Στην Εκκλησία δεν υπάρχουν «πρέπει» αλλά «θέλω»

Στη θεολογική σκέψη της εκκλησίας, δηλαδή στον ευαγγελικό της λόγο, στα έργα των μεγάλων Πατέρων, στην ίδια της την παράδοση, δεν υφίσταται κανένα «πρέπει». Ποιος ο λόγος να έρθει στην εκκλησία κάποιος; Επειδή πρέπει; Και ποιος ο λόγος να νηστέψει κάποιος την Μ. Εβδομάδα για παράδειγμα; Επειδή αποτελεί συνήθεια; Και γιατί άραγε να πιστέψει κάποιος; Επειδή πρέπει;
Cathal McNaughton / Reuters

Ήταν Μάρτιος του 2016, όταν ο καθηγητής Φιλοσοφίας Χρήστος Γιανναράς, είχε δώσει συνέντευξη στον δημοσιογράφο της HuffPost Greece, Δημοσθένη Γκαβέα, και μεταξύ των άλλων τόνισε «να ξαναβρούμε τον τρόπο της ελληνικότητας∙ όχι γιατί πρέπει, αλλά για να δούμε εάν μας δίνει πραγματική χαρά ζωής». Παραφράζοντας τους λόγους του καθηγητή και προσαρμόζοντας τους στον παραπάνω τίτλο, θα έλεγα «να ξαναβρούμε το πρόσωπο του Χριστού∙ όχι γιατί πρέπει, αλλά για να δούμε εάν θέλουμε να Το γνωρίσουμε και να δούμε τι μας δίνει».

Στην ελλαδική κοινωνία, και απέναντι σ' εκείνη τοποθετείται η σκέψη μου, υφίσταται ένα ψηφιδωτό, που αφορά τον χαρακτήρα των προσώπων. Για να γίνω πιο σαφής, η κοινωνία αυτή (όπως συμβαίνει βέβαια και σε άλλες), θεμελιώνει τα χαρακτηριστικά της, χάριν στις διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες, οι οποίες αφορούν ένα ευρύ πλαίσιο ανάπτυξης και δραστηριοτήτων, σε τομείς όπως το έθνος, η θρησκεία κ.ο.κ. Αυτό με οδηγεί να προχωρήσω τη σκέψη μου στην αποδοχή ανθρώπων με διαφορετική εθνική προέλευση, κοινωνικά στρώματα, θρησκευτικές πεποιθήσεις. Και κρατώ επί τούτου, αυτό το τελευταίο ιδιαίτερο και ευαίσθητο φάσμα των θρησκευτικών πεποιθήσεων. Διαπιστώνοντας βέβαια, πως για τον τίτλο του άρθρου αυτού, νιώθω περισσότερο την ανάγκη να σταθώ στο ζήτημα του τρόπου του εκκλησιασμού στους ανθρώπους. Αυτός ο εκκλησιασμός όμως, δεν εντοπίζεται στη μονομερή εκδήλωση ενός τρόπου (π.χ. το να πηγαίνω στην εκκλησία), αλλά γενικώς έχει να κάνει με τον εκκλησιασμό του ορθόδοξου πνεύματος, του ορθόδοξου ανθρωπισμού αν θέλετε, στις ψυχές των ανθρώπων.

Χαίρομαι, που για ακόμη μία φορά έχω τη δυνατότητα να συνυπάρξω με τόσες όμορφες φωνές, εδώ στην HuffPost Greece. Και το λέω τούτο, καθώς είναι γνωστό ένα άλλο γεγονός (εκτός του εκκλησιασμού)∙ το γεγονός της διαφορετικότητας. Εννοώ, πως οι αναγνώστες της Huff Post Greece, ενός από τα διασημότερα και ευρέως γνωστά ανά τον κόσμο ειδησεογραφικού πρακτορείου, χαρακτηρίζονται για το πολυποίκιλο των απόψεων τους. Αυτό μου δημιουργεί πιο έντονη την επιθυμία για συνάντηση μαζί τους, τόσο στη διαφορετικότητα, όσο και στο γεγονός του εκκλησιασμού του γεγονότος της εκκλησίας.

