Η τιμή της Φαντιμέ Σαχιντάλ

Το όνομα της πλατείας ήταν Fadimes plats, δηλαδή η πλατεία της Fadime. Η σύντομη ιστορία της Φαντιμέ άνοιξε μία μακρυά και έντονη συζήτηση εκείνο το βράδυ στο τραπέζι μας όπως ακριβώς εκείνη που άνοιξε πριν 15 χρόνια στη Σουηδία και εξακολουθεί να τη στοιχειώνει ως μία ιστορία ντροπής και φόβου.
Reuters Photographer / Reuters

Είχε αρχίσει να βραδιάζει όταν περάσαμε τον ποταμό Φύρι και σταθήκαμε για λίγο σε μία πολύ μικρή πλατεία έτσι ώστε να ακούσουμε δύο λόγια από τον καθηγητή μας . Αμέσως μετά θα πηγαίναμε για φαγητό και ανυπομονούσαμε να τελειώσει η ημέρα μας εκεί αλλά δεν ξέραμε ότι η ιστορία και το όνομα της πλατείας θα μας συντρόφευε για αρκετές ώρες μετά. Το όνομα της πλατείας ήταν Fadimes plats, δηλαδή η πλατεία της Fadime. Η σύντομη ιστορία της Φαντιμέ άνοιξε μία μακρυά και έντονη συζήτηση εκείνο το βράδυ στο τραπέζι μας όπως ακριβώς εκείνη που άνοιξε πριν 15 χρόνια στη Σουηδία και εξακολουθεί να τη στοιχειώνει ως μία ιστορία ντροπής και φόβου.

H Φαντιμέ έφτασε στη Σουηδία όταν ήταν εφτά ετών. Καταγόταν από το Ελμπιστάν, ένα κουρδικό χωριό στη Νοτιοανατολική Τουρκία. Ο πατέρας της Ραχμί είχε μεταναστεύσει στην Ουψάλα λίγα χρόνια νωρίτερα και η οικογένεια τον ακολούθησε στα μέσα της δεκαετίας του '80.

«Το σχολείο και η εκπαίδευση ήταν καλή για την οικογένεια μου μόνο εφόσον μάθαινα να γράφω και να διαβάζω. Θεωρούσαν ότι η ανώτερη εκπαίδευση δεν προοριζόταν για εμένα. Σκοπός ήταν να ολοκληρώσω το σχολείο και να γυρίσω στο χωριό για να παντρευτώ κάποιον Κούρδο. Τον Κούρδο που θα έχουν επιλέξει αυτοί για εμένα. Όταν έφτασα στη Σουηδία και ξεκίνησα το σχολείο, οι γονείς μου μού έλεγαν να μην παίζω με τους συμμαθητές μου που ήταν από τη Σουηδία και να γυρίζω αμέσως μετά το σχολείο στο σπίτι».

Η Φαντιμέ στα 18 της γνώρισε και ερωτεύτηκε τον Σουηδό -Ιρανό Πάτρικ Λιντεσος. Κρύβονταν για έναν ολόκληρο χρόνο από την οικογένεια της ώσπου ξαφνικά τους είδε ο πατέρας της στο κέντρο της Ουψάλα. Χτύπησε και τους δύο ενώ τόσο ο πατέρας της όσο και ο δεκαεξάχρονος αδερφός της απείλησαν το ζευγάρι ότι θα το σκοτώσουν. Η Φαντιμέ και ο Πάτρικ έκαναν μήνυση στην οικογένεια και αποφάσισαν να μετακομίσουν στην περιοχή του Sundsvall.

«Η πρώτη αντίδραση του πατέρα μου ήταν να μας χτυπήσει. Πίστευε ότι ο ρόλος του σωστού πατέρα ήταν να υπερασπίζεται και να προστατεύει την τιμή της κόρης του. Υπέθεσε ότι ο Πάτρικ κι εγώ είχαμε σεξουαλικές σχέσεις. Για τη κουλτούρα του, ήταν σημαντικό να είμαι παρθένα. Υπάρχει ακόμα η παράδοση με το σημάδι από το αίμα στο σεντόνι. Για την οικογένεια μου, ο σκοπός της ζωής μου ήταν να παντρευτώ κάποιον Κούρδο. Από ένα καλό κορίτσι κούρδικης οικογένειας είχα μεταμορφωθεί σε μία ξετσίπωτη που είχε παρασυρθεί από τη ζωή των Σουηδών και τους είχα προδώσει. Αποφάσισα να κόψω τις επαφές με την οικογένεια μου και να μετακομίσω στο Sundsvall. Ο αδερφός μου με βρήκε και με απείλησε. Η κατάσταση πήγαινε από το κακό στο χειρότερο. Ο λόγος για τον οποίο στέλνανε τον ανήλικο αδερφό μου ήταν γιατί ο νόμος δεν θα τιμωρούσε λόγω της ηλικίας του»

Λίγες ημέρες πριν φύγουν με τον Πάτρικ, ο σύντροφος της σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Η ίδια αποφάσισε να μην φύγει σαν κυνηγημένη αλλά να μείνει στον τόπο όπου μεγάλωσε και γνώρισε τον έρωτα της ζωής της. Παρόλα αυτά, οι απειλές για τη ζωή της από την οικογένεια της δεν σταμάτησαν ακόμα και μετά τον θάνατο του Πάτρικ. Απευθύνθηκε επανειλημμένως στη σουηδική αστυνομία για να λάβει αδιάφορες απαντήσεις.

