσος αμερικανός ψηφοφόρος -εβραϊκής καταγωγής ή μη - θα επιλέγει τον Πρόεδρο των ΗΠΑ ανάλογα με το πόσο ισχυρά φιλοϊσραηλινά εύσημα του αναγνωρίζονται;

Ένα είναι το σίγουρο. Η σημερινή Μέση Ανατολή σε τίποτα σχεδόν δεν μοιάζει με την εποχή της διακυβέρνησης Ρήγκαν, Κλίντον ή Μπους. Και προκαλεί έκπληξη πώς οι επιτελείς που καθοδηγούν και προβάλουν την προεκλογική εκστρατεία του Ντόναλντ Τραμπ δείχνουν να μην αντιλαμβάνονται ότι ο νέος χάρτης της περιοχής πρέπει να αναγνωσθεί όπως πραγματικά είναι.

Δημοφιλή