Τους έβλεπα για χρόνια μέσα στην πόλη. Στο ΜΕΤΡΟ, στα λεωφορεία, στους δρόμους. Οι γκρίζοι άνθρωποι γινόταν όλο και περισσότεροι, όλο και πιο γκρίζοι, όλο και πιο βυθισμένοι στις κατεστραμμένες ζωές τους. Κι εγώ μέσα στην αυτάρεσκη σιγουριά μου ευτυχής που ήμουν ασφαλής, που δεν κινδύνευα να βρεθώ στη Γκρίζα Ζώνη της Ανεργίας.

Τους έβλεπα για χρόνια μέσα στην πόλη. Στο ΜΕΤΡΟ, στα λεωφορεία, στους δρόμους. Οι γκρίζοι άνθρωποι γινόταν όλο και περισσότεροι, όλο και πιο γκρίζοι, όλο και πιο βυθισμένοι στις κατεστραμμένες ζωές τους. Κι εγώ μέσα στην αυτάρεσκη σιγουριά μου ευτυχής που ήμουν ασφαλής, που δεν κινδύνευα να βρεθώ στη Γκρίζα Ζώνη της Ανεργίας.

Ακόμη κι εκείνη την καταραμένη 11η Ιουνίου του 2013, δυσκολευόμουν να πιστέψω ότι είχα περάσει πια κι εγώ στην Γκρίζα Ζώνη. Τις πρώτες ώρες, και για μέρες ακόμη, πίστευα ότι μπροστά μου δεν εξελισσόταν η αρχή μιας πολιτικής και προσωπικής τραγωδίας αλλά ένα κακόγουστο αστείο, ένας εφιάλτης από τον οποίο αργά ή γρήγορα θα ξυπνούσα.

Μάταια. Οι μέρες περνούσαν, το αστείο είχε σοβαρέψει για τα καλά, ο πολιτικός σεισμός που προκάλεσε το λουκέτο στην ΕΡΤ άρχισε να ξεθυμαίνει, και το μέλλον φαινόταν κάθε μέρα και πιο αβέβαιο. Η δουλειά-αγώνας μας κρατούσε όρθιους, αξιοπρεπείς και μας έκανε να φαντάζουμε στα μάτια πολλών ατρόμητοι αγωνιστές. Την ίδια στιγμή όμως επέτρεπε σε πολλούς από εμάς να ζούμε σε μια τεχνητή «φούσκα», ένα προσωπικό αγωνιστικό «θερμοκήπιο» μέσα στο οποίο όλα ήταν όμορφα, αγωνιστικά, αλληλέγγυα κι ελπιδοφόρα.

Για τον καθένα από εμάς η «φούσκα» έσκασε σε διαφορετική στιγμή. Για κάποιους μόλις τέλειωσε το επίδομα ανεργίας, για κάποιους άλλους όταν έγινε η προκήρυξη για τις προσλήψεις στην (ΥΕ)ΝΕΡΙΤ. Εμείς, η παρέα της Θεσσαλονίκης, ήμασταν πιο τυχεροί. «Αγωνιστικοί μετανάστες» γαρ, με ατέλειωτα πήγαιν'-έλα, με πολυήμερη παραμονή στην μαγική φοιτητούπολη του βορρά, με ολονύχτιες νυχτερινές εξόδους που αραίωναν όσο άδειαζαν οι τσέπες, παρατείναμε τη ζωή της δικής μας φούσκας για αρκετούς μήνες ακόμη.

Για μένα το τέλος της φούσκας ήρθε λίγο μετά τα μέσα του Σεπτέμβρη. Με τα χρήματα από τις αποζημιώσεις εξαντλημένα, τα σεμινάρια «επανένταξης» να αρχίζουν - υποτίθεται - εντός των ημερών και την πίεση από το Οικογενειακό Περιβάλλον να «κάνω κι εγώ κάτι επιτέλους για να βρω δουλειά», εναλλακτική δεν υπήρχε παρά το χωρίς επιστροφή εισιτήριο για την Αθήνα. Για το διαμέρισμα που κάποτε ήταν το σπίτι μου και που στο μεταξύ είχε φορτωθεί δεκάδες προβλήματα, για τις «μισές» δουλειές που δειλά-δειλά η πιάτσα είχε αρχίσει να προσφέρει ξανά μετά από πολλά χρόνια.