«Κατήγγειλα τα περιστατικά στην αστυνομία αλλά κανένας δεν με πήρε στα σοβαρά. Αντίθετα, δεν κατάλαβαν καθόλου την επικινδυνότητα της κατάστασης και την απειλή της ζωής μου και με συμβούλεψαν να προσπαθήσω να τα βρω μαζί τους ή να τους μιλήσω και να τους ζητήσω να μην με ενοχλήσουν ξανά».

Η Φαντιμέ βρήκε ως τελευταία λύση τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Στράφηκε στη δημοσιότητα για να προστατέψει τον εαυτό της, να ενημερώσει για την κατάσταση της και την περίπτωση η οποία όπως φάνηκε δεν ήταν η μοναδική στην «παραδεισένια» σουηδική κοινωνία.

«Η περίπτωση μου συγκέντρωσε τεράστιο ενδιαφέρον. Ένας αριθμός παρόμοιων περιπτώσεων αποκαλύφθηκε την ίδια περίοδο σε όλη τη Σουηδία. Έδωσα φωνή και πρόσωπο στην καταπίεση»

Η Φαντιμέ δολοφονήθηκε στις 21 Νοεμβρίου 2002 από τον πατέρα της λίγες ημέρες πριν φύγει για σπουδές στην Κένυα. Είχε βρεθεί με τη μητέρα της και τις δύο αδερφές της στο διαμέρισμα της αδερφής στην Ουψάλα ώσπου χτύπησε η πόρτα. Πηγαίνοντας να ανοίξει, ο πατέρας της την πυροβόλησε δύο φορές στο κεφάλι. Η Φαντιμέ πέθανε στην αγκαλιά της μητέρας η οποία δεν ήταν ικανή να τη σώσει.

Η Σουηδία ταρακουνήθηκε από την μαρτυρία και τον θάνατο της Φαντιμέ. Η κοινωνία διχάστηκε για την αποτελεσματική ενσωμάτωση των μεταναστών και πολλά μέσα μαζικής ενημέρωσης προσπάθησαν να ταυτίσουν τα εγκλήματα τιμής με το Ισλάμ.

Η Anne Patterson και η Unni Wikan στο βιβλίο της : In Honor of Fadime, Murder and Shame προσπάθησαν να αποσυνδέσουν τα εγκλήματα τιμής από τη θρησκεία και από συγκεκριμένες θρησκευτικές κοινότητες.

«Τα εγκλήματα τιμής και η έννοια της τιμής και της ντροπής δεν συνδέονται με τη θρησκεία. Οι έννοιες και οι ιδέες αυτές βρίσκονται σε συγκεκριμένες εθνοτικές ομάδες. Μπορούν να βρεθούν σε διάφορα πολιτιστικά σκηνικά τόσο μέσα στον Δυτικό κόσμο όσο και έξω από αυτόν. Το έγκλημα τιμής δεν αφορά τη θρησκεία αλλά τον κοινωνικό περίγυρο. Τιμή και ντροπή υπάρχουν μόνο εφόσον ο κόσμος γνωρίζει. Το έγκλημα γίνεται για να επικροτηθεί ο θύτης από το κοινωνικό περιβάλλον που θεωρεί την πράξη σωστή. Ακούστηκαν πολλά για τη θρησκεία της Φαντιμέ και το Ισλάμ. Ναι, η οικογένεια της Φαντιμέ ήταν μουσουλμάνοι όχι όμως πιστοί. Δεν ακολουθούσαν βασικούς κανόνες της θρησκείας άρα η πράξη αυτή δεν ήταν απόρροια μίας θρησκευτικής υποχρέωσης. Δεν είχε να κάνει με τον Θεό αλλά με τους ανθρώπους. Αντίθετα, στο Ισλάμ επικρατεί η ιδέα ότι κάθε ανθρώπινο ον είναι υπεύθυνο απέναντι στον Θεό κατά τη διάρκεια της Τελικής Κρίσης. Κανένας άνθρωπος δεν είναι σε θέση να κρίνει έναν άλλον άνθρωπο. 'Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποσύνδεσης των εγκλημάτων τιμής από τη θρησκεία είναι η δολοφονία ενός κοριτσιού το οποίο προερχόταν από οικογένεια Παλαιστίνιων χριστιανών και το οποίο αρνήθηκε έναν κανονισμένο γάμο, πριν λίγα χρόνια στη Σουηδία».

