Λαϊκισμός και έλλειψη οράματος

Το φιλελεύθερο κέντρο, φαίνεται για την ώρα να επανακάμπτει, αν κρίνουμε τουλάχιστον από τη θριαμβευτική νίκη του Μακρόν. Ωστόσο, το μεγάλο πλεονέκτημα του ίδιου, η αποστασιοποίηση από το παραδοσιακό δίπολο δεξιάς-αριστεράς και η ευελιξία σε επίπεδο πολιτικής, ενδέχεται να αποδειχθεί και η αχίλλειος πτέρνα του. Το πολιτικό μήνυμα που εκπέμπει βασιζόμενο στον πραγματισμό, δεν θα πρέπει να περιοριστεί από αυτόν και να παγιδευτεί στην αοριστία, αλλά να αποκτήσει πραγματικό περιεχόμενο και όραμα.

Πριν λίγες μέρες ο Εμμάνουελ Μακρόν εξελέγη Πρόεδρος της Γαλλίας, κατατροπώνοντας εκλογικά τη Μαρίν Λεπέν με ποσοστό που ξεπέρασε το 65% επί των εκλογέων, επιβεβαιώνοντας έτσι τα προγνωστικά και διαψεύδοντας παράλληλα τους «κινδυνολόγους» (;) των τελευταίων ετών.

Τον περασμένο Μάρτιο, ο αντίστοιχος εκπρόσωπος λαϊκίστικης ακροδεξιάς στην Ολλανδία, Γκερτ Βίλντερς, υπέστη παρόμοια ήττα. Ο κεντροδεξιός Μαρκ Ρούτε κατάφερε να συνασπίσει σεβαστό ποσοστό ετερόκλητων ψηφοφόρων, που αντιτίθεντο στο ενδεχόμενο μιας ακροδεξιάς αντιευρωπαϊκής κυβέρνησης. Μπορεί εκλογικά τουλάχιστον, το φάντασμα του λαϊκισμού να φαίνεται να υποχωρεί, το φαινόμενο όμως αυτό δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να αγνοηθεί, ειδικά αν λάβει κανείς υπόψη τα σοκαριστικά ποσοστά της Γαλλίδας υποψήφιας μεταξύ των νεότερων εκλογέων. Στον πρώτο γύρο, περίπου το 1/3 των ψηφοφόρων μεταξύ 18 και 24 ετών επέλεξαν την πρώην ηγέτιδα του Εθνικού Μετώπου, εγκαταλείποντας τη συνήθη ροπή τους προς αριστερούς ή εν γένει προοδευτικούς υποψηφίους.

Δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να εξισώνονται πολιτικά κινήματα διαφορετικής ιδεολογικής αφετηρίας και χώρας προέλευσης. Ακόμη και στην περίπτωση του Τραμπ με τη Λεπέν. Οι πολιτικές όμως αυτές δυνάμεις, που αναδύθηκαν τα τελευταία χρόνια στο δυτικό κόσμο φέρουν ένα κοινό στοιχείο: Τον λαϊκισμό. Παρότι στερείται ενιαίας οικουμενικής ερμηνείας, ο όρος αυτός παραπέμπει γενικότερα σε μια κοινή καχυποψία και εχθρότητα ενάντια στις ελίτ, στα mainstream κόμματα και σε κάθε είδους θεσμικά «κατεστημένα». Επιδιώκει να απηχήσει στους μέσους, καθημερινούς ανθρώπους, που φαίνεται να έχουν παραμεληθεί και «ξεχαστεί» σε μια εποχή ραγδαίων εξελίξεων, πολιτισμικής πολλαπλότητας και ποικιλομορφίας. Η πολιτική του λαϊκισμού τίθεται ως αντίβαρο από τους ασκητές της στην πολιτική της ελίτ. Με αυτό τον τρόπο, προσπαθούν οι λαϊκιστές να επωφεληθούν από το καθιερωμένο πλέον συγκρουόμενο δίπολο: λαός εναντίον ελίτ.

Στην πραγματικότητα η συνολικότερη αυτή τάση πηγάζει και τροφοδοτείται από ποικίλους παράγοντες όπως οι δημογραφικές αλλαγές, η πολυεπίπεδη παγκοσμιοποίηση και η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, η ραγδαία τεχνολογική ανάπτυξη και τέλος, η μετατόπιση της οικονομικής ισχύος προς Ανατολάς.