Άνθρωποι που πιστεύουν, αθεϊστές, αδιάφοροι, μπερδεμένοι, ακόμη και αρνητές του Θεού, αυτή τη στιγμή ίσως διαβάζουν αυτές τις σκέψεις. Και η διαφορετικότητά τους, έχει την άμεση δυνατότητα, ακόμη και μέσα από την ισχυρή αμφιβολία των πραγμάτων, να συναντηθεί στο γεγονός του εκκλησιασμού των ψυχών, του ευαγγελισμού εκείνου του βιώματος, το οποίο στην ορθόδοξη θεολογική σκέψη, είναι ξένο προς κάθε προσπάθεια επιβολής του δικού μου τρόπου στον τρόπο του άλλου. Εδώ είναι λοιπόν, η ευκαιρία της όμορφης αυτής συνάντησης, όπου ξεκινάμε από την παραδοχή, πως στην εκκλησία δεν υπάρχουν «πρέπει» αλλά «θέλω».

Να λοιπόν, ένα αίσθημα, όπως αναδύεται από τα θεολογικά γράμματα και την ασκητική της ερήμου, το οποίο δεν βάζει κανόνες, εντολές και όρια. Αυτό είναι το αίσθημα της ελευθερίας, κάτι παραπάνω από μία ισχυρή βεβαίωση στη ζωή της εκκλησίας. Ο Θεός έπλασε ελεύθερο τον άνθρωπο. Δεν τον έπλασε για να του επιβάλλεται. Τον έπλασε για να επιλέγει ελεύθερα ο ίδιος. Επιλογή δυνατότητας, καθοριστικής και εξαίσιας σημασίας για τη ζωή του. Μία δυνατότητα αναφοράς του τρόπου της δικής του παρουσίας, της υπαρξιακής του ολότητας. Ο Θεός δεν έδωσε καμία εντολή στον παράδεισο. Προειδοποίησε τον άνθρωπο. Εξάλλου, αν έδινε εντολή θα εξοστράκιζε την ελευθερία, με την οποία τον έπλασε. Τον άφησε τόσο ελεύθερο, προειδοποιώντας τον όμως για τις συνέπειες της αθέτησης αυτής της κοινωνίας που είχε με τον Ίδιο.

Στη θεολογική σκέψη της εκκλησίας, δηλαδή στον ευαγγελικό της λόγο, στα έργα των μεγάλων Πατέρων, στην ίδια της την παράδοση, δεν υφίσταται κανένα «πρέπει». Ποιος ο λόγος να έρθει στην εκκλησία κάποιος; Επειδή πρέπει; Και ποιος ο λόγος να νηστέψει κάποιος την Μ. Εβδομάδα για παράδειγμα; Επειδή αποτελεί συνήθεια; Και γιατί άραγε να πιστέψει κάποιος; Επειδή πρέπει; Επειδή στη χώρα μας, επικρατούσα θρησκεία είναι η ορθόδοξη; Πόσο εύκολα έρχονται σε σύγκρουση τα «πρέπει» και τα «θέλω»; Αυτές οι δύο κατευθύνσεις της θέλησης του ανθρώπου; Κι αν κάποιος λοιπόν, νηστέψει την Μ. Εβδομάδα, επειδή πρέπει, επειδή συνηθίζεται για το «καλό» όπως λέγεται, αυτή η νηστεία μέσα από αυτό το υποκριτικό «πρέπει», σε τι συνάντηση οδηγεί τον άνθρωπο; Τον ωφελεί; Νηστεύει με την καρδιά του; Κι αν πάει στην εκκλησία την Μ. Εβδομάδα, επειδή όλοι συνήθως πηγαίνουν, έστω στην Ανάσταση το Μ. Σάββατο, σε τι συνάντηση πάλι οδηγείται ο άνθρωπος;

