Μπορεί πράγματι η Ελλάδα να εμποδίσει την αποκατάσταση των σχέσεων Ισραήλ-Τουρκίας;

Από τα ανωτέρω γίνεται εύκολα αντιληπτό, ότι η ισραηλινή πλευρά έχει πολλούς λόγους να τηρεί στάση αναμονής πριν αποφασίσει να αποκαταστήσει πλήρως τις σχέσεις με την Τουρκία. Συγκεκριμένα, σε περίπτωση που Τουρκία και Ισραήλ αποκαταστήσουν τώρα τις σχέσεις τους, τότε θα τεθούν σε κίνδυνο οι λεπτές ισορροπίες μεταξύ της Τουρκίας και των σουνιτικών χωρών και της Σαουδικής Αραβίας, ενώ αντίστοιχα, ο παρασκηνιακός επιχειρησιακός συντονισμός Ρωσίας-Ισραήλ κινδυνεύει να διακοπεί, με απρόβλεπτες συνέπειες. Είναι σαφές ότι στο συγκεκριμένο πλέγμα σχέσεων, οι χρόνιες ελληνοτουρκικές διαφορές δεν βρίσκονται στο επίκεντρο των ισραηλινών χειρισμών - και σίγουρα όχι στον βαθμό που θα προσδοκούσε ο Έλληνας Υπουργός Εθνικής Άμυνας.

«Οι πιθανότητες εξομάλυνσης των σχέσεων Ισραήλ-Τουρκίας είναι λιγοστές». Αυτή ήταν η εκτίμηση του Πάνου Καμμένου, που τονίσθηκε από τη δημόσια ισραηλινή ραδιοφωνία λίγο πριν μεταδοθεί η αποκλειστική συνέντευξη που παραχώρησε ο Έλληνας Υπουργός Εθνικής Άμυνας την περασμένη Παρασκευή (19/2). Η συνέντευξη Καμμένου προς την ισραηλινή ραδιοφωνία πραγματοποιήθηκε επ' ευκαιρία της συμμετοχής του σε διημερίδα του ισραηλινού ερευνητικού κέντρου στρατηγικών μελετών , Begin Sadat Center (BESA) στις 17 και 18 Φεβρουαρίου 2016 με θέμα «Στρατηγικές Προκλήσεις στην Νοτιοανατολική Μεσόγειο».

Ο κ. Καμμένος, τόσο κατά την ομιλία του στη διημερίδα όσο και κατά τη διάρκεια της ραδιοφωνικής του συνέντευξης, τόνισε ότι η Τουρκία, τη στιγμή που η περιφερειακή απομόνωση της ενισχύεται, η εχθρότητά της έναντι του Ισραήλ δεν υποχωρεί. Επανέλαβε τις δηλώσεις του Ισραηλινού ομολόγου του, Μοσέ Γιααλόν, που είχε επισκεφθεί πρόσφατα την Αθήνα, σύμφωνα με τις οποίες η Τουρκία ενίσχυε σε οικονομικό και υλικοτεχνικό επίπεδο το Ισλαμικό Κράτος στη Συρία. Επέκρινε την Άγκυρα ότι δεν τηρεί τις υποχρεώσεις που ανέλαβε στα πλαίσια του ΝΑΤΟ για την προστασία των σύρων προσφύγων, ενώ συγχρόνως τους χρησιμοποιεί «καθιστώντας τους στην ουσία 'ομήρους' της πολιτικής της, με σκοπό να λαμβάνει οικονομικές ενισχύσεις από την Ευρωπαϊκή Ένωση».

Κατά την εισήγησή του στην διημερίδα του ερευνητικού κέντρου BESA, ο κ. Καμμένος έδωσε έμφαση στον περιφερειακό ρόλο της Τουρκίας, επικρίνοντάς την ότι οι κινήσεις της διαπνέονται από νέο-οθωμανικό ηγεμονισμό, υπενθυμίζοντας ότι η τουρκική πολεμική αεροπορία παραβιάζει συστηματικά τον ελληνικό εναέριο χώρο, καθοδηγεί «σκοπίμως εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες από τη Συρία προς την Ευρώπη» και διατηρεί τις κατοχικές δυνάμεις της στην Κύπρο, θέλοντας να εμποδίσει την πρόοδο των διαπραγματεύσεων για την επίλυση του Κυπριακού αλλά και την αξιοποίηση των κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στην Νοτιοανατολική Μεσόγειο.