Η αφετηρία του προβλήματος ωστόσο έχει βαθύτερες γενεσιουργούς αιτίες: Το γεγονός ότι οι ελίτ και οι φορείς και εκφραστές της παγκοσμιοποίησης και του οικονομικού ορθολογισμού έλαβαν ως δεδομένο πως η ανθρώπινη ψυχοσύνθεση αποτελείται μόνο από την ορθολογική διάσταση, παραβλέποντας την πνευματική και τη βιολογική διάσταση. Πρώτος άλλωστε ο Αριστοτέλης είχε φροντίσει να διακρίνει μεταξύ των τριών μερών της ψυχής.

Σήμερα οι πολιτικοί του ευρύτερου φιλελεύθερου χώρου δείχνουν να έχουν ξεχάσει αυτή τη διάκριση, λαμβάνοντας ως προϋπόθεση ότι ο σύγχρονος άνθρωπος του 21ου αιώνα και κληρονόμος των διδαγμάτων του Διαφωτισμού έχει κατορθώσει να υποτάξει και να τιθασεύσει πλήρως τις βιολογικές του παρορμήσεις και τις πνευματικές του φιλοδοξίες στις επιταγές του ορθολογισμού. H εξύψωση της πολιτικής σε επιστημονική τέχνη και η τεχνοκρατική επέκτασή της στον τρόπο με τον οποίο ασκείται, εξέφραζε την καλοπροαίρετη ορθολογιστική πεποίθηση πως η εφαρμογή των επιστημονικών μεθόδων στα ζητήματα κρατικής οργάνωσης θα επέφερε μια οριστική πρόοδο οικουμενικά εφαρμόσιμη και αποδοτική.

Αυτή όμως η προσπάθεια εξορθολογισμού της τέχνης της πολιτικής και η τριπλή ταύτιση επιστήμης, ηθικής και πολιτικής δεν φαίνεται να πέτυχε το σκοπό της. Αντιθέτως, η απόζευξη της πολιτικής από τη σφαίρα της οικονομίας μεγέθυνε σταδιακά το χάσμα μεταξύ ελίτ και πολιτών, με τους ψηφοφόρους να νιώθουν ότι έχουν απολέσει το αίσθημα συμμετοχικότητας δια του ιερού δικαιώματος του εκλέγεσθαι, διαχρονικά τον ακρογωνιαίο λίθο της δημοκρατίας μας. Χαρακτηριστικότερο ίσως παράδειγμα φαντάζει η περίπτωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου μια αποστασιοποιημένη ελίτ αδυνατεί πλέον να αφουγκραστεί τον παλμό της ευρωπαϊκής κοινωνίας, έχοντας μετατραπεί σε γραφειοκρατική νομενκλατούρα από την οποία ο μέσος Ευρωπαίος πολίτης αισθάνεται απομονωμένος, αναζητώντας ακόμη περισσότερη διαφάνεια.

Η πολιτική δείχνει να επανέρχεται εκ νέου στο προσκήνιο, όμως οι εκφραστές της αυτή τη φορά είναι ξενοφοβικοί, οικονομικά ακατάρτιστοι καλλιεργητές μίσους και πόλωσης που εκμεταλλεύονται αυτό το χάσμα που δημιουργεί η παγκοσμιοποίηση και ο οικονομικός ορθολογισμός, αγγίζοντας πρωτόγνωρα εκλογικά ποσοστά. Το τρομακτικότερο όλων είναι το γεγονός ότι πλέον αντλούν εκλογική δύναμη μεταξύ διαφόρων ετερόκλητων υποομάδων. Η παραδοσιακή σφαίρα διαχωρισμού πολιτικών πεποιθήσεων φαίνεται να έχει μετασχηματιστεί και το πρότερο δίπολο «Δεξιάς» και «Αριστεράς» έχει παρέλθει προ πολλού. Πλέον η σύγκρουση είναι διαφορετικής υπόστασης και μπορεί σχηματικά να συνοψιστεί ως «Παγκοσμιοποίηση/οικονομικός ορθολογισμός εναντίον Λαϊκισμού/εθνικής αξιοπρέπειας», ζήτημα το όποιο χρήζει ξεχωριστής ανάλυσης.

