Τραμπ: Η επαναφορά ενός «αιρετικού» πολιτικού, στον «ίσιο» δρόμο

Παρότι δεν φαίνεται πιθανή μια αποπομπή του Τραμπ στο προβλεπτό μέλλον, οι εξελίξεις τον υποχρεώνουν σε αλλαγή στρατηγικής, αφού θα πρέπει, είτε να έρθει σε συνεννόηση με τον σκληρό κομματικό πυρήνα των συντηρητικών, θυσιάζοντας την αύρα του νέου και «διαφορετικού», είτε να ακολουθήσει μια πιο ανεξάρτητη πορεία, με κίνδυνο να βρει μπροστά του, όχι μόνο το 90% του Τύπου, που προεκλογικά στράφηκε εναντίον του, αλλά και το ίδιο του το κόμμα, το οποίο οδήγησε σε εκλογική νίκη. Όπως έδειξε και η στοχοποίηση του Ιράν, κατά την πρόσφατη περιοδεία του Τραμπ στην Μέση Ανατολή, μάλλον πιθανότερο είναι το πρώτο ενδεχόμενο.

Επτά μήνες περίπου μετά την εκλογή του Τραμπ (08.11.2016) και πάνω από τέσσερις μήνες από την ανάληψη των καθηκόντων του (20.01.2017), ο Τραμπ παραμένει ένα πρόσωπο δύσκολα προβλέψιμο. Αντιπαρερχόμενοι την εύκολη λύση της καταδίκης του Τραμπ, βάσει των απόψεων και θέσεων που έχει κατά καιρούς εκφράσει, θα προσπαθήσουμε να αναζητήσουμε τα στοιχεία και τις προοπτικές της Προεδρίας του, σε βασικούς τομείς της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ.

Το πρόγραμμα του Τραμπ, με σύνθημα «Πρώτα η Αμερική», περιείχε ακανθώδη θέματα, με αντικειμενικές δυσκολίες στην διαχείρισή τους, όπως:

Η αντιπαράθεση με την Κίνα

Η Κίνα παρουσιάζει συνεχή οικονομική ανάπτυξη (έχει πλέον μεγαλύτερο ΑΕΠ από τις ΗΠΑ), ενώ παράλληλα εξελίσσει τις στρατιωτικές της δυνατότητες. Κύριος στόχος του Τραμπ είναι να μειωθεί το τεράστιο εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ με την Κίνα, που ανέρχεται σε περίπου 350 δισεκατομμύρια δολλάρια τον χρόνο. Τα μέσα για την αντιστροφή αυτής της τάσης όμως, δεν ήταν τα ενδεδειγμένα, αφού:

  • Ο επιδιωκόμενος οικονομικός προστατευτισμός των ΗΠΑ δίνει την ευκαιρία στην Κίνα να προβληθεί ως υπέρμαχος της ελεύθερης αγοράς και της οικολογίας.
  • η απόσυρση των ΗΠΑ από την Συμφωνία των χωρών του Ειρηνικού Ωκεανού (Trans-Pacific Partnership - TPP), από την οποία είχε αποκλειστεί σκόπιμα η Κίνα, μάλλον εξυπηρετεί τα σχέδια της Κίνας, η οποία ενδιαφέρεται να συμμετάσχει σε παρόμοιες συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου.
  • το τεράστιο δημόσιο χρέος των ΗΠΑ (19 τρις δολλάρια), μεγάλο ποσοστό του οποίου (27%) κατέχει η Κίνα, δημιουργεί εξαρτήσεις και κινδύνους για το εξαγγελθέν φιλόδοξο πρόγραμμα δημόσιων επενδύσεων, το οποίο υποστηρίζουν και πολλοί Δημοκρατικοί. Παρότι κανένας σήμερα δεν έχει συμφέρον από μια παγκόσμια οικονομική κρίση, υπάρχει προβληματισμός για τις συνέπειες μιας (κατά την γνώμη μας όχι πιθανής) όξυνσης των σχέσεων των δύο χωρών.
  • Τα αποτελέσματα της μακροπρόθεσμης πολιτικής της Κίνας στο θέμα των σπάνιων γαιών, και γενικότερα των ορυκτών πόρων, δεν είναι δυνατόν να αντιστραφούν με ένα Διάταγμα του Προέδρου Τραμπ. Το ίδιο ισχύει και για την τεχνολογική πρόοδο της Κίνας (που πολλοί πιστεύουν ότι αρχικά βασίστηκε στην αντιγραφή ή ακόμα και στην βιομηχανική κατασκοπεία), η οποία όμως φαίνεται πλέον να κινείται αυτοδύναμα.

