Η ελληνική αμηχανία μπροστά στον «χαλίφη» Ερντογάν

Σε γεωστρατηγικό επίπεδο, οι σχεδιασμοί του Ερντογάν αρχικά δοκιμάστηκαν στην σύγκρουση με τον Άσαντ, που πολλοί θεώρησαν ότι σκοπό είχε να συσπειρώσει τους σουνίτες εναντίον των αλεβιτών και των σιιτών. Στην πραγματικότητα, οι προσπάθειες του «χαλίφη» Ερντογάν στοχεύουν στο να εκπροσωπήσει όλους τους μουσουλμάνους, ενάντια στους «εχθρούς τους». Σε μια εποχή αμφισβήτησης και παγκόσμιας αλλαγής, επιδιώκει ακόμα να προσελκύσει τους απογοητευμένους, τους κατ' επίφαση «αμφισβητίες» και τους πρόθυμους υπηρέτες.

Το δημοψήφισμα στην Τουρκία στις 16 Απριλίου, απασχολεί όλο και περισσότερο την κοινή γνώμη της Ελλάδας, ενώ διάφορα σενάρια αναλύονται, εν όψει των εξελίξεων που προβλέπεται να ακολουθήσουν.

Και σε ότι αφορά το δημοψήφισμα, δεν χρειάζεται να είναι κανείς προφήτης για να προβλέψει το αποτέλεσμά του. Εάν δεν επαρκέσει η ανάμνηση της οικονομικής ευμάρειας επί Ερντογάν, εάν δεν αποδώσουν οι (κενές περιεχομένου) προτροπές του προς τις καταπιεζόμενες μειονότητες των Αλεβιτών και των Κούρδων, εάν δεν πειστούν οι πολίτες από τα (πλήρως ελεγχόμενα) Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης ή την επιχειρούμενη δαιμονοποίηση των υποστηρικτών του «όχι» ως τρομοκρατών, υπάρχει πάντα η δυνατότητα «χειραγώγησης» του αποτελέσματος, παρά την παρουσία μιας ολιγομελούς ομάδας παρατηρητών του ΟΑΣΕ, των οποίων οι παρατηρήσεις δεν εισακούονται.

Λαμβάνοντας ως δεδομένη την επικράτηση του Ερντογάν και την εγκαθίδρυση ενός συγκεντρωτικού Προεδρικού συστήματος, σε βάρος της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης και των δικαιωμάτων της Βουλής, το ερώτημα επικεντρώνεται στο τι θα επακολουθήσει.

Ορισμένοι, αγιάτρευτα αισιόδοξοι στην Ελλάδα και την Κύπρο, ελπίζουν ακόμη ότι η ρητορική του Ερντογάν εναντίον των χωρών τους και της Δύσης, αποκλειστικό σκοπό έχει την συσπείρωση των εθνικιστών και των ισλαμιστών ψηφοφόρων. Ευελπιστούν στην μεγαλοψυχία του και προσπαθούν να μην δίνουν αφορμές (αγνοώντας τον σχετικό μύθο του Αισώπου με τον λύκο και το αρνάκι), μέχρι να διαψευστούν εκ νέου από τα γεγονότα. Η «αισιοδοξία» αυτή συγκεκριμένων προσώπων, θα πρέπει κάποτε να τύχει και μιας πολιτικής αξιολόγησης, μέσω της εξέτασης των αιτίων, των σκοπιμοτήτων και των συνεπειών της.

Εδώ και δεκαετίες, η Τουρκία προχωράει σταθερά στην αναβάθμιση του ρόλου της και στην επέκταση της ισχύος της, χρησιμοποιώντας την οικονομική ανάπτυξη, την στρατιωτική ισχυροποίηση, την πολιτιστική αφομοίωση και την κατευθυνόμενη παιδεία, αλλά και τις απειλές προς τις γειτονικές της χώρες, τους εκβιασμούς προς ισχυρές χώρες και την πίεση προς τους Τούρκους πολίτες.