Για να επιστρέψουμε όμως στο θέμα των εκλογών, είναι πλάνη λοιπόν το να λαμβάνουμε ως δεδομένο ότι οι πολίτες ψηφίζουν με καθαρά ορθολογικά κριτήρια, ανεξαρτήτως μάλιστα μορφωτικού επιπέδου. Στην επιλογή ψήφου υπεισέρχονται και επιδρούν υποσυνείδητοι παράγοντες όπως πρώτες εικόνες, εντυπώσεις και ένστικτα. Μάλιστα η παρουσία των social media, με ιδιαίτερη έμφαση στα «memes» έχει εξυψώσει τον ρόλο αυτών των παραγόντων. Συνεκτικές εικόνες και αφηγήματα αντικαθιστούν περίπλοκες και πολύπλοκες έννοιες, ενώ ο συναισθηματικός παράγοντας παραμένει κυρίαρχος, ακόμα και αν καταλύει τη λογική και την επαφή με την πραγματικότητα. Οι άνθρωποι που βρίσκονται σε απόγνωση έχουν ανάγκη να πιστέψουν σε ψευδο-αφηγήματα, γοητευμένοι από τους επίδοξους προφήτες. Ακόμη και αν πρόκειται για ψευδείς υποσχέσεις επιστροφής σε μια πρότερη μεγαλειώδη κατάσταση που έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση του Brexit και της χαμένης αίγλης και μεγαλείου της πάλαι ποτέ τρανής βρετανικής αυτοκρατορίας, στις υποσχέσεις της Λεπέν για επαναφορά μιας ένδοξης Γαλλίας, τη δέσμευση Τραμπ να καταστήσει τις ΗΠΑ «great again» ή ακόμη και στην ελληνική περίπτωση του Σύριζα, η επιστροφή στο καταναλωτικό πάρτι του μεταπολιτευτικού κρατισμού.

Αυτές οι αυταπάτες και οι σειρήνες που αντηχούν και γοητεύουν τα εκλογικά σώματα, όχι μόνο δεν προσφέρουν τη λύση στα προβλήματα που χρησιμοποιούν ως πρόσοψη - και μάλιστα τροφοδοτούν- αλλά στη πραγματικότητα καθυστερούν και δυσχεραίνουν περαιτέρω την ωρίμανση των συνθηκών για μια πραγματική αλλαγή. Είναι πλέον αυταπόδεικτο πως ο κόσμος δεν ζητάει απλά αριθμούς και στοιχεία για να πεισθεί εκλογικά. Ζητάει ένα όραμα στο οποίο να μπορεί να πιστέψει. Αυτό που λείπει σήμερα, είναι ένα αφήγημα με θετικό πρόσημο. Για την ώρα ξεχωρίζουν βολικά απλουστευτικά αφηγήματα με απαισιόδοξο πρόσημο, διακατεχόμενα από ξενοφοβία, ανασφάλεια, κινδυνολογία και στροφή προς τον τυφλό και αντιπαραγωγικό οικονομικό νέο-μερκαντιλισμό.

Χρειάζεται έναν νέο αφήγημα που θα συμβιβάζει και θα συνδυάζει την παγκοσμιοποίηση και τον πατριωτισμό, την πρόοδο και συνάμα το σεβασμό προς την πολιτισμική ετερότητα, μακριά από ακρότητες κάθε είδους, το οποίο θα εδράζεται σε ένα κοινωνικό συμβόλαιο προσαρμοσμένο στις ανάγκες και τη πραγματικότητα του 21ου αιώνα.

Το φιλελεύθερο κέντρο, φαίνεται για την ώρα να επανακάμπτει, αν κρίνουμε τουλάχιστον από τη θριαμβευτική νίκη του Μακρόν. Ωστόσο, το μεγάλο πλεονέκτημα του ίδιου, η αποστασιοποίηση από το παραδοσιακό δίπολο δεξιάς-αριστεράς και η ευελιξία σε επίπεδο πολιτικής, ενδέχεται να αποδειχθεί και η αχίλλειος πτέρνα του. Το πολιτικό μήνυμα που εκπέμπει βασιζόμενο στον πραγματισμό, δεν θα πρέπει να περιοριστεί από αυτόν και να παγιδευτεί στην αοριστία, αλλά να αποκτήσει πραγματικό περιεχόμενο και όραμα. Συστατικά απαραίτητα αν θέλει να προσφέρει λύσεις στα υπαρξιακά προβλήματα που ταλανίζουν σήμερα την Ένωση και η δύσκαμπτη γερμανική ηγεσία αρνείται ή αδυνατεί να αντιμετωπίσει.

Οι όποιοι νέοι εκπρόσωποι του κέντρου και της λογικής θα πρέπει να αποφύγουν τα λάθη του παρελθόντος και τις παγίδες του ελιτισμού, αν θέλουν να απελευθερώσουν την πολιτική και τη δημοκρατία από τους σύγχρονους καπηλευτές τους.

Δημοφιλή