Με βάση τα πιο πάνω, οι συνεχιζόμενες εμπορικές συζητήσεις και η πρόσφατη συμφωνία που υπέγραψε ο Υπουργός Εξωτερικών Tillerson με την Κίνα, είναι μάλλον ευκταίες και αναμενόμενες.

Η διάσταση απόψεων με την Γερμανία

Η σύγκρουση του Τραμπ με την Μέρκελ (κυρίως λόγω των μεγάλων ελλειμμάτων στις εμπορικές σχέσεις των δύο χωρών) στις κατ' ιδίαν συναντήσεις τους και, πιο πρόσφατα, στις συνόδους του ΝΑΤΟ και των 7 ισχυρότερων χωρών, προέβαλε την Γερμανία ως προστάτη της ελεύθερης οικονομίας και της οικολογίας. Σημειώνουμε ότι η Γερμανία (η οποία έχει ήδη καταφέρει να μετατρέψει την οικονομική της ηγεμονία στην Ευρώπη, σε πολιτική, μεταξύ άλλων, μέσω της διεύρυνσης της Ε.Ε. προς ανατολάς, σε βάρος της Ρωσικής επιρροής) προσανατολίζεται πλέον στην περαιτέρω ισχυροποίηση των συγκεντρωτικών δομών της Ευρώπης, καθώς και στην ανάπτυξη στρατιωτικής ισχύος.

Η συμφιλίωση με την Ρωσία

Η ψυχρότητα στις σχέσεις με την Ρωσία επί κυβέρνησης Ομπάμα, μετά την κατάληψη της Κριμαίας από την Ρωσία και τις συγκρούσεις σε Γεωργία και Ανατολική Ουκρανία, φάνηκε προς στιγμήν ότι θα αντιστραφεί, εξ αιτίας του ισλαμικού τζιχαντισμού και της αποφασιστικής παρέμβασης των Ρώσων στην Συρία και στα πλαίσια μιας κοινής αντιμετώπισης του κινδύνου. Στις ΗΠΑ, η συμφιλιωτική αυτή πολιτική βρήκε απέναντί της, τόσο τους σκληροπυρηνικούς συντηρητικούς, που θεωρούν μεγαλύτερο κίνδυνο την Ρωσία από τον ISIS, όσο και τυπολάτρες προοδευτικούς, που υποστηρίζουν μια πιο ενεργή αντιμετώπιση συμμάχων της Ρωσίας, όπως η Συρία και που εκφράστηκαν πολιτικά με τις κατηγορίες εναντίον της Ρωσίας για ανάμειξη στις Αμερικανικές εκλογές, μέσω των διαρροών του Wikileaks.

Δεδομένου ότι, παρά τις υπάρχουσες ενδείξεις (που θεωρητικά θα μπορούσαν να είναι και παραπλανητικές), η συγκεκριμένη κατηγορία είναι εξαιρετικά δύσκολο να αποδειχτεί, ενώ πιθανότατα ούτε οι επαφές στελεχών του εκλογικού επιτελείου του Τραμπ με Ρώσους αξιωματούχους μπορούν να θεωρηθούν αξιόμεμπτες, το βασικό λάθος του προέδρου Τραμπ θεωρούμε ότι ήταν το ότι εμπιστεύτηκε, σε σημαντικές θέσεις, κατά την γνώμη μας ακατάλληλους ανθρώπους, όπως τον στρατηγό Flynn.

