ΤΤΙΡ: Ένας μεγάλος κίνδυνος ή μια μεγάλη ευκαιρία;

Το σημαντικότερο κατά τη γνώμη μου μειονέκτημα, ωστόσο, έγκειται στη ρήτρα ICS, τη δημιουργία δηλαδή ενός ειδικού δικαστηρίου, ξεχωριστού από τα εθνικά δικαστήρια, που θα λύνει τις διαφορές από την εφαρμογή της συμφωνίας μεταξύ επενδυτών και κρατών, διατηρώντας τη δυνατότητα να επιβάλει στο κράτος (άμεσα ή έμμεσα) την αλλαγή της νομοθεσίας του, όταν αυτή περιορίζει τα δικαιώματα του επενδυτή από την ΤΤΙΡ! Με λίγα λόγια, τα (εύλογα) δικαιώματα του επενδυτή υπερ-προστατεύονται από ένα sui generis όργανο, που από συστάσεως δυσπιστεί έναντι των προθέσεων του κράτους και στόχο έχει την κάμψη της όποιας και για οποιονδήποτε λόγο περιοριστικής έναντι των επενδύσεων πολιτικής του θέλει εκδηλωθεί.
Evgeny Gromov via Getty Images

Έπειτα από την κατάρρευση των γύρων διαπραγματεύσεων της Ντόχα (2001-2008), που έλαβαν χώρα υπό τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ) και είχαν ως στόχο τον περιορισμό των εμποδίων στο παγκόσμιο εμπόριο και τις επενδύσεις, οι οντότητες που παρέμειναν προσηλωμένες στο στόχο αυτό αποφάσισαν την έναρξη διμερών ή πολυμερών διαπραγματεύσεων με στόχο τη σύναψη συμφωνιών ελεύθερου εμπορίου και επενδύσεων, που θα περιόριζαν τα εμπόδια στις μεταξύ τους εμπορικές συναλλαγές. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και η TTIP, η Διατλαντική Συμφωνία Εμπορίου και Επενδύσεων, που από το 2013 βρίσκεται υπό διαπραγμάτευση μεταξύ της ΕΕ και των ΗΠΑ και που αναμένεται να αποτελέσει τη μεγαλύτερη εμπορική συμφωνία που έχει συναφθεί ποτέ, αφού θα καλύπτει περίπου το μισό πληθυσμό της Γης και περίπου το ¼ των εμπορικών συναλλαγών παγκοσμίως.

Τι ξέρουμε, όμως, για την TTIP και πώς αυτή μπορεί να επηρεάσει τις ζωές μας; Θα ωφελήσει την οικονομία μας ή θα αποτελέσει είσοδο σε αχαρτογράφητα νερά; Θα είναι ένας κίνδυνος ή μια μεγάλη ευκαιρία; Για να απαντήσουμε στα ερωτήματα αυτά και -προ πάντων- για να αποκτήσουμε μια συγκροτημένη εικόνα για το έως τώρα περιεχόμενο της συμφωνίας (γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τελεί ακόμα υπό διαπραγμάτευση και το περιεχόμενό της διαρκώς μεταβάλλεται) θα πρέπει να δούμε σύντομα τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά της.

Τα πλεονεκτήματα

Σε μια εποχή που Ευρωπαϊκή Ένωση και Ηνωμένες Πολιτείες εξέρχονται από μια μεγάλη οικονομική κρίση και προσπαθούν να βρουν το βηματισμό τους, η TTIP θα έρθει για να ενισχύσει τόσο την ευρωπαϊκή όσο και την αμερικανική οικονομία και να τους δώσει την αναγκαία ώθηση ούτως ώστε να επαυξήσουν τους ρυθμούς ανάπτυξής τους. Επιπλέον, οι εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των δύο πλευρών του Ατλαντικού θα γίνουν πιο εύκολες και συμφέρουσες οικονομικά, καθώς θα ελαττωθούν τα εμπόδια που σήμερα υφίστανται στην ελεύθερη αγορά (π.χ. δασμοί), πράγμα που είναι ο πρώτιστος σκοπός της συμφωνίας.

Άλλο ένα ωφέλιμο στοιχείο της είναι οι ευκαιρίες που θα δημιουργηθούν και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού για ανάπτυξη σημαντικών οικονομικών πρωτοβουλιών και σε νέους τομείς, όπως επίσης και η διευκόλυνση των επενδύσεων. Είναι γεγονός ότι η μείωση των εμποδίων στην ελεύθερη αγορά θα φέρει νέες επενδύσεις τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ. Έτσι θα δημιουργηθεί βιώσιμη ανάπτυξη και νέες θέσεις εργασίας, που είναι απολύτως απαραίτητες για την έξοδο από την οικονομική και κοινωνική κρίση, που σήμερα βιώνουμε στην Ευρώπη.

