Τα Πάθη και η Ανάσταση του Χαίντελ

Τα «Πάθη» του Χαίντελ ξεκινούν αρχές καλοκαιριού του 1733 με την αποστασία του Σενεζίνο, διάσημου Ιταλού τραγουδιστή στον οπερατικό θίασο του συνθέτη, και τη δημιουργία ανταγωνιστικού θιάσου. Ο εμφύλιος της όπερας στο Λονδίνο θα συνεχιστεί μέχρι το τέλος της δεκαετίας και θα γίνει αντικείμενο πολιτικής εκμετάλλευσης στις τεταμένες σχέσεις του βασιλιά Γεωργίου Β' με τον διάδοχό του Πρίγκηπα Φρειδερίκο. Αποτέλεσμά του ήταν η θρυλική μεταγραφή του καστράτο Φαρινέλλι από τη Βενετία στο Λονδίνο, αλλά και η οικονομική εξάντληση των ανταγωνιζόμενων εταιρειών.
Westend61 via Getty Images

Το ορατόριο «Μεσσίας» είναι ίσως το πιο εμβληματικό έργο θρησκευτικής μουσικής του Ευρωπαϊκού πολιτισμού. Όχι μόνο πραγματεύεται το κεντρικό πρόσωπο του Χριστιανισμού, αλλά και αναπαράγει τη συγκεραστική του φύση μέσα από τον συνδυασμό στοιχείων ιταλικής όπερας και αγγλικής χορωδιακής μουσικής. Γραμμένο το καλοκαίρι του 1741, υπήρξε το πρώτο ουσιαστικά κλασικό έργο της Ευρωπαϊκής έντεχνης μουσικής με συνεχείς εκτελέσεις μέχρι τις μέρες μας.

Μπορεί το ανεπανάληπτο «Αλληλούια» να είναι παγκοσμίως αναγνωρίσιμο, αλλά η προϊστορία του «Μεσσία» και της στροφής του Χαίντελ στη θρησκευτική μουσική είναι λιγότερο γνωστά στο ευρύ κοινό. Της σύνθεσης του ορατορίου προηγήθηκε μια οκταετία σφοδρής επαγγελματικής σύγκρουσης με εκπροσώπους της Ιταλικής όπερας στο Λονδίνο και οικονομικής αιμορραγίας που οδήγησε τον συνθέτη κοντά στην καταστροφή και το θάνατο.

Τα «Πάθη» του Χαίντελ ξεκινούν αρχές καλοκαιριού του 1733 με την αποστασία του Σενεζίνο, διάσημου Ιταλού τραγουδιστή στον οπερατικό θίασο του συνθέτη, και τη δημιουργία ανταγωνιστικού θιάσου. Ο εμφύλιος της όπερας στο Λονδίνο θα συνεχιστεί μέχρι το τέλος της δεκαετίας και θα γίνει αντικείμενο πολιτικής εκμετάλλευσης στις τεταμένες σχέσεις του βασιλιά Γεωργίου Β' με τον διάδοχό του Πρίγκηπα Φρειδερίκο. Αποτέλεσμά του ήταν η θρυλική μεταγραφή του καστράτο Φαρινέλλι από τη Βενετία στο Λονδίνο, αλλά και η οικονομική εξάντληση των ανταγωνιζόμενων εταιρειών.

Σε αυτό το πλαίσιο σκληρού θεατρικού ανταγωνισμού η απρόσμενη επιτυχία, το 1732, του δραματικού ορατορίου «Εσθήρ» (θρησκευτική όπερα σε μορφή κοντσέρτου) θα προσφέρει μια αχτίδα φωτός στον Χαίντελ. Η ενσωμάτωση χορωδιακών από τη μουσική για την ενθρόνιση του Γεωργίου Β', το Αγγλικό κείμενο, η αμφιθεατρική παρουσίαση των εκτελεστών με τον Χαίντελ στο κέντρο να διευθύνει, και φυσικά το χαμηλό κόστος παραγωγής λόγω απουσίας σκηνικών και κοστουμιών ήταν ένας ελπιδοφόρος συνδυασμός για μια εναλλακτική πρόταση όπερας.

Η θριαμβευτική άφιξη του Φαρινέλλι το 1734 στην υπηρεσία της όπερας του Σενεζίνο αύξησε δραματικά την πίεση στον Χαίντελ, ο οποίος αναζήτησε καταφύγιο στη Μεγάλη Σαρακοστή. Η απαγόρευση θεατρικών (σκηνικών) παραστάσεων κάθε Τετάρτη και Παρασκευή άφηνε τα ορατόριά του χωρίς ανταγωνισμό αλλά και επέτρεπε στους Λονδρέζους να ακούν οπερατική κατ' ουσίαν μουσική ακόμα και τις απαγορευμένες μέρες.

Οι έξι εβδομάδες της Σαρακοστής δεν ήταν αρκετές, ωστόσο, για να καλύψουν τα χρέη μιας οπερατικής σαιζόν επτά και οχτώ μηνών. Με τον ανταγωνισμό αμείωτο και τις αποταμιεύσεις του να εξανεμίζονται, ο Χαίντελ υπέστη βαρύ εγκεφαλικό επεισόδιο που παρέλυσε τη μία του πλευρά. Η ανάρρωσή του σε λιγότερο από μισό χρόνο θεωρήθηκε θαύμα.