Στο ίδιο πλαίσιο κινήθηκε η ομιλία του κ. Καμμένου και σε ζητήματα που αφορούν την ισραηλινή πλευρά, υπενθυμίζοντας χαρακτηριστικά τις δηλώσεις του Τούρκου Πρωθυπουργού, Μεχμέτ Νταβούτογλου, όταν τον Δεκέμβριο του 2015 εξέφραζε την ευχή «η παλαιστινιακή σημαία να κυματίσει στην Ιερουσαλήμ», προσθέτοντας ότι η Τουρκία ποτέ δεν εγκατέλειψε τις φιλοδοξίες της να καταστεί και εκείνη πυρηνική δύναμη -ανάγοντας εμμέσως πλην σαφώς τις αντίστοιχες φιλοδοξίες του Ιράν, που διαχρονικά απασχολούν άμεσα την ισραηλινή πλευρά. Τέλος, κατηγόρησε την Τουρκία ότι επιδιώκει να εκμεταλλευθεί το ενδεχόμενο μίας γενικότερης αποσταθεροποίησης στην περιοχή, εκτιμώντας ότι η κατάρριψη του ρωσικού πολεμικού αεροσκάφους στην τουρκοσυριακή μεθόριο στόχευε να εμπλέξει σε ευθεία σύγκρουση μεταξύ των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ και της Ρωσίας. Ενισχύοντας την ένταση και προκαλώντας περαιτέρω εμπλοκή των νατοϊκών δυνάμεων, η Τουρκία επεδίωξε -και συνεχίζει να επιδιώκει- την αναβάθμιση του ρόλου της στη Συρία για να θέσει υπό έλεγχο τις κουρδικές δυνάμεις του YPG και του PKK, που στοχεύουν στη σύστασης ανεξάρτητου κουρδικού κράτους στη Βόρειο Συρία. Ο κ. Καμμένος τόνισε ότι τη στιγμή που ο στόχος της Δύσης στη Συρία ήταν οι δυνάμεις του ISIS, «η Τουρκία συναλλασσόταν με το ISIS και βομβάρδιζε τους Κούρδους» για να εξυπηρετήσει αποκλειστικά τα δικά της συμφέροντα.

Είναι αλήθεια ότι ο κ. Καμμένος κατά την εισήγησή του στην διημερίδα του ισραηλινού ερευνητικού κέντρου δε στάθηκε μόνο σε επικρίσεις κατά της Τουρκίας. Αναφέρθηκε εκτενώς στη σύσφιγξη των σχέσεων της Ελλάδας με το Ισραήλ, στο ευρύ πλέγμα των διμερών αμυντικών συμφωνιών - που όμοιό της υπάρχει μόνο μεταξύ του Ισραήλ και των ΗΠΑ -, στο στρατηγικό βάθος που προσφέρουν Αθήνα και Λευκωσία και στις προοπτικές που ανοίγονται στον τομέα της ενέργειας και ασφάλειας βάσει του κοινού άξονα με την Κυπριακή Δημοκρατία. Ωστόσο, τα ισραηλινά μέσα για ακόμα μια φορά επικεντρώθηκαν στο ερώτημα πώς η Αθήνα βλέπει μία ενδεχόμενη αποκατάσταση των σχέσεων του Ισραήλ με την Τουρκία και μέχρι ποίου βαθμού η ισραηλινή εξωτερική πολιτική είναι δεσμευμένη έναντι των νέων της περιφερειακών συμμάχων, της Ελλάδας και της Κύπρου. Οι ισραηλινοί προβληματισμοί και ο τρόπος με τον οποίον σχολιάσθηκαν στο Ισραήλ οι δηλώσεις Καμμένου υποκρύπτουν την ανησυχία της ισραηλινής πλευράς εάν τελικά η περιφερειακή πολιτική της χώρας 'κινδυνεύει να εγκλωβισθεί' από την ελληνική πλευρά, τη στιγμή που η Τουρκία καλώς ή κακώς - και παρά τις γνωστές επιπτώσεις που βιώνει η ίδια - ενισχύει το ρόλο της σε περιφερειακό επίπεδο, και ως εκ τούτου η αποκατάσταση των σχέσεων Ισραήλ-Τουρκίας θεωρείται επιβεβλημένη εκ των πραγμάτων. Άλλωστε, είναι ενδεικτικό πως το Ισραήλ δεν προέβαλε κανένα αντίστοιχο δίλημμα στην Ελλάδα, ούτε περί του πρόσφατου ψηφίσματος της ελληνικής Βουλής σε σχέση με την ανεξαρτησία της Παλαιστίνης, ούτε και για την επίσημη επίσκεψη του Πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα στο Ιράν - η οποία ας σημειωθεί ότι ήταν η πρώτη επίσημη επίσκεψη Πρωθυπουργού χώρας της Δύσης στην μέχρι πρότινος απομονωμένη Τεχεράνη.