Ακόμη, δε θα μπορούσαμε να παραλείψουμε τη μείωση των τιμών τόσο των ευρωπαϊκών όσο και των αμερικανικών προϊόντων και την ενίσχυση του ανταγωνισμού. Ως αποτέλεσμα του περιορισμού των εμποδίων του ελεύθερου εμπορίου, ιδίως δε της κατάργησης των δασμών, τα ευρωπαϊκά προϊόντα θα είναι πλέον φθηνότερα για τους Αμερικανούς καταναλωτές απ' ότι σήμερα και θα ανταγωνίζονται ευθέως τα αμερικανικά προϊόντα, γεγονός που θα φέρει και αύξηση των εξαγωγών. Το ίδιο θα συμβεί και με τα αμερικανικά προϊόντα, που θα είναι πλέον φθηνότερα για τους Ευρωπαίους καταναλωτές.

Το σημαντικότερο, μη δεδηλωμένο, πλεονέκτημα, ωστόσο, δεν είναι άλλο από τη δημιουργία ενός τεράστιου Ενιαίου Οικονομικού Χώρου, απολύτως ικανού να ανταγωνιστεί την επέλαση της Κίνας στον τομέα του εμπορίου. Η εντυπωσιακή αύξηση των εξαγωγών της Κίνας τις τελευταίες δεκαετίες, σε συνδυασμό με τη χειραγώγηση των συναλλαγματικών ισοτιμιών του νομίσματός της και την αυξημένη διείσδυση των κινεζικών προϊόντων στην ευρωπαϊκή και αμερικανική αγορά, έχει φέρει τις δυτικές οικονομίες σε δύσκολη θέση, αν δε συγκαταλέγεται, όπως πιστεύω, και στα αίτια της οικονομικής κρίσης.

Η συνέχιση ωστόσο αυτής της επιθετικής εμπορικής πολιτικής της Κίνας, αν δε βρει ικανοποιητική αντίσταση από τις ευρωπαϊκές οικονομίες μπορεί να μας φέρει σε ακόμη δυσκολότερη θέση, ως Ευρώπη και ΗΠΑ να ανταγωνιστούμε τις πάμφθηνες πρώτες ύλες και τα δισεκατομμύρια φθηνά εργατικά χέρια. Για το λόγο αυτό η ΤΤΙΡ, με τη δημιουργία αυτού του Οικονομικού Χώρου των 800 εκ. πολιτών και του 25% των παγκόσμιων εμπορικών συναλλαγών, αποτελεί ένα σωστό βήμα στην κατεύθυνση της ανάσχεσης της κινεζικής επιθετικότητας, θα πρέπει ωστόσο, κατά τη γνώμη μου, να συνοδευθεί και από άλλα μέτρα περιορισμού της κινεζικής διείσδυσης στην ευρωπαϊκή και αμερικανική αγορά, για να είναι αποτελεσματική.

Συνοψίζοντας, λοιπόν, τα πλεονεκτήματα της ΤΤΙΡ είναι, μεταξύ άλλων: α) η αναπτυξιακή της ώθηση στην ευρωπαϊκή και την αμερικανική οικονομία, β) η άρση των περιορισμών στις εμπορικές συναλλαγές, γ) η αύξηση των οικονομικών ευκαιριών και των επενδύσεων, δ) η αύξηση των εξαγωγών και η μείωση των τιμών των εισαγομένων προϊόντων και ε) η δημιουργία ενός Ενιαίου Οικονομικού Χώρου, ικανού να αντιμετωπίσει την επιθετική κινεζική εμπορική πολιτική.

Τα μειονεκτήματα

Παρά τα σημαντικά πλεονεκτήματα που θα έχει η ΤΤΙΡ στην ευρωπαϊκή και την αμερικανική οικονομία, όπως συμβαίνει σε όλες τις συμφωνίες έτσι και σ' αυτή μπορούν να υπάρξουν εξίσου σημαντικά μειονεκτήματα, που δεν μπορεί κανείς εύκολα να παραβλέψει.

