Η δημοκρατία μας, η ψήφος μας και η ανάπτυξη που άργησε

Οι απότομες αλλαγές που κάθε νέα κυβέρνηση προαναγγέλλει, είναι μια κακή πραγματικότητα. Οι βέλτιστες όμως λύσεις, αυτές που υπαγορεύονται από τον πραγματισμό, μικρό περιθώριο έχουν συνήθως ελιγμών και οι επιλογές της εκάστοτε κυβέρνησης, αν επιθυμεί να ακολουθήσει το δρόμο της πραγματικότητας, είναι πολύ περιορισμένες. Αυτό συμβαίνει διότι οποιαδήποτε εναλλακτική στην αντιμετώπιση των προβλημάτων, θα σήμαινε και μια λύση υποδεέστερη της βέλτιστης.
Nikos Niotis/Flickr

Δημοκρατία είναι το πολίτευμα όπου κυρίαρχη είναι η άποψη και η βούληση της πλειοψηφίας, μέσα σε κάποια όρια. Τα όρια αυτά, είναι που αποτρέπουν φαινόμενα όπου η πλειοψηφία δύναται να επιβληθεί στη μειοψηφία και να της στερήσει ουσιαστικά της δικαιώματα. Είναι λοιπόν σαφές, πως μέσα στα πλαίσια της δημοκρατίας, η εξουσία θα πρέπει να θέσει τα όρια μεταξύ ελευθερίας και ασφάλειας. Στο βαθμό που ευνοεί την ατομική ελευθερία, κινδυνεύει να απειλήσει την ασφάλεια των πολιτών. Στο βαθμό από την άλλη που εξασφαλίζει την ασφάλεια των πολιτών, εμφανίζεται αδικημένη η ελευθερία.

Οι έννοιες της ελευθερίας και της ασφάλειας δε θα πρέπει να αναφέρονται αποκλειστικά στη φυσική υπόσταση των πολιτών, αλλά θα πρέπει λογικά να προεκτείνονται και στους τομείς της κοινωνικής, πολιτικής αλλά και οικονομικής ζωής. Είναι λοιπόν ξεκάθαρο, πως όταν η δημοκρατία επιδιώκει να θωρακιστεί, θα πρέπει προηγουμένως να βρει τη χρυσή εκείνη τομή μεταξύ ελευθερίας και ασφάλειας, να βρει το βέλτιστο μείγμα των δύο αυτών εννοιών, ώστε να δικαιώσει την ύπαρξη και λειτουργία της.

Το μείγμα της ελευθερίας και της ασφάλειας στα πλαίσια μιας δημοκρατίας, καθορίζεται κατά ένα πολύ μεγάλο βαθμό από τη βούληση των πολιτών. Είναι η πλειοψηφία των πολιτών, είτε ως ατομικές υπάρξεις που εκδηλώνονται στο δημόσιο διάλογο και με την εκδήλωση της ψήφου, είτε ως μάζα, ως όχλος που κινείται προς μια κοινή συνισταμένη, είτε ως ανοχή στις πολιτικές της εκάστοτε κυβέρνησης, αυτή που θα διαμορφώσει το επικρατές μείγμα ελευθερίας και ασφάλειας που το κράτος θα κληθεί να προασπίσει και επιβάλει. Μεταξύ όλων των συνδυασμών του μείγματος ελευθερίας και ασφάλειας, υπάρχουν βέβαια κάποια ακρότατα, τα οποία η πολιτεία θα έπρεπε να αποκλείει εξ αρχής ως ενδεχόμενα λόγω της καταπάτησης θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών. Δε θα μπορούσε ας πούμε ποτέ η πλειοψηφία να καταδικάσει έναν άνθρωπο απλώς και μόνο με τη βούλησή της, όπως δε θα μπορούσε και η πολιτεία να στερήσει όλες τις ελευθερίες από τους πολίτες στο όνομα της ασφάλειάς τους.

Στην Ελλάδα, οι έννοιες της ατομικής ελευθερίας και ασφάλειας δεν είναι δημοφιλείς. Μπορεί να συναντήσουμε στο δημόσιο διάλογο τις έννοιες της εθνικής ασφάλειας, της κοινωνικής ελευθερίας, της θρησκευτικής. Σπάνια όμως ενδιαφερόμαστε για την προάσπιση των αγαθών αυτών σε ατομικό επίπεδο. Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος που εκλέγουμε κυβερνήσεις και είναι ένδειξη και του πώς κινούμαστε στη δημόσια σφαίρα γενικότερα. Πώς αντιλαμβανόμαστε τους συμπολίτες μας και πόσο έκθετοι στην τελική είμαστε απέναντι στο λαϊκισμό των πολιτικών.