Και τότε, μέσα σε λίγες μέρες, συνειδητοποίησα ότι είχα περάσει κι εγώ στην Γκρίζα Ζώνη. Είχα γίνει ένας από τους ανθρώπους που μετρούσαν το κάθε ευρώ που η οικογενειακή φιλανθρωπία ή η αλληλεγγύη των φίλων τους πρόσφερε. Ένας άνθρωπος που έπρεπε πια αδιαμαρτύρητα να υπομένει κάθε κριτική και σχόλιο για το που πότε και πως ξοδεύει τα λιγοστά του χρήματα. Ένας άνθρωπος που έπρεπε, πλέον, να δίνει λογαριασμό, αναφορά πως που τι και γιατί ξοδεύει.

Χειρότερο όμως ακόμη κι από τον πνιγηρό διαρκή οικονομικό έλεγχο είναι το αίσθημα της δίχως στόχο καθημερινότητας. Έξω από κάθε παραγωγική διαδικασία, υλική ή πνευματική, κανείς άνθρωπος δεν μπορεί να νιώθει πλήρης, ολοκληρωμένος. Όσες δραστηριότητες κι αν εφεύρεις, όσο κι αν προσπαθήσεις να πείσεις τον εαυτό σου ότι «Ντάξει μωρέ, θα ξεκουραστείς λιγάκι παραπάνω, δεν τρέχει και τίποτα», η σκληρή πραγματικότητα είναι ότι έχοντας χάσει το στήριγμα της προσωπικής σου ανεξαρτησίας, την οικονομική αυτοτέλεια, αλλά και τη συμμετοχή σε κάποιας μορφής παραγωγική διαδικασία αισθάνεσαι άχρηστος, ανήμπορος και περιθωριακός. Και τότε αρχίζεις Να φοβάσαι.

Φοβάσαι, καταρχήν τον εαυτό σου. Βλέπεις το θυμό που συσσωρεύεται μέσα σου για την αδικία που υφίστασαι να σε πνίγει. Η ανεργία, για κάθε άνθρωπο, είναι αδικία. Και η αδικία προκαλεί πίκρα, οργή. Εκεί λοιπόν αρχίζεις να φοβάσαι ότι αυτή η συσσωρευμένη οργή θα σε αλλάξει, θα σε αλλοιώσει, βλέπεις να χαλάει μέρα με την ημέρα. Φοβάσαι ότι δεν θα είσαι πια ο ίδιος άνθρωπος, δεν θα έχεις την ίδια (όση είχες τελωσπάντων... ) γενναιοψυχία απέναντι στους άλλους, ψύχραιμη ματιά στα πράγματα. Φοβάσαι ότι το δηλητήριο της οργής σου ποτίζει και σου αλλοιώνει όλο και περισσότερο την ψυχή, σου θολώνει το βλέμμα με το οποίο βλέπεις τον κόσμο γύρω σου.

Φοβάσαι ότι δεν θα ξαναβρείς δουλειά. Βλέπεις γύρω σου εκατοντάδες άνεργους απολυμένους από την ίδια δουλειά, αλλά εσύ τελικά - δίχως να το θες - εστιάζεις στους δεκάδες που βρήκαν μια νέα δουλειά και ξαναχτίζουν τη ζωή τους. Κι εκεί αγγίζεις πια τα όρια της παράνοιας: Γιατί αυτοί κι όχι εγώ; Γιατί εγώ ακόμη απέξω; Μήπως τελικά δεν είμαι εγώ ικανός για αυτήν τη δουλειά; Μήπως κατά λάθος δούλευα όλα αυτά τα χρόνια;

Η πείνα, η ανέχεια, η οικονομική ανασφάλεια είναι η μία όψη της Γκριζας καθημερινότητας ενός ανέργου. Ο Φόβος που Διαβρώνει το μέσα του, ό,τι έχει χτίσει με χρόνια σπουδών ή/και δουλειάς είναι η άλλη.

Ποιος μπορεί με σιγουριά να πει ποιο από τα δύο είναι το χειρότερο;

Δημοφιλή