Ένα πρώτο, βασικό μειονέκτημα της συμφωνίας είναι η έλλειψη διαφάνειας κατά τις διαπραγματεύσεις. Οι διαπραγματεύσεις της Κομισιόν με την αμερικανική πλευρά ξεκίνησαν εν κρυπτώ τον Ιούνιο του 2013, ενώ η εντολή του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου προς την Επιτροπή για την έναρξη των διαπραγματεύσεων δημοσιεύθηκε περίπου ενάμιση χρόνο αργότερα, αφού οι διαπραγματεύσεις έγιναν γνωστές από το Wikileaks και εν μέσω αντιδράσεων από ΜΚΟ, εργατικά συνδικάτα και άλλους πολιτικούς φορείς. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι ακόμη και σήμερα, μετά από 16 γύρους διαπραγματεύσεων, ελάχιστα έγγραφα της συμφωνίας έχουν γίνει γνωστά κατόπιν πιέσεων μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ενώ ελάχιστοι δημοκρατικά εκλεγμένοι πολιτικοί έχουν πρόσβαση σ' αυτά. Βέβαια, η φύση και το περιεχόμενο της συμφωνίας δικαιολογούν τη μυστικότητα, καθώς εν μέσω μιας διαπραγμάτευσης δεν είναι καλό η άλλη πλευρά να γνωρίζει εκ των προτέρων τις προθέσεις του συνομιλητή της. Παρόλα αυτά η Επιτροπή οφείλει να διασφαλίσει το δημοκρατικό έλεγχο των πράξεών της κατά τις διαπραγματεύσεις, καθώς πρόκειται για μια συμφωνία που θα επηρεάσει άμεσα τις ζωές όλων μας.

Πέρα από τη μυστικότητα των διαπραγματεύσεων, ένα από τα σημαντικότερα μειονεκτήματα της συμφωνίας είναι οι ενδεχόμενες εκπτώσεις στα κατώτερα ποιοτικά standards που θέτει η Ευρωπαϊκή Ένωση για την κυκλοφορία προϊόντων στην αγορά της. Είναι γνωστό ότι τα ποιοτικά standards στις ΗΠΑ είναι χαμηλότερα από αυτά της ΕΕ, επιτρέποντας την κυκλοφορία αγαθών, η κυκλοφορία των οποίων δεν επιτρέπεται στην ΕΕ. Είναι λοιπόν αντικείμενο των διαπραγματεύσεων ο περιορισμός των standards και στην ευρωπαϊκή αγορά, προκειμένου να επιτραπεί η κυκλοφορία αυτών των αγαθών και στην Ευρώπη. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται η κυκλοφορία μεταλλαγμένων προϊόντων, τα οποία μέχρι σήμερα απαγορεύονται στην ΕΕ ή η κυκλοφορία ζωικών προϊόντων ανεπτυγμένων με ορμόνες, που επίσης έχουν απαγορευθεί από την ευρωπαϊκή αγορά από το 1981, ενώ κυκλοφορούν ευρέως στις ΗΠΑ. Ακόμη, στο πλαίσιο της ελευθερίας των επενδύσεων, αμερικανικές εταιρίες θα μπορούν να εγκατασταθούν σε ευρωπαϊκό έδαφος εφαρμόζοντας πρακτικές που χρησιμοποιούν και στις ΗΠΑ (π.χ. θα είναι δυνατή καλλιέργεια μεταλλαγμένων στην Ελλάδα), με τις όποιες συνέπειες μπορεί αυτό να έχει για το περιβάλλον και την ποιότητα ζωής των Ευρωπαίων πολιτών. Βέβαια, ενόσω βρισκόμαστε ακόμη σε διαπραγματεύσεις τίποτα δεν είναι δεδομένο και καλό θα ήταν να δεχθούμε προς το παρόν τις διαβεβαιώσεις της Επιτροπής ότι δε συζητά την απάλειψη τέτοιων περιορισμών.

Το σημαντικότερο κατά τη γνώμη μου μειονέκτημα, ωστόσο, έγκειται στη ρήτρα ICS, τη δημιουργία δηλαδή ενός ειδικού δικαστηρίου, ξεχωριστού από τα εθνικά δικαστήρια, που θα λύνει τις διαφορές από την εφαρμογή της συμφωνίας μεταξύ επενδυτών και κρατών, διατηρώντας τη δυνατότητα να επιβάλει στο κράτος (άμεσα ή έμμεσα) την αλλαγή της νομοθεσίας του, όταν αυτή περιορίζει τα δικαιώματα του επενδυτή από την ΤΤΙΡ! Με λίγα λόγια, τα (εύλογα) δικαιώματα του επενδυτή υπερ-προστατεύονται από ένα sui generis όργανο, που από συστάσεως δυσπιστεί έναντι των προθέσεων του κράτους και στόχο έχει την κάμψη της όποιας και για οποιονδήποτε λόγο περιοριστικής έναντι των επενδύσεων πολιτικής του θέλει εκδηλωθεί. Βέβαια, στην αναθεωρημένη της μορφή, η ρήτρα ICS επιτρέπει την εφαρμογή από το κράτος νομοθεσίας για την προστασία της δημόσιας υγείας, ασφάλειας κ.λπ., ωστόσο δεν παύει το κράτος να αντιμετωπίζεται ως αμυνόμενο, ενώ θα έπρεπε να έχει κυρίαρχο ρυθμιστικό ρόλο λαμβάνοντας μέριμνα τόσο για την προστασία των δικαιολογημένων συμφερόντων των επενδυτών όσο και για την προστασία δικαιολογημένων κοινωνικών δικαιωμάτων των πολιτών. Επίσης, με τη ρήτρα ICS παρακάμπτονται τα εθνικά δικαστήρια, γεγονός που εντείνει τη δυσπιστία της συμφωνίας έναντι του κράτους και των θεσμών του.

