Πόση πολιτική χωράει σε μια λίστα για ψώνια;

Δεν υπάρχει τίποτα το ουδέτερο στο «Καλησπέρα, καλέσαμε για το δάνειο σας...» που λέει ο υπάλληλος μιας εισπρακτικής. Πόσο ισότιμη δηλαδή μπορεί να είναι η σχέση ανάμεσα σε δανειστή και δανειολήπτη; Προφανώς, δεν ευθύνεται η ίδια η γλώσσα για αυτή τη σχέση, αλλά είναι αυτή που την αναπαράγει. Όπως δεν υπάρχει τίποτα το ουδέτερο στα κίτρινα χαρτάκια «αγοράζω χρυσό» στο παρμπρίζ του αυτοκίνητου. Αυτά τα κείμενα των τριών όλων και όλων αράδων γράφτηκαν με συγκεκριμένο σκοπό και απευθύνονται σε συγκεκριμένους αποδεκτές.
SOOC

Η ιστορία επαναλαμβάνεται μία φορά στις δέκα μέρες περίπου: Η φίλη μου εμφανίζει ξαφνικά τη λίστα με τα ψώνια για το σούπερ-μάρκετ, με τον ίδιο ανεξήγητο τρόπο όπως ο Μωυσής βρέθηκε με δύο πλάκες στα χέρια κατηφόριζoντας από το Σινά. Η αναφορά δεν είναι τυχαία. Η λίστα του σούπερ μάρκετ, τουλάχιστον στο σπίτι που ζω, μοιράζεται σχεδόν παρόμοιο στάτους με εκείνο των 10 εντολών. Η φίλη μου ξέρει καλύτερα τι λείπει, πόσα πάνω κάτω μπορούμε να δώσουμε και συνεπώς έχει το «προνόμιο» να τη γράφει. Οι δικές μου παρεμβάσεις είναι δευτερεύουσας σημασίας. Έχω αποδεχτεί ότι εκείνη γνωρίζει καλύτερα.

Αλλά η πραγματικότητα της δικής μας λίστας δεν είναι ίδια με την πραγματικότητα των άλλων αντίστοιχων λιστών. Σε μερικά σπίτια, μία απλή συμπληρωματική σημείωση διατυπωμένη «λάθος», με μία απόφανση («έχουμε ξεμείνει από το τάδε»), ας πούμε, αντί για μία ερώτηση («μήπως να παίρναμε το τάδε;»), μπορεί να προκαλέσει διπλωματικό επεισόδιο.

Σε άλλα, τα πράγματα είναι ζόρικα. Η λίστα θα χωράει πέντε μετρημένα πράγματα και αν το μελάνι κάνει λάθος και ξεστρατίσει με αυθάδεια, ακούς τα ATM να ακονίζουν τα δοντάκια τους. Στο ένα ζύγι μπαίνει το κοτόπουλο και στο άλλο οι λογαριασμοί που τρέχουν. Αυτό θα πει να είσαι σωστός μπακάλης σήμερα. Αλλού δεν μπαίνουν καν στον κόπο να γράψουν λίστα. Αν δεν σου φτάνουν για να πάρεις ούτε καν τα απολύτως αναγκαία, τι να την κάνεις; Ας μην αναφερθεί καν πόσο διαφορετικό είναι το περιβάλλον μέσα στο οποίο γεννιέται μια λίστα σε ένα διαμέρισμα στη Νέα Ζωή στο Περιστέρι και σε μία έπαυλη στο Π. Ψυχικό. Και κάπως έτσι, εκεί που στέκεσαι μπροστά στα τυριά διαβάζοντας τη λίστα σου, ίσως να νιώσεις ακόμα και την ψυχή σου να έρχεται μέχρι τα δόντια.

Μια λίστα για ψώνια ανήκει σε αυτή την περιθωριακή αλλά πολυπληθή λεγεώνα των μη «προνομιακών» κειμένων. Στέκεται πλάι-πλάι με τον πίνακα δρομολογίων ενός ΚΤΕΛ, τις υπεύθυνες δηλώσεις, τις αιτήσεις προς τις δημόσιες υπηρεσίες ή το χαρτάκι στην είσοδο του ψιλικατζίδικου που μας ενημερώνει ότι «το κατάστημα θα παραμείνει κλειστό από 10-25/8». Ωστόσο, όπως κάθε άλλο «προνομιακό» κείμενο, έτσι και η λίστα έχει παραχθεί μέσα σε συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες. Το σύνολο της γλωσσικής μας παραγωγής είναι γέννημα αυτών των συνθηκών. Η γλωσσική χρήση -όχι η ικανότητά μας να μιλάμε, αλλά η προσαρμογή αυτή της ικανότητας μέσα σε δεδομένες συνθήκες- είναι εν δυνάμει πολιτική. Από τις πιο απλές μέχρι τις πιο απαιτητικές χρήσεις, από τις αποδεκτές έως τις περιθωριακές και τις στιγματισμένες, η γλώσσα κατασκευάζει και αναπαράγει την πραγματικότητά μας. Και η κατασκευή αυτή δεν είναι ουδέτερη ή «φυσική» ή ισότιμη, με τον ίδιο τρόπο που οι κοινωνίες και η ιστορία των ανθρώπων δεν υπήρξαν ουδέτερες ή φυσικές ή ισότιμες.