«Δεν αποτελεί για μας κριτήριο ούτε η ρητορική, ούτε και το τι γίνεται γνωστό στα ΜΜΕ», σχολίασε ο Αβίγκντορ Λίμπερμαν, ο οποίος είχε διατελέσει Υπουργός Εξωτερικών της χώρας από το 2009 έως το 2012 και από τον Νοέμβριο του 2013 έως και την παραίτησή του, τον Μάιο του 2015. Δεν είναι υπερβολή να χαρακτηρισθεί ο Λίμπερμαν ως ο «βασικός αρχιτέκτονας» του άξονα Ισραήλ- Κύπρου- Ελλάδας, έχοντας αφ' ενός την κύρια ευθύνη διαχείρισης της διπλωματικής ρήξης με την Τουρκία εξ αιτίας του επεισοδίου στο Μαβί Μάρμαρα, αφ' ετέρου ήταν ο πρώτος ισραηλινός Υπουργός Εξωτερικών που πραγματοποίησε τις περισσότερες κατ' ιδίαν συναντήσεις με ανώτατους αξιωματούχους σε Λευκωσία και Αθήνα - συχνά μάλιστα και πίσω από τα φώτα της δημοσιότητας - όταν πια είχε καταστεί σαφές πως τα κοιτάσματα φυσικού αερίου στην κυπριακή και ισραηλινή ΑΟΖ θα βρίσκονταν για πολύ καιρό ακόμα στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος και των τριών χωρών.

Παρά την εκρηκτική του προσωπικότητα και τις εμπρηστικές δηλώσεις του κατά της τουρκικής περιφερειακής πολιτικής, αυτή τη φορά κράτησε αποστάσεις ως προς το δριμύ αντιτουρκικό «κατηγορώ» του Έλληνα Υπουργού Εθνικής Άμυνας, δηλώνοντας στην ισραηλινή ραδιοφωνία, ερωτώμενος περί του ενδεχομένου αποκατάστασης των σχέσεων του Ισραήλ με την Τουρκία, ότι «το κριτήριο για μας είναι τι εξυπηρετεί τα ισραηλινά συμφέροντα». Εμμένοντας στην άποψή του ότι δεν είναι ο κατάλληλος χρόνος να αποκατασταθούν οι διπλωματικές σχέσεις του Ισραήλ με την Άγκυρα, έθεσε το ζήτημα σε τελείως διαφορετική βάση από εκείνην που πρόκρινε ο κ. Καμμένος, δηλώνοντας συγκεκριμένα ότι «αυτό που πρέπει να έχουμε σε πρώτο πλάνο είναι η εξομάλυνση των σχέσεών μας με την Αίγυπτο. Η αποκατάσταση των τουρκοϊσραηλινών σχέσεων δεν πρέπει να βλάψει τις σχέσεις μας με την Αίγυπτο. Όσο ο Ερντογάν επιδιώκει να «βάλει πόδι» στη Γάζα, εκτιμώ ότι θα είναι σφάλμα να προβούμε σε κινήσεις που θα οδηγήσουν στην αποκατάσταση των σχέσεών μας με την Τουρκία. Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με πανεπιστημιακό σεμινάριο περί διεθνών σχέσεων. Πρέπει να δούμε σε πρακτικό επίπεδο τι κερδίζουμε από την αποκατάσταση των σχέσεων με την Τουρκία, αλλά και συγχρόνως τι κινδυνεύουμε να χάσουμε σε σχέση με την Αίγυπτο, αλλά και με την Ελλάδα, με την Κύπρο και ούτω καθ' εξής».

