Ζώντας με το φόβο του επόμενου χτυπήματος

Κακά τα ψέμματα, δεν πρέπει να υπάρχουν πολλοί άνθρωποι σ'αυτόν το πλανήτη που είναι διατεθειμένοι να προκαλέσουν τρόμο και να σπείρουν την καταστροφή, επειδή δεν έχουν τίποτα καλύτερο να κάνουν με το χρόνο τους. Ό,τι κάνουν το κάνουν για κάποιο συγκεκριμένο λόγο. Κανείς, με άλλα λόγια, είτε κομμάντο της 17Ν ή μπριγκατίστι των Ερυθρών Ταξιαρχιών ή τζιχαντιστής του ΙΚ δεν επιλέγει τη χρήση πολιτικής βίας χωρίς να υπάρξει κάποιου είδους ζύμωση. Όταν, για παράδειγμα, ο Μοχάμεντ Σίντικ Καν, εγκέφαλος της επίθεσης του 2007 στο Λονδίνο, παρουσιάστηκε μετά θάνατον σε μια βιντεοταινία εξηγώντας τους λόγους της επίθεσης, είπε πράγματα που πολύς κόσμος θα έβρισκε θεμιτά αν δεν τα συνόδευαν πάνω από 50 νεκροί και 700 τραυματίες.
KENZO TRIBOUILLARD via Getty Images

Το 2006 μου προσφέρθηκε μια θέση σε πανεπιστήμιο του Λονδίνου. Φεύγοντας απ' τη συνέντευξη θυμάμαι μέσα στο Λονδρέζικο μετρό να με διακατέχει ένα περίεργο μείγμα ικανοποίησης και προβληματισμού. Ο προβληματισμός είχε να κάνει με την ατμόσφαιρα πόλωσης που επικρατούσε για καιρό τότε στη χώρα και ειδικά στην αγγλική πρωτεύουσα με την υπέρμετρα ενθουσιώδη συμβολή της κυβέρνησης Μπλερ στην εισβολή του Ιράκ. Το ζήτημα, σκεφτόμουν και δεν ήμουν ο μόνος, δεν ήταν το αν θα ανταποδώσουν με χτύπημα οι φανατικοί ισλαμιστές της Αλ-Κάιντα αλλά το πότε. Και αυτός ήταν τελικά ο βασικός λόγος που δεν αποδέχτηκα τη θέση. Πείτε με δειλό, αλλά αποφάσισα ότι δεν μπορούσα να ζω με την οικογένεια μου σε μια πόλη υπό το διαρκή φόβο μιας επικείμενης τρομοκρατικής επίθεσης. Ένα χρόνο αργότερα η επίθεση ήλθε και με μεγάλο κόστος σε ανθρώπινη ζωή.

Τα γράφω αυτά γιατί η χώρα ζει παρόμοιες στιγμές μετά την απόφαση του Βρετανικού κοινοβουλίου να εγκρίνει την πραγματοποίηση αεροπορικών βομβαρδισμών κατά της οργάνωσης Ισλαμικό Κράτος (ΙΚ) στη Συρία. Η επιχειρηματολογία του Βρετανού πρωθυπουργού Ντέιβιντ Κάμερον ότι η στρατιωτική εκστρατεία εναντίον του ΙΚ στη Συρία είναι επιβεβλημένη ώστε να μην επιτραπεί στην τζιχαντιστική οργάνωση να δημιουργήσει ένα «καταφύγιο» στη χώρα αυτή δεν είναι αβάσιμη. Ειδικά αν θεωρείς, όπως ο Βρετανός πρωθυπουργός, ότι μια χώρα μπορεί να βρεθεί σε σε πόλεμο με μια οργάνωση. Την ίδια στιγμή όμως δημιουργεί το ίδιο δεδομένο που δημιούργησε η κυβέρνηση Μπλερ με την εισβολή στο Ιράκ. Το δεδομένο είναι ότι η χώρα ζει πλέον με το φόβο, το άγχος, την αβεβαιότητα (πέστε το όπως θέλετε) του επόμενου τρομοκρατικού χτυπήματος.