Μετά τον θάνατο της Φαντιμέ, οι πολιτικοί είδαν υπό νέο φως τις πολιτικές ενσωμάτωσης των μεταναστών στη σουηδική κοινωνία. Η αντίθεση ανάμεσα στη σουηδική μοντέρνα κοινωνία και σε παραδόσεις όπως εγκλήματα τιμής και κανονισμένοι γάμοι έφερνε σε απόγνωση τους νέους που δεν μπορούσαν να βρουν που πραγματικά ανήκουν. Είναι παιδιά μιας οικογένειας με απαρχαιωμένες αξίες ή μέλη μίας ισότιμης κοινωνίας όπου επιλέγουν ελεύθερα και συνειδητά για τον εαυτό τους;

Το Σοσιαλιστικό - Δημοκρατικό Κόμμα το οποίο βρισκόταν στην κυβέρνηση έδωσε μεγαλύτερες επιχορηγήσεις σε ειδικά κέντρα στήριξης έτσι ώστε να βοηθήσουν νεαρά κορίτσια να αποφύγουν γάμους ή να ξεφύγουν από τη βία της οικογένειας τους. Νομοθετικά, ρύθμισαν το όριο ηλικίας γάμου για τους μετανάστες στα 18 ενώ πριν ήταν στα 15. Η Mona Sahlin, τότε υπουργός Μετανάστευσης είχε δηλώσει για την Φαντιμέ: «Η Φαντιμέ και η λαχτάρα της να ζήσει τη δική της ζωή αποτελούν το ιδανικό πρότυπο για όλες τις νέες γυναίκες. Τα μίντια την αποκαλούν μία μάρτυρα η οποία θυσίασε τη ζωή της για την ισότητα αντρών -γυναικών και για το δικαίωμα να αποφασίσει για τη ζωή της».

Επιθυμία της ήταν η κηδεία της να γίνει στον Καθεδρικό της Ουψάλα, της πόλης που μεγάλωσε και αγάπησε. Θέλησε να ταφεί δίπλα στον αγαπημένο της Πάτρικ στο προτεσταντικό νεκροταφείο της Ουψάλα. 4.000 άνθρωποι συγκεντρώθηκαν στον Καθεδρικό για να αποχαιρετήσουν την Φαντιμέ. Να την αποχαιρετήσουν όχι ένα κορίτσι μίας πατριαρχικής οικογένειας Κούρδων αλλά μία πολίτη της Σουηδίας που είχε το θάρρος να βγει μπροστά και να μιλήσει ανοιχτά για όσα η σουηδική κοινωνία έβαζε κάτω από το χαλί.

Το φέρετρο της κουβάλησαν γυναίκες συγγενείς της ενώ κατά τη διάρκεια της κηδείας της έπαιξαν τα αγαπημένα της κομμάτια: το Tears in Heaven του Eric Clapton, το One των U2 και ένα παραδοσιακό κουρδικό κομμάτι θλίψης από κλαρίνο.

«Έπρεπε να αφήσω όλο μου το παρελθόν και να δημιουργήσω μία νέα ταυτότητα. Έπρεπε να αφήσω την οικογένεια μου. Πλήρωσα πολύ ακριβό τίμημα για αυτό. Δεν μετανιώνω που άφησα την οικογένεια μου αλλά λυπάμαι που ήμουν αναγκασμένη να το κάνω. Η οικογένεια μου έχασε και την τιμή της και την κόρη της. Θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί. Εάν η κοινωνία είχε θεωρήσει ότι είναι υποχρέωση της να ενσωματώσει την οικογένεια μου, θα μπορούσαμε να αποφύγουμε όλα αυτά. Εάν η Ένωση Κούρδων είχε βοηθήσει την οικογένεια μου, θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί. Δεν νιώθω καμία πικρία αλλά νομίζω ότι είναι σημαντικό να μάθουμε όλοι από αυτό και να μην συμβεί ποτέ ξανά. Νομίζω ότι είναι σημαντικό να μην κλείνουμε τα μάτια μας στην κατάσταση των κοριτσιών από οικογένειες μεταναστών».

Τα αποσπάσματα ήταν από τον λόγο της Φαντιμέ δύο μήνες πριν τον θανατό της.

Την είχε καλέσει η σουηδική Βουλή για να μιλήσει σε συζήτηση για τη βία κατά των γυναικών και για την αποτελεσματική ενσωμάτωση των μεταναστευτικών κοινοτήτων. Στη μνήμη της Φαντιμέ ιδρύθηκε ο οργανισμός GAPF -- Glöm aldrig Pela och Fadime, δηλαδή «Μην ξεχνάς ποτέ την Πέλα και την Φαντιμέ». Σκοπός του οργανισμού είναι να ενημερώνει για τα εγκλήματα τιμής και να προστατεύει όσους απευθυνθούν σε αυτόν ζητώντας μας να θυμόμαστε ότι κάθε χρόνο δολοφονούνται 5.000 γυναίκες για λόγους τιμής. Γυναίκες από όλες τις θρησκείες, τις εθνικότητες, τις κοινωνικές τάξεις και τις πολιτικές πεποιθήσεις.

Δημοφιλή