Τα λακωνικά σχόλια του Αβίγκτορ Λίμπερμαν επ' ευκαιρία των πρόσφατων δηλώσεων Καμμένου στο Ισραήλ, συμπληρώθηκαν και από την πλευρά της ισραηλινής συμπολίτευσης και συγκεκριμένα από τον Πρόεδρο της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Εξωτερικής Πολιτικής και Άμυνας - και βουλευτή του κόμματος Λικούντ του Πρωθυπουργού Νετανιάχου - κ. Τσάχι Χανέγκμπι. Κληθείς να σχολιάσει την εκτίμηση του κ. Καμμένου πως «οι πιθανότητες εξομάλυνσης των σχέσεων Ισραήλ-Τουρκίας είναι λιγοστές», απάντησε ότι είναι «λιγότερο απαισιόδοξος από τον Έλληνα Υπουργό». Δήλωσε μάλιστα ότι «τις τελευταίες εβδομάδες και μάλιστα αυτές τις ημέρες η ισραηλινή πλευρά αναλαμβάνει εκ νέου προσπάθειες να γεφυρώσει τις διαφορές της με την Τουρκία» καταλήγοντας ότι «το επιδιωκόμενο πλαίσιο εξομάλυνσης θα καταδείξει και τα όρια που θα τεθούν στις διμερείς τουρκοϊσραηλινές σχέσεις».

Αποτιμώντας λοιπόν τις ισραηλινές εκτιμήσεις επί των δηλώσεων του Έλληνα Υπουργού Άμυνας, συμπεραίνεται ότι η διαφαινόμενη προσπάθεια της Ελλάδας να εμποδίσει ή έστω να καθυστερήσει την αποκατάσταση των σχέσεων Ισραήλ-Τουρκίας δεν θα ήταν σκόπιμο να βασίζεται κατά τρόπο έντονα αφοριστικό στο πλέγμα των ελληνοτουρκικών διαφορών. Η διάζευξη «ή με την Τουρκία ή με μας» δείχνει να μην επηρεάζει τα ισραηλινά κέντρα αποφάσεων, τα οποία ακολουθούν την δική τους ανάγνωση του περιφερειακού χάρτη. Διαφαίνεται μάλιστα ότι από πλευράς Ισραήλ, οι ελληνοτουρκικές διαφορές - όσο οξείες και αν παρουσιάζονται -, δεν παύουν να αποτελούν ζήτημα που αφορά δύο χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ που αργά ή γρήγορα θα επιλυθούν ειρηνικά. Έτι περαιτέρω, το Ισραήλ δεν είναι σε θέση να αγνοήσει τον αναβαθμισμένο ρόλο που ανέλαβε - ή της επετράπη από τις ΗΠΑ να λάβει - η Τουρκία στην διαμόρφωση ενός μεταπολεμικού συριακού status quo. Εάν μάλιστα αναγνωσθούν λίγο διαφορετικά οι δηλώσεις Καμμένου, οι Ισραηλινοί έχουν κάθε λόγο να πιστεύουν ότι η Τουρκία εν τέλει αξιοποιεί προς το συμφέρον της τη συριακή κρίση εκμεταλλευόμενη την αμηχανία των ΗΠΑ, την προσπάθεια της ΕΕ να μειώσει τις επιπτώσεις του προσφυγικού προβλήματος αλλά και την κατ' αρχήν βούληση της Δύσης να περιορισθεί σε ανεκτά πλαίσια ο περιφερειακός ρόλος του Ιράν και της Ρωσίας στην περιοχή.