Το διπλό πρόβλημα με οργανώσεις τύπου Αλ-Κάιντα και ΙΚ είναι ότι τα μέλη τους όχι μόνο μισούν τις αρχές και τα αξιώματα στα οποία βασίζεται η κοινωνία μας αλλά αρνούνται συγχρόνως να αναγνωρίσουν πόσο απαράδεκτη και πρωτόγονα βάρβαρη είναι η χρήση βίας ενάντια απλών, ανυπεράσπιστων, καθημερινών ανθρώπων.

Η πιο παράξενη συνέπεια της εμφάνισης και της διόγκωσης του εξτρεμιστικού Ισλαμ στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα είναι ότι έχει προκαλέσει νοσταλγία για τους τρομοκράτες και την τρομοκρατία του παρελθόντος. Η τυφλή, χωρίς όρια, βία που συνοδεύει τον θρησκευτικό φανατισμό των τζιχαντιστών δεν συγκρίνεται με την μετρημένη, πειθαρχημένη, για να μην πω συντηρητική, τρομοκρατική βία των ιδεολόγων εξτρεμιστών της δεκαετίας του '70 του '80 και του '90. Οι τρομοκρατικές οργανώσεις, τότε, έβγαζαν προκηρύξεις για να καθορίσουν τις βασικές πολιτικές θέσεις τους και τους στόχους τους, πιστεύοντας ότι μια συγκροτημένη διακαιολόγηση την ενεργειών τους θα προσέδιδε ηθικό έρεισμα.

Μπορεί, επαναστατικές οργανώσεις σαν τη δικιά μας την 17Ν, τις Ερυθρές Ταξιαρχίες στην Ιταλία και την Φραξιά Κόκκινος Στρατός στη Γερμανία, στην προσπάθεια επηρεασμού του πολιτικού περιβάλλοντος να εκφράστηκαν τελικά με βάναυση τρομοκρατική βία η οποία τους στέρησε την οποιαδήποτε λαϊκή υποστήριξη ή νομιμότητα αλλά τουλάχιστον οι στόχοι ήταν συγκεκριμένοι και προσεκτικά επιλεγμένοι. Οι τρομοκράτες εκείνης της περιόδου επέδίωκαν, για να παραφράσω τον αφορισμό του αμερικανού αναλυτή της RAND σε θέματα τρομοκρατίας Μπράιαν Τζένκινγκς, με τις ενέργειες τους να προκαλέσουν λίγα θύματα αλλά μεγάλη δημοσιότητα.

Το χτύπημα στους Δίδυμους Πύργους την 11η Σεπτεμβριου 2001 δημιούργησε μια εντελώς νέα εξίσωση. Έκτοτε, αυτό που αντιμετωπίζουμε είναι ουσιαστικά ένα άναρχο μέτωπο διάσπαρτων εξτρεμιστικών πυρήνων, τα στρατολογημένα μέλη των οποίων συνδυάζουν μεσαιωνικές θρησκευτικές αντιλήψεις με ένα αδιάλλακτο φανατισμού που εκφράζεται κυρίως με βομβιστικές αποστολές αυτοκτονίας και με χωρίς διακρίσεις καταστροφική βία σε μεγάλη κλίμακα.

