Μπορεί το παράδειγμα της Ελλάδας να αλλάξει τον τρόπο σκέψης της Ευρώπης;

Η Ελλάδα βρίσκεται στο επίκεντρο του ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος μετά την εντυπωσιακή πολιτική αλλαγή της περασμένης Κυριακής. Πρόκειται αναμφίβολα για μια ιστορική ανατροπή. Είναι όμως μια ανατροπή που πρέπει να μας ανησυχεί; Ή μήπως πρόκειται για μια εξέλιξη που θα αποτελέσει κίνητρο για μια νέα ευρωπαϊκή πολιτική για μια ριζικότερη αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης στη ζώνη του ευρώ;
Bloomberg via Getty Images

Η Ελλάδα βρίσκεται στο επίκεντρο του ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος μετά την εντυπωσιακή πολιτική αλλαγή της περασμένης Κυριακής. Πρόκειται αναμφίβολα για μια ιστορική ανατροπή. Είναι όμως μια ανατροπή που πρέπει να μας ανησυχεί; Ή μήπως πρόκειται για μια εξέλιξη που θα αποτελέσει κίνητρο για μια νέα ευρωπαϊκή πολιτική για μια ριζικότερη αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης στη ζώνη του ευρώ; Ζούμε την εξασθένιση του ευρωπαϊκού οράματος ή βλέπουμε να διαμορφώνεται μια νέα φιλοσοφία, η οποία υπερβαίνει τις παραδοσιακές διαχωριστικές γραμμές και ενισχύεται διαρκώς με έμφαση στην κοινωνία και την ανάπτυξη;

Η άποψή μου είναι ότι ισχύει το δεύτερο. Ως τεχνοκράτης μάνατζερ με μακροχρόνια εμπειρία σε διαπραγματεύσεις, θεωρώ ότι η Ελλάδα μπορεί να μην κινδυνεύσει με απώλεια της θέσης της στην Ευρώπη, εφόσον θέσει με τρόπο αξιόπιστο και τεκμηριωμένο το ζήτημα μιας εναλλακτικής πολιτικής για το μέλλον. Και πιστεύω ότι η νέα κυβέρνηση δεν θα κάνει κάτι λιγότερο από αυτό. Η Ευρώπη των συγκλίσεων, της συναίνεσης και του διαλόγου ευνοεί τον εποικοδομητικό πλουραλισμό. Είναι άλλωστε δεδομένο ότι η πολιτική της λιτότητας έχει εξαντλήσει τα όριά της στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Δεν είναι μόνο τα ιστορικά υψηλά ποσοστά ανεργίας και φτώχειας που δεν είναι κοινωνικά αποδεκτά. Είναι επίσης η επενδυτική άπνοια που παγιδεύει τις οικονομίες στην ύφεση, στον αποπληθωρισμό αλλά και σε κάτι χειρότερο: Η Ευρώπη δεν πιστεύει πια στον εαυτό της. Και αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί για πολύ, χρειάζονται τολμηρές τομές και μάλιστα γρήγορα.

Η πολιτική της λιτότητας ή μάλλον του εξορθολογισμού των δημοσιονομικών δεν ήταν αστήρικτη. Για κάποιες χώρες ήταν απαραίτητη. Και ασφαλώς ήταν απαραίτητη για την Ελλάδα των υπερβολικών «δίδυμων ελλειμμάτων» του 2009. Εισάγαμε ετησίως αγαθά αξίας πολύ μεγαλύτερης - κατά περίπου 30 δισεκατομμύρια ευρώ - από εκείνη των αγαθών που εξάγαμε. Αντίστοιχου μεγέθους ήταν το έλλειμμα του προϋπολογισμού. Χρειαζόμασταν περίπου 30 δισεκατομμύρια ευρώ για την εξυπηρέτηση των χρεών και την κάλυψη των ελλειμμάτων του Δημοσίου. Οι αγορές δεν μπορούσαν να χρηματοδοτούν για πολύ την επίπλαστη ευδαιμονία. Και βέβαια έπρεπε να «σφίξουμε το ζωνάρι» και να υποστούμε θυσίες. Είχαμε ξεφύγει. Αυτό πραγματικά συνέβη, με αποτέλεσμα τα «δίδυμα ελληνικά ελλείμματα» σχεδόν να εκμηδενιστούν και αυτό να αποτελέσει την μεγαλύτερη δημοσιονομική διόρθωση στον κόσμο. Ήταν ένα παγκόσμιο ρεκόρ, που επιτεύχθηκε ωστόσο με τεράστιο κόστος για πάρα πολλούς συνανθρώπους μας - και φυσικά χωρίς να λείψουν σοβαρά λάθη και αστοχίες.

