Ο δρόμος για την ελευθερία

Τον Απρίλιο του 1945, κι ενώ τα ρωσικά στρατεύματα προέλαυναν, δόθηκε εντολή εκκένωσης του στρατοπέδου. Οι κρατούμενοι υποχρεώθηκαν να περπατήσουν μέχρι τη Βαλτική θάλασσα -μια απόσταση εκατοντάδων χιλιομέτρων- και όπως ήταν αναμενόμενο, πολλοί απ' αυτούς δεν άντεξαν. Ο Nicolaas ήταν ένας από τους τελευταίους που άφησαν πίσω τους το στρατόπεδο. Για καλή του τύχη, μετά από δέκα μέρες πεζοπορίας, απελευθερώθηκε από τα αμερικανικά στρατεύματα στην πόλη του Σβερίν.
Sean Gallup via Getty Images

Στην πύλη έχει απομείνει ακόμα η χυδαία επιγραφή με το "Arbeit macht frei". Το τριγωνικό οικοπέδο που φιλοξενούσε το στρατόπεδο συγκέντρωσης του Sachsenhausen λειτουργεί σήμερα ως μουσείο με ελεύθερη είσοδο: είναι μια απόφαση λογική, αν σκεφτεί κανείς ότι τα ναζιστικά εγκλήματα τα πλήρωσε ολόκληρη η ανθρωπότητα.

Από το 1936 μέχρι το 1945 υπολογίζεται ότι πέρασαν από το Sachsenhausen τουλάχιστον διακόσιες χιλιάδες άνθρωποι. Ο αριθμός αυτών που δεν βγήκαν ζωντανοί είναι άγνωστος. Ό,τι έχει απομείνει από τη βιαιότητα εκείνης της εποχής είναι οι στρατώνες 38 και 39. Φθαρμένοι τοίχοι με νωπό πάνω τους το αίμα και λιγοστά κρεβάτια όπου «κοιμούνταν» χιλιάδες άνθρωποι. Ένας μικρός διάδρομος οδηγούσε στις τουαλέτες, όπου βασάνιζαν ή έπνιγαν τους φυλακισμένους, ενώ έξω από την πόρτα παραμόνευε η αποτρόπαια θέα στο κρεματόριο, τη φυλακή και τις κρεμάλες.

Φορούσαν όλοι τους ριγέ στολές και στο πέτο, αναγνωριστικό του στρατοπέδου στο οποίο ήταν φυλακισμένοι, είχαν ένα τρίγωνο ίδιο με το σχήμα του οικοπέδου. Ο καθένας είχε τον ατομικό του αριθμό κι όλοι μαζί γίνονταν το πλήθος που ήταν ανεπιθύμητο. Οι Ναζί δεν επεδίωκαν απλώς τον αφανισμό τους: ήθελαν πρώτα να τους βασανίσουν μέχρι τελικής πτώσης. Οι τρόποι ήταν πολλοί. Συχνά, όταν οι Ναζί ήθελαν να μάθουν αν οι καινούργιες αρβύλες τους ήταν αρκετά ανθεκτικές, υποχρέωναν τους φυλακισμένους να περπατούν δεκάδες χιλιόμετρα μέσα στο στρατόπεδο μέχρι να λιώσουν οι σόλες∙ όσοι κατέρρεαν από την προσπάθεια, κατέληγαν στα ιατρεία του Sachsenhausen ως πειραματόζωα.

*

Ο Ολλανδός Ab Nicolaas συνελήφθη για αντίσταση ενάντια στους Ναζί και μεταφέρθηκε στο Sachsenhausen το 1941. Έμεινε εκεί περισσότερα από τρία χρόνια. Στη διάρκεια της φυλάκισής του υποχρεώθηκε να κάνει όλων των ειδών τις εργασίες: από το να βάφει τοίχους μέχρι να καθαρίζει τις στάχτες στα κρεματόρια. Απέναντι στα βίαια στιγμιότυπα της καθημερινότητας, ο Nicolaas προσπάθησε ν' αντιτάξει την αισιοδοξία: όταν κάποιος είχε γενέθλια, συνήθως ήταν αυτός που φιλοτεχνούσε την ευχετήρια κάρτα.

Τον Απρίλιο του 1945, κι ενώ τα ρωσικά στρατεύματα προέλαυναν, δόθηκε εντολή εκκένωσης του στρατοπέδου. Οι κρατούμενοι υποχρεώθηκαν να περπατήσουν μέχρι τη Βαλτική θάλασσα -μια απόσταση εκατοντάδων χιλιομέτρων- και όπως ήταν αναμενόμενο, πολλοί απ' αυτούς δεν άντεξαν. Ο Nicolaas ήταν ένας από τους τελευταίους που άφησαν πίσω τους το στρατόπεδο. Για καλή του τύχη, μετά από δέκα μέρες πεζοπορίας, απελευθερώθηκε από τα αμερικανικά στρατεύματα στην πόλη του Σβερίν.

Μετά την απελευθέρωση επέστρεψε στην οικογένειά του στην Ολλανδία, διασχίζοντας μ' ένα αυτοκίνητο ισοπεδωμένες βιομηχανικές πόλεις. Ο δρόμος για την ελευθερία έμοιαζε ξαφνικά πιο μακρύς κι η επάνοδος στην καθημερινή ζωή μόνο εύκολη δε φαινόταν. Παρά την ψυχολογική υποστήριξη που δέχθηκε από ένα επιτελείο ειδικών αμέσως μετά την επιστροφή του, ο Nicolaas δεν μπόρεσε ποτέ ν' αφήσει πίσω του τα χρόνια του στρατοπέδου. Έλεγε συχνά «ότι οι αναμνήσεις από εκείνα τα χρόνια έρχονται με βιαιότητα σ' οτιδήποτε κι αν κάνω, ακόμα κι όταν πίνω καφέ, επειδή ξέρω ότι αυτό που κάνω τώρα μου το είχαν στερήσει για σχεδόν τέσσερα χρόνια. Δεν ξέρω τι σημαίνει αυτό, είναι όμως κάτι που το νιώθω βαθιά».

Προσπάθησε να προσαρμοστεί και να αποκτήσει μια κανονική ζωή στον μεταπολεμικό κόσμο, ωστόσο δεν τα κατάφερε. Δούλεψε για ένα χρονικό διάστημα σε μια εφημερίδα, σύντομα όμως παραιτήθηκε. Αυτό που επέλεξε τελικά να κάνει ήταν να εργαστεί ως κλόουν. Για περισσότερα από τριάντα χρόνια, έδινε παραστάσεις στην Ευρώπη κι ανάμεσα στις χώρες που επισκέφθηκε ήταν και η Γερμανία. Σε μια συνέντευξή του, δήλωσε ότι «το να γίνω κλόουν προέκυψε από τα χρόνια του στρατοπέδου, από την ανάγκη που είχα να κρύβομαι συνεχώς προκειμένου να επιβιώσω. Ήταν η καλύτερη θεραπεία. Γιατί κλόουν; Βλέπετε, για να δίνω κουράγιο στον εαυτό μου, όλο τον καιρό που βρισκόμουν στο στρατόπεδο φανταζόμουν ότι επέστρεφα στην παιδική μου ηλικία...»

Ο Ab Nicolaas πέθανε το 1999 σε ηλικία 82 χρονών στο Νούρντγουικ της Ολλανδίας.

Ο Γιώργος Παυλόπουλος είναι συγγραφέας τριών μυθιστορημάτων καθώς και πολλών ταξιδιωτικών κειμένων. Για περισσότερες πληροφορίες:Website || Instagram || Facebook