  • Σε ό,τι αφορά την οικονομική ανάπτυξη, η Τουρκία από το 1980 έως το 2000 σταδιακά μετατράπηκε από μια αγροτική χώρα, σε μια βιομηχανική χώρα χαμηλής τεχνολογίας, και στην συνέχεια, από το 2002 μέχρι το 2015, σε μια βιομηχανική χώρα μεσαίας τεχνολογίας. Η βιομηχανική ανάπτυξη στηρίχτηκε αρχικά στις παραλιακές ζώνες, γρήγορα όμως επεκτάθηκε στο εσωτερικό της Τουρκίας. Αντίστοιχα, στον τουρισμό, οι 1,3 εκατομμύρια αφίξεις του 1983 έφτασαν στα 41 εκατομμύρια αφίξεις το 2014 (σχεδόν διπλάσιες από την Ελλάδα). Η προσπάθεια αυτή δεν θα ήταν κατορθωτή, χωρίς ικανούς οικονομολόγους, όπως ο Κεμάλ Ντερβίς ή την συστηματική και οργανωμένη προσπάθεια των Τούρκων επιχειρηματιών και εργαζομένων.
  • Στο θέμα της στρατιωτικής ισχύος, η Τουρκία εξ αρχής στόχευσε στην προσπάθεια παραγωγής στρατιωτικού εξοπλισμού με δικά της μέσα. Σήμερα παράγει τεθωρακισμένα οχήματα και πολεμικά σκάφη, συμμετέχει στην κατασκευή αεροσκαφών και ελικοπτέρων, ενώ ήδη προχωράει στην κατασκευή drones και συστημάτων ηλεκτρονικού πολέμου. Επίσης, δεν είναι λίγοι αυτοί που υποψιάζονται ότι με την σχεδιαζόμενη κατασκευή πυρηνικών σταθμών στο έδαφός της, αποσκοπεί στην αναβάθμισή της σε πυρηνική δύναμη.
  • Στο θέμα της πολιτιστικής αφομοίωσης, ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα, στόχος της Τουρκίας ήταν η εξαφάνιση των χριστιανικών μειονοτήτων των Ελλήνων και των Αρμενίων. Στην συνέχεια, σειρά είχε η προσπάθεια εκτουρκισμού των Κούρδων και των άλλων μουσουλμανικών μειονοτήτων, μέσω της πολιτιστικής αφομοίωσής αλλά και της διαστρέβλωσης της ιστορίας, χάριν του μύθου ενός «πολιτισμού της Ανατολίας», στον οποίο δήθεν τα τουρκικά φύλα είχαν «σημαντικό» ρόλο.
  • Είχαμε αναφερθεί και στο παρελθόν στην «εκπαιδευτική δράση» του ιμάμη Γκιουλέν. Τα τελευταία 20 χρόνια, με την στήριξη του τουρκικού κράτους, αλλά και χορηγών επιχειρηματιών, ο τότε «σύμμαχος» και σημερινός «προδότης» Γκιουλέν, ίδρυσε περισσότερα από 1.000 σχολεία στην Τουρκία και άλλα τόσα σε 160 χώρες του εξωτερικού. Τα σχολεία αυτά, θεωρητικά προέτρεπαν στην ειρηνική συμβίωση, αλλά ουσιαστικά αποσκοπούσαν στην δημιουργία μιας πειθαρχημένης, παγκόσμιας ισλαμικής ελίτ, επηρεαζόμενης από την Τουρκία.
  • Οι απειλές προς τις γειτονικές χώρες, στα πλαίσια μιας ευρύτερης στρατηγικής, περιλαμβάνουν την Κύπρο, την Ελλάδα, αλλά και τις άλλες γειτονικές της Τουρκίας χώρες και προς έκπληξη ορισμένων, εκφράζονται από όλο σχεδόν το φάσμα της τουρκικής πολιτικής σκηνής.

Μια τέτοια πολιτική δεν θα ήταν εφικτή, χωρίς την ισχυροποίηση των τουρκικών lobbies, μέσω του χρηματισμού προσώπων (ενδεικτικά αναφέρουμε την πρόσφατα αποκαλυφθείσα περίπτωση του πρώην Συμβούλου Ασφαλείας του Προέδρου Τραμπ, Michael Flynn) ή των αυξημένων χορηγιών προς διεθνείς οργανισμούς, όπως το Συμβούλιο της Ευρώπης (όπου η Τουρκική επιχορήγηση ξεπερνάει το 10% του συνολικού προϋπολογισμού του).

Οι παράλογες αυτές απαιτήσεις, σε συνδυασμό με ωμούς εκβιασμούς, αποδίδουν στην Τουρκία άμεσα και έμμεσα οικονομικά οφέλη και ενισχύουν τις διπλωματικές της προσπάθειες.

Η ακραία αυτή πολιτική της Τουρκίας, συχνά ξεπερνάει τα όρια της ανοχής των χωρών αυτών:

  • Οι σχέσεις της Τουρκίας με τις ΗΠΑ, περνούν μια δύσκολη εποχή, παρά τις προσπάθειες της Τουρκίας να «φορτώσει» τα προβλήματα στην τελευταία περίοδο της Προεδρίας Ομπάμα.
  • Σε ό,τι αφορά την μερική επαναθέρμανση των σχέσεων της Τουρκίας με το Ισραήλ, ενδεικτικά αναφέρουμε, ότι η προσφερθείσα από την Τουρκία βοήθεια στην περιοχή της Γάζας, συνδυάζεται με θρησκευτικές (μουσουλμανικές) εορτές, ενώ, κατά τους Ισραηλινούς, συντελεί στην ενίσχυση της Χαμάς.
  • Οι σχέσεις της Τουρκίας με την Ρωσία βελτιώνονται με αργό ρυθμό και πολλοί πιστεύουν ότι η εμβάθυνσή τους σύντομα εξαντλείται.
  • Τέλος οι σχέσεις της Τουρκίας με χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως η Ολλανδία και η Γερμανία, μπορεί να βοηθούν βραχυπρόθεσμα τους εκατέρωθεν ηγέτες να επιδεικνύουν προεκλογικά «πυγμή», υπονομεύουν όμως μακροπρόθεσμα τις διμερείς σχέσεις, τις Ευρωπαϊκές επενδύσεις και την επιστροφή των τουριστών στην Τουρκία.