Παρά ταύτα, θεωρώ τη δημιουργία του ICS μη αναγκαία, αν σκοπός του είναι η ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Οι συμβαλλόμενες πλευρές ΕΕ και ΗΠΑ διαθέτουν τις πλέον προηγμένες και προοδευτικές έννομες τάξεις παγκοσμίως και τα πλέον αμερόληπτα και αντικειμενικά δικαστικά συστήματα. Προς τι λοιπόν η δυσπιστία; Πώς δεχόμαστε να ενάγεται το κράτος από ιδιώτες λ.χ. στα διοικητικά δικαστήρια και δε δεχόμαστε να συμβαίνει το ίδιο και σε εμπορικές υποθέσεις;

Κλείνοντας την ενότητα των μειονεκτημάτων δεν θα ήθελα να μην αναφερθώ στην αύξηση του ανταγωνισμού στο εσωτερικό του νέου Ενιαίου Οικονομικού Χώρου ΕΕ-ΗΠΑ, που θα δημιουργηθεί. Η μείωση των τιμών των προϊόντων και η αύξηση των εισαγωγών θα εντείνει την ανταγωνιστικότητα, τόσο στην ΕΕ, όσο και στις ΗΠΑ. Ως αποτέλεσμα, είναι δυνατόν να ενισχυθούν πολύ περισσότερο οι εξαγωγές ορισμένων κρατών που ήδη εξάγουν αρκετά προς τις ΗΠΑ, ενώ άλλα, αδύναμα κράτη, ενδέχεται να εξοβελιστούν, μην αντέχοντας τις πιέσεις που θα δημιουργηθούν, από την αδυναμία τους να εξάγουν και από τον κατακλυσμό της αγοράς τους από φθηνά εισαγόμενα προϊόντα. Τέλος, δεν θα πρέπει να αποκλειστεί και η ένταση του κοινωνικού dumping, που ενδεχομένως θα εμφανιστεί σε ορισμένες χώρες με τη μορφή του περιορισμού των εργατικών δικαιωμάτων, των αμοιβών και των κοινωνικών παροχών, ως κίνητρο για την προσέλκυση επενδύσεων, αναγκαίων για να αντισταθμίσουν εμπορικά ελλείμματα στο ισοζύγιο εισαγωγών - εξαγωγών.

Συμπεράσματα

Είναι γεγονός ότι κάθε συμφωνία ελεύθερου εμπορίου αποφέρει σημαντικά οφέλη στους συμβαλλομένους της. Ιδίως η ΤΤΙΡ, που θα είναι και η μεγαλύτερη που έχει υπάρξει ποτέ, αναμένεται να αυξήσει τις εμπορικές συναλλαγές ΕΕ και ΗΠΑ πάνω από 30%, ενώ τα ετήσια οφέλη για την ευρωπαϊκή οικονομία υπολογίζονται σε περισσότερα από 100 δισ. €, ποσό διόλου ευκαταφρόνητο σε μια περίοδο που η ανάπτυξη είναι πιο αναγκαία παρά ποτέ.

Ωστόσο, για να είναι η ανάπτυξη σύμμετρη και βιώσιμη και για να ωφεληθεί η κοινωνία συνολικά, θεωρώ απαραίτητη την εξέταση μέτρων που θα αποτρέψουν σημαντικές παθογένειες και ανισότητες, που θα δημιουργηθούν σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, αν η νέα μεγάλη αγορά που θα δημιουργηθεί αφεθεί εντελώς αρρύθμιστη.

Ελπίζω οι διαπραγματεύσεις να καταλήξουν σε ένα αποτέλεσμα που θα βοηθήσει την ευρωπαϊκή -πρωτίστως όμως την ελληνική- οικονομία να αναπτυχθεί και κυρίως σε ένα αποτέλεσμα οικονομικά και κοινωνικά βιώσιμο, υπό δημοκρατικό έλεγχο, που θα βελτιώσει το βιοτικό επίπεδο και την ποιότητα ζωής των ευρωπαίων πολιτών, χωρίς να τους αφαιρεί δικαιώματα και κατακτήσεις δεκαετιών. Ας ελπίσουμε οι διαπραγματεύσεις να ολοκληρωθούν επιτυχώς, προς όφελος όλων.

Δημοφιλή