Δεν χρειάζεται να πάμε μακριά για να το καταλάβουμε. Η άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής είναι αρκετή: Δεν υπάρχει τίποτα το ουδέτερο στο «Καλησπέρα, καλέσαμε για το δάνειο σας...» που λέει ο υπάλληλος μιας εισπρακτικής. Πόσο ισότιμη δηλαδή μπορεί να είναι η σχέση ανάμεσα σε δανειστή και δανειολήπτη; Προφανώς, δεν ευθύνεται η ίδια η γλώσσα για αυτή τη σχέση, αλλά είναι αυτή που την αναπαράγει. Όπως δεν υπάρχει τίποτα το ουδέτερο στα κίτρινα χαρτάκια «αγοράζω χρυσό» στο παρμπρίζ του αυτοκίνητου. Αυτά τα κείμενα των τριών όλων και όλων αράδων γράφτηκαν με συγκεκριμένο σκοπό και απευθύνονται σε συγκεκριμένους αποδεκτές. Το ευθύ και άμεσο ύφος τους αντανακλά υπόρρητα την άνιση σχέση ανάμεσα σε έναν τοκογλύφο και σε εκείνον που έχει ανάγκη τα χρήματα. Στη βάση αυτής της σχέσης στηρίζεται η ερμηνεία τους.

Μπορούμε όμως να πάμε και λίγο πιο μακριά. Μέχρι την Κω, ας πούμε. Δεν υπάρχει τίποτα το ουδέτερο στην έκφραση «μεταναστευτικές ροές» όσο και αν πρόκειται για ένα όρο καθιερωμένο, που έχει δώσει -υποτίθεται- διαπιστευτήρια πολιτικής ορθότητας. Δεν υπάρχει τίποτα το ουδέτερο όταν αποδεχόμαστε με μια φολκλόρ αφέλεια έναν ομιλητή να μιλάει με κρητική προφορά ή να χρησιμοποιεί κρητικούς διαλεκτικούς, αλλά δεν συμβαίνει το ίδιο όταν κάποιος μιλήσει τα μακεδονίτικα της Κοζάνης.

Στο διήγημά του «Το γράμμα», ο Τσέχωφ περιγράφει την προσπάθεια ενός διάκου να πείσει έναν ανώτερό του κληρικό να του γράψει ένα αυστηρό και επικριτικό γράμμα. Ο διάκος σκόπευε να στείλει το γράμμα στο γιο του προκειμένου να τον νουθετήσει και να τον φοβίσει. Χρειαζόταν, λοιπόν, κάποιον που θα τοποθετούσε τις λέξεις με τέτοιο τρόπο πάνω στο χαρτί ώστε να μην άφηνε ούτε μια ρωγμή για να χωρέσει η πατρική στοργή. Χρειαζόταν κάποιον που θα έγραφε έτσι το γράμμα ώστε πρόταση με την πρόταση να μεγαλώνει το χάσμα ανάμεσα σε αποστολέα και αποδέκτη, δημιουργώντας μια διαφορετική πραγματικότητα για τη μεταξύ τους σχέση.

Η σχέση ανάμεσα στη γλώσσα και την πραγματικότητα χαρακτηρίζεται από τρομερή πολυπλοκότητα. Άλλωστε, αυτό που αποκαλούμε πραγματικό κόσμο είναι κάτι τρομερά σύνθετο και πολλές φορές μοιάζει με σκοτεινό κουτί. Έπειτα, δεν υπάρχει μόνο η πραγματικότητα και η γλώσσα. Μεσολαβούμε εμείς ως ομιλητές. Μεσολαβεί ο εγκέφαλος μας. Και όσο και αν μαθαίνουμε όλο και πιο θαυμαστές ιστορίες για το τι συμβαίνει εκεί μέσα, απέχουμε ακόμα πολύ από το να έχουμε τη μία ολοκληρωμένη ιστορία που θα εξηγεί όλα όσα συμβαίνουν εκεί μέσα.

Επιστρέφοντας στις λίστες, δεν υπάρχει κάτι εγγενές πολιτικό στο να γράψεις «2 πακέτα μακαρόνια» και «μισό κιλό ντομάτες». Δεν μπορούν αυτά να υποδείξουν ή να κατασκευάσουν μια ταυτότητα, μια ιδεολογική στάση. Θα ήταν άσκοπο και μάταιο να προσπαθήσει κανείς να βρει πολιτικές προεκτάσεις ανάμεσα στα ράφια. Θα ήταν άδικο να φορτώνονταν και αυτό το βάρος. Σε τόσες μικρές τραγωδίες μένουν σιωπηλοί μάρτυρες, τόσους βαριούς ψιθύρους ακούν άθελά τους, τόσα σκληρά βλέμματα διασταυρώνονται μπροστά τους, από αυτά τα μισερά που συναντάς εκεί όπου οι κοινωνίες είναι μικρές και οι άνθρωποι μικρότεροι.

Ακόμα και έτσι όμως, καμία λίστα δεν υπάρχει από μόνη της. Υπάρχει πάντα σε συνάρτηση με ένα πλαίσιο που θα την μπολιάζει πάντα με «θέρμη». Ακόμα κι αν μιλάμε για ένα πρόχειρο σημείωμα με τα ψώνια της εβδομάδας, η γλώσσα δεν μπορεί να υπάρξει έξω από τους ομιλητές της. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που και οι ομιλητές δεν μπορούν να υπάρξουν έξω από την ιστορία και τις κοινωνίες τους.

Δημοφιλή