Για ποιον λόγο όμως ένας έμπειρος πολιτικός, όπως ο Ερντογάν, διακινδυνεύει το πολιτικό του μέλλον και υπονομεύει τις καλές του σχέσεις με τις μεγάλες δυνάμεις;

Η σημερινή «κρίση προσανατολισμού» της Τουρκίας έρχεται σαν ένα ομαλό επιστέγασμα της πολύχρονης και σταδιακά εντεινόμενης προσπάθειας του Ερντογάν να εδραιώσει μια εθνικιστική, ισλαμική, συντηρητική και αυταρχική εξουσία.

Σε γεωστρατηγικό επίπεδο, οι σχεδιασμοί του Ερντογάν αρχικά δοκιμάστηκαν στην σύγκρουση με τον Άσαντ, που πολλοί θεώρησαν ότι σκοπό είχε να συσπειρώσει τους σουνίτες εναντίον των αλεβιτών και των σιιτών. Στην πραγματικότητα, οι προσπάθειες του «χαλίφη» Ερντογάν στοχεύουν στο να εκπροσωπήσει όλους τους μουσουλμάνους, ενάντια στους «εχθρούς τους». Σε μια εποχή αμφισβήτησης και παγκόσμιας αλλαγής, επιδιώκει ακόμα να προσελκύσει τους απογοητευμένους, τους κατ' επίφαση «αμφισβητίες» και τους πρόθυμους υπηρέτες.

Προκειμένου να επιτύχει αυτόν τον στόχο, προηγείται η «τακτοποίηση» των πραγμάτων στο εσωτερικό της Τουρκίας, με μέσα, όπως:

Η αντίδραση της ελληνικής διπλωματίας, αλλά και της ελληνικής πολιτικής και πολιτιστικής ελίτ όλα αυτά τα χρόνια ήταν γενικά κατώτερη των προσδοκιών και των αναγκών. Τις δεκαετίες του 1980 (κυρίως), του 1990, αλλά και του 2.000, όταν η Ελλάδα θα μπορούσε να επηρεάσει τις πολιτικές εξελίξεις υπέρ της, μέσω της συμμετοχής της στην διευρυνόμενη Ε.Ε., οι ελληνικές κυβερνήσεις (με διαφορετικό, είναι η αλήθεια, βαθμό ευθύνης) δεν κατάφεραν να προσελκύσουν οικονομικές επενδύσεις, θέτοντας τις βάσεις για μια μακροχρόνια ανάπτυξη, να αναδείξουν τον παγκόσμιο ρόλο του ελληνικού πολιτισμού ή ακόμα και να διεκδικήσουν την προστασία των συνόρων της Ελλάδας από την Ε.Ε., συχνά αρκούμενοι να ανταλλάσσουν την ψήφο τους στα Ευρωπαϊκά όργανα με πακέτα επιχορηγήσεων, που λειτουργούσαν ως αυτοσκοπός. Την τελευταία επταετία, παρά κάποιες αξιόλογες προσπάθειες που οδήγησαν σε προσωρινές επιτυχίες, η Ελλάδα ουσιαστικά δεν κατόρθωσε να εκμεταλλευτεί την πολύμηνη ή και πολύχρονη ρήξη της Τουρκίας με σημαντικές χώρες, προκειμένου να προωθήσει τα συμφέροντά της στα εθνικά θέματα όπως η οριοθέτηση της ΑΟΖ, τα χωρικά ύδατα και ο εναέριος χώρος, οι «γκρίζες ζώνες» και το Κυπριακό.

Πάνω από όλα, η Ελλάδα δεν κατάφερε να αναδείξει κρίσιμες πλευρές σχετικά με τις συνέπειες της επικράτησης του φιλόδοξου Ερντογάν και να αποτελέσει κινητήριο μοχλό και δύναμη εναντίον του, προκειμένου να διασφαλίσει τα εθνικά της συμφέροντα.

Σε περίπτωση συνέχισης αυτής της πολιτικής και στο μέλλον, οι Έλληνες, ως άλλοι θεατές γνωστού «διαγωνιστικού» τηλεοπτικού παιχνιδιού, θα περιορίζονται να διαπιστώνουν τι να σημαίνει άραγε γι' αυτούς η «νέα Τουρκία» και οι στόχοι της για το 2023 (χρονιά που συμπληρώνονται 100 χρόνια από την δημιουργία της νέας Τουρκικής Δημοκρατίας), σύμφωνα με τους σχεδιασμούς του πανίσχυρου (όπως αναμένεται) πλέον Ερντογάν.

Οι πιο ευφάνταστοι, μπορούν επίσης να προσπαθήσουν να μαντέψουν ποιο είναι το «όραμα» της Τουρκίας για το 2.071, έτος που η Τουρκική πολιτική ηγεσία θέλει να εορτάσει, αφού τότε συμπληρώνονται 1.000 χρόνια από την μάχη του Μαντζικέρτ.

Δημοφιλή