Ο κοντόφθαλμος ωφελιμισμός του Έλληνα ψηφοφόρου και η νοοτροπία του κράτους να δεσμεύει τους πάντες σε ένα κοινό πλαίσιο αναφοράς, κάνουν τον πολίτη να φέρεται περισσότερο ριψοκίνδυνα στη δημόσια ζωή από αυτό που στην πραγματικότητα είναι. Είναι η στρεβλωμένη αντίληψη περί ατομικής ελευθερίας και ασφάλειας που ο Έλληνας πολίτης θεωρεί ότι δικαιούται και είναι η αδυναμία του κράτους να προασπίσει τον πολίτη, από τον ίδιο του τον εαυτό. Πέρα από το αν ο Έλληνας πιστεύει ή όχι τους πολιτικούς που ψηφίζει, το κόστος και το όφελος που τελικά προκύπτει από την ψήφο του, δε βαραίνει δυστυχώς μόνο τον ίδιο, αλλά το σύνολο των πολιτών. Έτσι, ευνοούνται οι πολιτικές υψηλού ρίσκου, καθώς η ζημιά θα διαιρεθεί με το μέγεθος του πληθυσμού, ενώ το οποιοδήποτε όφελος θα διαιρεθεί επίσης με τον ίδιο αριθμό, λειτουργώντας έτσι ως αντικίνητρο επιλογής αυτού που υπόσχεται λίγα αλλά με μικρότερο ρίσκο. Κοινώς ο λιγότερο ειλικρινής, ο λιγότερο ρεαλιστής, έχει πάντα το προβάδισμα.

Αυτό βέβαια συμβαίνει σε κοινωνίες όπου ο λαϊκισμός έχει διαμορφώσει στο μέσο ψηφοφόρο την αντίληψη ότι πλέον έχει εξαθλιωθεί στο μέγιστο βαθμό, ότι το σημείο που βρίσκεται αποτελεί έναν πάτο και ότι χειρότερα δε γίνεται. Ο ψηφοφόρος, έχοντας αυτή την πεποίθηση, θα κυνηγήσει το υψηλό ρίσκο για χάρη ενός οφέλους που κατά τα άλλα είναι απίθανο. Η πραγματικότητα έτσι έρχεται να επιβεβαιώσει το γεγονός ότι δεν βρισκόταν ακόμη στον πάτο, αφού συνεχίζει να τον πλησιάζει, ενώ με την ψήφο του τα έπαιξε όλα για όλα βάζοντας και τους υπόλοιπους στο ρεφενέ.

Ο κοντόφθαλμος ωφελιμισμός του Έλληνα ψηφοφόρου και η νοοτροπία του κράτους να δεσμεύει τους πάντες σε ένα κοινό πλαίσιο αναφοράς, κάνουν τον πολίτη να φέρεται περισσότερο ριψοκίνδυνα στη δημόσια ζωή από αυτό που στην πραγματικότητα είναι.

Οι απότομες αλλαγές που κάθε νέα κυβέρνηση προαναγγέλλει, είναι μια κακή πραγματικότητα. Οι βέλτιστες όμως λύσεις, αυτές που υπαγορεύονται από τον πραγματισμό, μικρό περιθώριο έχουν συνήθως ελιγμών και οι επιλογές της εκάστοτε κυβέρνησης, αν επιθυμεί να ακολουθήσει το δρόμο της πραγματικότητας, είναι πολύ περιορισμένες. Αυτό συμβαίνει διότι οποιαδήποτε εναλλακτική στην αντιμετώπιση των προβλημάτων, θα σήμαινε και μια λύση υποδεέστερη της βέλτιστης. Βάσει αυτών, θα ανέμενε κανείς μια λογική συνέχεια στις επιλογές των κυβερνήσεων, η οποία συνέχεια να μην έρχεται σε αντίθεση με τις προεκλογικές τους εξαγγελίες.

Μια κοινωνία όμως που δεν έχει μάθει να διακρίνει το βέλτιστο, είναι καταδικασμένη να είναι έρμαιο πολιτικών που θα της προτείνουν αποκλίνουσες λύσεις, αναλόγως ιδεολογικών εμμονών και ευκαιριακών συμπτώσεων. Κοινωνίες με τόσο μεγάλη παλέτα λύσεων, που οι περισσότερες είναι αναποτελεσματικές, είναι κοινωνίες καταδικασμένες να αποτύχουν και μαζί με αυτές να συμπαρασύρουν και ότι υγιές έχει απομείνει εντός τους. Είναι ακόμη κράτη καταδικασμένα στην αποεπένδυση, αφού όποιες λύσεις κι αν επιλεγούν, θα είναι συνήθως διάφορες των αρχικών εκτιμήσεων των ενδιαφερομένων, αποτέλεσμα ενός χαοτικού μηχανισμού επικράτησης συναισθημάτων και μόνο.

Δημοφιλή