Σήμερα, με τις κατάλληλες συνεννοήσεις, σε πνεύμα ευρωπαϊκής συνεργασίας και έπειτα από επίπονες διαπραγματεύσεις, μπορούν να βρεθούν και να αποφασιστούν λύσεις στο πεδίο του δημοσίου χρέους που θα ενισχύσουν τις δυνατότητες του χρηματοπιστωτικού συστήματος να συμβάλλει στην επανεκκίνηση της πραγματικής οικονομίας. Οι «πρώτες λύσεις» του 2010 με το Μνημόνιο και τη δημιουργία του μοντέλου της τρόικας αποτέλεσαν μια μέθοδο που εφαρμόστηκε και σε άλλες προβληματικές χώρες. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι έτσι και σήμερα, το 2015, η στόχευση των διαπραγματεύσεων της Ελλάδας με τους εταίρους της για την οριστική υπέρβαση της κρίσης μπορούν να αποτελέσουν το υπόδειγμα για μια νέα πολιτική αντιμετώπιση που μπορεί να υιοθετηθεί από περισσότερες χώρες. Το αποτέλεσμα θα είναι να ανοίξουν νέοι δρόμοι μέσα από τους οποίους η Ευρώπη θα επιστρέψει στο δρόμο της ανάπτυξης με απασχόληση και κοινωνική συνοχή. Δεν πρόκειται για ουτοπία, αλλά για τη φυσική συνέχεια των βημάτων που έχουν επιτελεστεί προς την κατεύθυνση της ενοποίησης τόσο του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος όσο και των δημοσιονομικών πολιτικών των κρατών - μελών της ζώνης του ευρώ.

Εκτός από την πολιτική αλλαγή στην Ελλάδα, μια άλλη αλλαγή ιστορικής εμβέλειας συνέβη με λίγες ημέρες διαφορά στην Φρανκφούρτη. Πρόκειται για την απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) να προχωρήσει σε «ποσοτική χαλάρωση» η οποία έχει στόχο την αναθέρμανση της πραγματικής οικονομίας. Ένα μέχρι πρότινος «ανορθόδοξο» μέτρο για την Ευρώπη εντάχθηκε και αυτό στην κατηγορία της ρεαλιστικής πολιτικής.

Οι δύο εξελίξεις δεν είναι τυχαίες, συμπτωματικές και ασύνδετες. Προέρχονται και οι δύο από τη θέληση των πολιτών της Ευρώπης να αλλάξουν προκειμένου να κερδίσουν το στοίχημα του μέλλοντος.

Συνεπώς, πιστεύω πραγματικά ότι σε ένα χρόνο από σήμερα, η Ελλάδα όχι μόνο θα εξακολουθεί να συμμετέχει στην Ευρώπη, αλλά θα είναι ένα σταθερό μέλος της. Δεν σημαίνει αυτό ότι υποτιμώ τα προβλήματα, τους κινδύνους και τη δυσκολία των χειρισμών που απαιτούνται. Ωστόσο, είναι σημαντικό να αποφεύγουμε να παγιδευόμαστε στον εντυπωσιασμό των υπερβολικών δηλώσεων που συγκροτούν συχνά τον ημερήσιο κύκλο της επικαιρότητας. Πρέπει αντίθετα να εστιάζουμε στα «ψυχρά δεδομένα» της ασκούμενης πολιτικής - τόσο στην Ελλάδα όσο και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Και τα δεδομένα αυτά δείχνουν ότι οι τροχοί της Ιστορίας δεν έχουν πάψει να γυρίζουν. Η Ευρώπη εξελίσσεται, ωριμάζει, είναι κοινωνικά ευφυέστερη από άλλες Ηπείρους και αυτό πρέπει να το αποδείξει άμεσα.

Στις σκέψεις μας λοιπόν προέχει η ευθύνη, η επιμονή και η σοβαρότητα, αλλά όχι ο φόβος, ο θυμός και η καταστροφολογία. Το μέλλον μας μπορεί να είναι - και θα είναι - καλύτερο από το παρελθόν. Εμείς το ορίζουμε.

Δημοφιλή