Δεν θα ήταν υπερβολικό να υποστηρίξει κανείς ότι Ισλαμιστές τρομοκράτες θα ενέπνεαν λιγότερο φόβο και ανασφάλεια αν τα δολοφονικά σχέδια τους περιορίζονταν στην στοχοποίηση πολιτικού, διπλωματικού, στρατιωτικού προσωπικού ή και αστυνομικών όπως συνέβαινε στο παρελθόν με τις «παραδοσιακές» επαναστατικές και εθνικιστικές τρομοκρατικές οργανώσεις που μονοπώλησαν την τρομοκρατική σκηνή από την δεκαετία του '60 μέχρι τα μεσα του 1990. Το διπλό πρόβλημα με οργανώσεις τύπου Αλ-Κάιντα και ΙΚ είναι ότι τα μέλη τους όχι μόνο μισούν τις αρχές και τα αξιώματα στα οποία βασίζεται η κοινωνία μας αλλά αρνούνται συγχρόνως να αναγνωρίσουν πόσο απαράδεκτη και πρωτόγονα βάρβαρη είναι η χρήση βίας ενάντια απλών, ανυπεράσπιστων, καθημερινών ανθρώπων. Στο μυαλό των τζιχαντιστών δεν υπάρχει καμία διαχωριστική γραμμή, καμία διαφορά ανάμεσα στο πολιτικό-στρατιωτικό προσωπικό μιας χώρας και στο γενικότερο πληθυσμό.

Η απειλή της αδιάκριτης, εκδικητικής τρομοκρατικής βίας των τζιχαντιστών θα συνεχίζει να προκαλεί αβεβαιότητα και φόβο παρά τις όποιες φιλότιμες προσπάθειες των μυστικών υπηρεσιών να καταπολεμήσουν το πρόβλημα, μέχρι να μπούμε μέσα στο μυαλό των εξτρεμιστών για να καταλάβουμε τους λόγους που τους έχουν μετατρέψει σε ένα δολοφονικό κάλτ εκδικητικής τρομοκρατίας.

Κακά τα ψέμματα, δεν πρέπει να υπάρχουν πολλοί άνθρωποι σ'αυτόν το πλανήτη που είναι διατεθειμένοι να προκαλέσουν τρόμο και να σπείρουν την καταστροφή, επειδή δεν έχουν τίποτα καλύτερο να κάνουν με το χρόνο τους. Ό,τι κάνουν το κάνουν για κάποιο συγκεκριμένο λόγο. Κανείς, με άλλα λόγια, είτε κομμάντο της 17Ν ή μπριγκατίστι των Ερυθρών Ταξιαρχιών ή τζιχαντιστής του ΙΚ δεν επιλέγει τη χρήση πολιτικής βίας χωρίς να υπάρξει κάποιου είδους ζύμωση. Όταν, για παράδειγμα, ο Μοχάμεντ Σίντικ Καν, εγκέφαλος της επίθεσης του 2007 στο Λονδίνο, παρουσιάστηκε μετά θάνατον σε μια βιντεοταινία εξηγώντας τους λόγους της επίθεσης, είπε πράγματα που πολύς κόσμος θα έβρισκε θεμιτά αν δεν τα συνόδευαν πάνω από 50 νεκροί και 700 τραυματίες.

Ο Σιντίκ Καν στην βιντεοταινία μίλησε για πολλά και με βαθιά οργή αλλά αυτό που σε εμένα που μελετώ το φαινόμενο και τα αίτια της πολιτικής βίας για πάνω από 20 χρόνια έμεινε ήταν όταν έκανε λόγο για τις «δημοκρατικες κυβερνήσεις σας που ανελέητα βομβαρδίζουν, βασανίζουν και κατακρεουργούν τους δικούς μας λαούς. Αν δεν σταματήσετε τους βομβαρδισμούς, τις φυλακίσεις και τα βασανιστήρια των δικών μας ανθρώπων, δεν θα σταματήσουμε να σας χτυπάμε». Δεν χρειάζεται κάποιος να είναι απολογητής των τζιχαντιστών για να αναγνωρίσει το επειχείρημα του Σιντίκ Καν. Χρειάζεται;

*Το βιβλίο του Γιώργου Κασιμέρη «Ακραία Φαινόμενα Διαρκείας: Βία και Τρομοκρατία στη Μεταπολίτευση», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

Δημοφιλή