Στο μεταξύ ήρθε η σειρά του Φαρινέλλι να αποστατήσει καταφεύγοντας στη χλιδή της Ισπανικής αυλής στη Μαδρίτη. Χάνοντας το μεγάλο της αστέρι και μη μπορώντας να κρατήσει το ενδιαφέρον του κοινού με μέτρια έργα, η εταιρεία του Σενεζίνο κατέληξε. Η προσπάθεια ενός φιλόδοξου αριστοκράτη να την αναβιώσει στα επόμενα χρόνια υπήρξε αναιμική, η δε άρνηση του Χαίντελ να συνεργαστεί με τη νέα εταιρεία προκάλεσε την μήνη σημαντικού μέρους της φιλόμουσης Βρετανικής αριστοκρατίας.

Με τη θεατρική του σταδιοδρομία στο ναδίρ, ο Χαίντελ αποδέχεται πρόσκληση από το Δουβλίνο για σειρά έξι συναυλιών. Η θερμή υποδοχή των Ιρλανδών τον πείθει να παρατείνει την παραμονή του για ακόμα έξι συναυλίες. Επιπλέον υπόσχεται μια φιλανθρωπική συναυλία με το τελευταίο του ορατόριο «Μεσσίας». Η πρεμιέρα του έργου στις 13 Απριλίου 1742 αποτελεί ορόσημο στην ιστορία της μουσικής.

Την τεράστια επιτυχία του έργου στο Δουβλίνο διαδέχτηκε ψυχρολουσία στο Λονδίνο την άνοιξη του 1743. Ο τοξικός συνδυασμός χολωμένων αριστοκρατών για την άρνησή του να γράψει όπερα και θρησκευτικών κύκλων που διαμαρτύρονταν για βεβήλωση των θείων ανάγκασε τον συνθέτη να αποσύρει το έργο. Έως και το πρώτο μισό του 1745, ο εξηνταετής Χαίντελ θα αντιμετωπίζει πόλεμο με πληρωμένα χαμίνια να σκίζουν τις αφίσες έξω από το θέατρό του, ισχυρούς αριστοκράτες να μποϋκοτάρουν τις συναυλίες του ή να οργανώνουν βραδιές χαρτοπαιξίας τις ημέρες και ώρες των συναυλιών του.

Ο Χαίντελ θα εκστομίσει «τετέλεσται» στις 17 Ιανουαρίου 1745. Σε μια δραματική ανοιχτή επιστολή προς το κοινό του Λονδίνου ανακοινώνει τη διακοπή των συναυλιών του λόγω οικονομικής αδυναμίας. Οι θαυμαστές και συνδρομητές του συσπειρώνονται και, αρνούμενοι να δεχτούν επιστροφή των χρημάτων τους, τον αναγκάζουν να συνεχίσει τη σαιζόν, η οποία ωστόσο θα κλείσει με προβλήματα.

Η τύχη του εξηντάχρονου και εξασθενημένου συνθέτη θα αλλάξει χάρη στην Ιακωβιτική εισβολή του 1745 με τον εξόριστο πρίγκηπα Κάρολο Στιούαρτ να αποβιβάζεται με μικρό στρατό στην Σκωτία και να κατευθύνεται στο Λονδίνο. Η κυβέρνηση του Γεωργίου Β' πιάνεται στον ύπνο αλλά σύντομα κατορθώνει να εξουδετερώσει τους εισβολείς. Ό,τιδήποτε καθολικό, συμπεριλαμβανομένης της ιταλικής όπερας, αντιμετωπίζεται ως αντι-Βρετανικό. Οι εχθροί του Χαίντελ απομονώνονται και ο ίδιος επιστρέφει δειλά στο κοινό στις αρχές του 1746 με τρεις συναυλίες, και με πλήρη σαιζόν δώδεκα συναυλιών την Σαρακοστή του 1747. Το δε νέο του ορατόριο «Ιούδας Μακκαβαίος» γίνεται σύμβολο της Βρετανικής αντίστασης στον Καθολικό επεκτατισμό.

Από το 1747 και μέχρι τον θάνατό του, ο Χαίντελ θα διευθύνει έργα του μόνο τις Τετάρτες και Παρασκευές της Σαρακοστής έχοντας σχεδόν μηδενικό ανταγωνισμό. Η φιλανθρωπική συναυλία του «Μεσσία» για το Ορφανοτροφείο του Λονδίνου το 1750 θα λυγίσει και την τελευταία αντίσταση στην παρουσίαση του ορατορίου. Ήδη από το 1749 ο Χαίντελ θα κλείνει την Σαρακοστιανή του σαιζόν με το πιο αντιπροσωπευτικό του έργο. Θα πεθάνει στις 14 Απριλίου 1759, τρεις μέρες πριν από το Πάσχα και μία εβδομάδα μετά την τελευταία συναυλία του «Μεσσία». Σε αντίθεση με τον Μπαχ και τον Βιβάλντι, η ανάσταση των οποίων συνέβη δεκαετίες και αιώνες μετά θάνατον, ο Χαίντελ «αναστήθηκε» εν ζωή ο δε «Μεσσίας» του εισήλθε αμέσως στο πάνθεο της μουσικής τέχνης.

Ο δρ. Ηλίας Χρυσοχοΐδης είναι ερευνητικός εταίρος στο WZB Berlin Social Science Center και Λέκτορας στο Stanford University. Ασχολείται ερευνητικά με τον Χαίντελ την τελευταία δεκαπενταετία και είναι ο δημιουργός της μεγαλύτερης συλλογής τεκμηρίων για τη ζωή και το έργο του συνθέτη (Handel Reference Database).

Δημοφιλή