Από την άλλη πλευρά, όσο και εάν το Ισραήλ θα επιθυμούσε να αποκαταστήσει τις διπλωματικές του σχέσεις με την Τουρκία, σίγουρα υπάρχουν αντικειμενικοί παράγοντες που είτε καθυστερούν είτε εμποδίζουν κάτι τέτοιο : Δεν πρέπει να παραβλεφθεί το γεγονός ότι η Τουρκία κατάφερε να εξασφαλίσει πρόσφατα τη σύμπραξη της Σαουδικής Αραβίας σε στρατιωτικό επίπεδο. Δεν πρέπει να λησμονείται επίσης ότι το Ισραήλ κατάφερε να λάβει τη δέσμευση του Κρεμλίνου, ότι η ρωσική στρατιωτική δραστηριότητα - και επομένως και η συνεργασία της Ρωσίας με το Ιράν στη Συρία - δεν θα αναζωπυρώσει το μέτωπο με την Χεζμπολλάχ κατά μήκος των βορείων συνόρων του Ισραήλ. Παράλληλα, είναι αλήθεια ότι στο Ισραήλ διάκεινται θετικά στο αίτημα των Κούρδων για ανεξαρτησία, αναγνωρίζοντας ότι, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες χώρες που έχουν εμπλακεί στο συριακό κουβάρι, «μόνο οι Κούρδοι είναι αυτοί που μάχονται αποκλειστικά τον κοινό κίνδυνο της Δύσης, που δεν είναι άλλος από το ISIS» -όπως πρόσφατα δήλωσε ο Άμος Γιάντλιν, Πρόεδρος του ισραηλινού ινστιτούτου στρατηγικών μελετών INSS.

Από τα ανωτέρω γίνεται εύκολα αντιληπτό, ότι η ισραηλινή πλευρά έχει πολλούς λόγους να τηρεί στάση αναμονής πριν αποφασίσει να αποκαταστήσει πλήρως τις σχέσεις με την Τουρκία. Συγκεκριμένα, σε περίπτωση που Τουρκία και Ισραήλ αποκαταστήσουν τώρα τις σχέσεις τους, τότε θα τεθούν σε κίνδυνο οι λεπτές ισορροπίες μεταξύ της Τουρκίας και των σουνιτικών χωρών και της Σαουδικής Αραβίας, ενώ αντίστοιχα, ο παρασκηνιακός επιχειρησιακός συντονισμός Ρωσίας-Ισραήλ κινδυνεύει να διακοπεί, με απρόβλεπτες συνέπειες. Είναι σαφές ότι στο συγκεκριμένο πλέγμα σχέσεων, οι χρόνιες ελληνοτουρκικές διαφορές δεν βρίσκονται στο επίκεντρο των ισραηλινών χειρισμών - και σίγουρα όχι στον βαθμό που θα προσδοκούσε ο Έλληνας Υπουργός Εθνικής Άμυνας.

Aντιθέτως, η ρεαλιστική ελληνική φωνή αυτή τη φορά προήλθε από τη Λευκωσία και μάλιστα επ' ευκαιρία του φλέγοντος ζητήματος των διεθνών εγγυήσεων, κατόπιν πρόσφατων ρωσικών δηλώσεων επί του ζητήματος. Αναφερόμενος σε όσα ακούγονται πρόσφατα στην εσωτερική πολιτική σκηνή, περί ανάγκης ενίσχυσης του ρόλου της Ρωσίας στο Κυπριακό - γεγονός που θα μπορούσε να επηρεάσει το ανοιχτό ζήτημα των διεθνών εγγυήσεων -, ο Πρόεδρος του ΔΗΣΥ, κ. Αβέρωφ Νεοφύτου, σε σχετικό ρεπορτάζ του κεντρικού δελτίου ειδήσεων του ΡΙΚ στις 21/2, δήλωσε τα εξής: «Με τις σημερινές σχέσεις Τουρκίας-Ρωσίας και Τουρκίας-Ισραήλ, δεν αρμόζει περίσσότερο η δική μας διαχρονική θέση (σ.σ.του ΔΗΣΥ), ότι δηλαδή μία ενωμένη Κύπρος δεν χρειάζεται ξένους εγγυητές; Θα ήθελε το Ισραήλ ή η Ρωσία να παραμείνει η Τουρκία εγγυητής με μονομερή δικαιώματα επέμβασης στην Κύπρο;»

Αυτό το απλό στη βάση του επιχείρημα είναι σε θέση να ενισχύσει την ισραηλινή διστακτικότητα να προβεί σε κινήσεις επαναπροσέγγισης με την Τουρκία. Ως εκ τούτου, θα ήταν χρήσιμο η Αθήνα να το προβάλει περισσότερο, μιας και το γενικότερο πλαίσιο των ελληνοτουρκικών διαφορών -όπως τουλάχιστον προκύπτει από τον απόηχο που είχαν στο Ισραήλ οι πρόσφατες δηλώσεις του κ. Πάνου Καμμένου-, μάλλον δεν επηρεάζει ουσιαστικά τις επιλογές της ισραηλινής Realpolitik.

Δημοφιλή