Πρώτος, ο Χριστός είπε στους μαθητές του «όποιος θέλει να με ακολουθήσει» (Μαρκ. 8,34). Δεν πίεσε κανέναν με το ζόρι. Σέβεται απόλυτα την ελευθερία του ανθρώπου. Αν λοιπόν, θέλει κάποιος, μόνο τότε ακολουθεί τον Χριστό, αν θέλει νηστεύει, αν θέλει προσεύχεται, αν θέλει εκκλησιάζεται. Τα «πρέπει» δεν χωράνε στην αγάπη του Θεού. Έτσι, η αρχή γίνεται από το «θέλω». Θέλω να πάω στην εκκλησία, θέλω να προσευχηθώ κ.ο.κ. Αν δεν γνωρίσει ο άνθρωπος το πρόσωπο του Χριστού, δεν υπάρχει λόγος ούτε να νηστέψει, ούτε να εκκλησιαστεί, πόσο δε μάλλον να πιστέψει στον Χριστό. Κι ο Χριστός τι λέει; Αυτό που είπε ο Φίλιππος στον Ναθαναήλ, «έλα και δες».

Τίποτε δεν γίνεται με το ζόρι στην εκκλησία. Όπως τίποτε δεν γνωρίζεται με καταναγκαστικό τρόπο ή επειδή αποτελεί συνήθεια. Αν δεν γνωρίσει κάποιος ποιος είναι ο Χριστός, τι είναι η εκκλησία, γιατί να πρέπει να πάει στην εκκλησία; Αυτόν τον εκκλησιασμό, αυτή τη συνάντηση με άλλα λόγια, του λόγου του Χριστού με τον άνθρωπο, αυτόν τον τρόπο με τον οποίο ενεργεί στον άνθρωπο το ελεύθερο και απροϋπόθετο κάλεσμα του Χριστού, είναι ένα «θέλω» και ποτέ ένα «πρέπει». Μα, αν ο άνθρωπος δεν γνωρίσει τι σημαίνει εκκλησία, γιατί να πάει στην εκκλησία;

Έχω ισχυρή την αίσθηση, μα δυστυχώς αυτό έχει ήδη καταντήσει βεβαίωση, πως το εκκλησιαστικό γεγονός αναλώνεται πολλές φορές σε βαττολογίες, ευχετικά κηρύγματα, κληρικαλιστικές συμπεριφορές, εξουσιαστικές αυθεντίες, εν τέλει σε ανύπαρκτες ποιμαντικές παρουσίες, πολύ δε περισσότερο ευθυνόφοβες, άρα και ατσαλάκωτες. Είναι καιρός για λόγο ουσίας και ύπαρξης. Καιρός για ζωντανή συνάντηση με το πρόσωπο του Χριστού. Καιρός να μιλήσει ο Χριστός και όχι η προσωπική εκτίμηση. Καιρός για ζωντάνεμα του μυστηριακού βιώματος. Καιρός για το ορθόδοξο ήθος της αγάπης, της ταπείνωσης, της διάκρισης, επουδενί της εμπάθειας, του μίσους, του φθόνου, της κακότητας. Καιρός για εκκλησιασμό της ζωής, στο θάνατο του ανθρώπου. Καιρός για αποκάλυψη του μυστηρίου της εκκλησίας. Καιρός για οριστική ρήξη με τον καθωσπρεπισμό. Καιρός για την εμφάνιση του «θέλω» στη ζωή του ανθρώπου.

Καιρός λοιπόν «σήμερα να σκάψουμε και να βρούμε κάτω από τα χώματα την αληθινή Εκκλησία», όπως σημειώνει στο βιβλίο «Έρως και Θάνατος», ο καθηγητής Δογματικής της Θεολογικής του Α.Π.Θ., Χρυσόστομος Σταμούλης. Αν ο άνθρωπος γνωρίσει αυτή την αληθινή εκκλησία, τότε σίγουρα θα θέλει. Αν αυτό όμως δεν συμβεί, θα εξακολουθεί να πρέπει να θέλει. Καιρός λοιπόν του ποιήσαι. «Να καταλάβουμε δηλαδή, την Εκκλησία Του» όπως γράφει ο καθηγητής Θεολογίας π. Νικόλαος Λουδοβίκος στο βιβλίο του «Ἡ Αποφατική Εκκλησιολογία του Ομοουσίου». «Να γίνει Εκκλησία ακόμη και η μεταφυσική θεολογία μας να μάθει την Εκκλησία ως μόνη της πηγή και αποκλειστικό της κριτήριο, να (ξανα)γίνει ζωντανή και απρόβλεπτη, ταπεινή και πολυόμματος».