Ο για λίγες ημέρες Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ (ο οποίος θεωρείται «φυσιολογικό» να λαμβάνει προεκλογικά από τουρκικών συμφερόντων Εταιρία αρκετές εκατοντάδες χιλιάδες δολλάρια για να συμβάλει στην άτυπη παράδοση του Γκιουλέν στην Τουρκία, όχι όμως και να αμοίβεται με λίγες δεκάδες χιλιάδες δολλάρια από Ρωσική Εταιρεία), στην συνέχεια προσφέρθηκε, χωρίς να γίνει δεκτό,

να καταθέσει όσα γνώριζε, με αντάλλαγμα την μη δίωξή του. Ο Flynn αποτέλεσε τελικά την πέτρα του σκανδάλου, αφού ο Τραμπ φέρεται να ζήτησε από τον πρώην Διευθυντή της CIA Comey την διακοπή της διερεύνησης της υπόθεσής του.

Το κατά πόσο το αίτημα αυτό (και στην συνέχεια η απόλυση του Comey) αποτελούν βάση για την αποπομπή του Τραμπ (λόγω «παρακώλυσης της Δικαιοσύνης») είναι ένα θέμα που σχετίζεται ουσιαστικά με τον βαθμό αποδοχής του Τραμπ από τους Ρεπουμπλικανούς Βουλευτές και Γερουσιαστές, αφού για την αποπομπή του απαιτείται απλή πλειοψηφία στην Βουλή και πλειοψηφία δύο τρίτων στην Γερουσία. Μια πρώτη ένδειξη για το μέλλον, ενδέχεται να υπάρξει με την κατάθεση του Comey στην Γερουσία, στις 8 Ιουνίου.

Παρότι δεν φαίνεται πιθανή μια αποπομπή του Τραμπ στο προβλεπτό μέλλον, οι εξελίξεις τον υποχρεώνουν σε αλλαγή στρατηγικής, αφού θα πρέπει, είτε να έρθει σε συνεννόηση με τον σκληρό κομματικό πυρήνα των συντηρητικών, θυσιάζοντας την αύρα του νέου και «διαφορετικού», είτε να ακολουθήσει μια πιο ανεξάρτητη πορεία, με κίνδυνο να βρει μπροστά του, όχι μόνο το 90% του Τύπου, που προεκλογικά στράφηκε εναντίον του, αλλά και το ίδιο του το κόμμα, το οποίο οδήγησε σε εκλογική νίκη. Όπως έδειξε και η στοχοποίηση του Ιράν, κατά την πρόσφατη περιοδεία του Τραμπ στην Μέση Ανατολή, μάλλον πιθανότερο είναι το πρώτο ενδεχόμενο. Η κατάσταση αυτή προβληματίζει και εξωθεσμικούς παράγοντες, όπως η Λέσχη Bildeberg, που συνεδριάζει προκειμένου να καθορίσει την στάση της.

Στην Αμερικανική Ιστορία καταγράφονται δύο διαδικασίες αποπομπής Προέδρου (το 1868 κατά του Προέδρου Andrew Johnson και το 1998 κατά του Bill Clinton), που κατέληξαν σε αθωωτικές αποφάσεις της Γερουσίας, ενώ το 1974, ο Πρόεδρος Richard Nixon παραιτήθηκε πριν φτάσει η υπόθεση σε ψηφοφορία.

Σε κάθε περίπτωση, πολλοί πλέον συμβουλεύουν τον Πρόεδρο να αξιοποιήσει έμπειρο και κατάλληλο προσωπικό, σαν τον ικανότατο Υπουργό Εξωτερικών Rex Tillerson, αντί για πρόσωπα από το στενό οικογενειακό και φιλικό του περιβάλλον, ενώ προς την ίδια κατεύθυνση κινείται και το κατεστημένο των υπηρεσιακών παραγόντων.

Τέλος, εάν ο Τραμπ επιθυμεί να αναστρέψει την (κατά τα φαινόμενα φθίνουσα) πορεία της Αμερικής, θα πρέπει να αναζητήσει τα αίτια σε αντιλήψεις που επικράτησαν κατά την περίοδο του ψυχρού πολέμου και, στην συνέχεια, της μονοκρατορίας των ΗΠΑ και γενικότερα στην επιδίωξη βραχυπρόθεσμων αποτελεσμάτων. Η αναπαραγωγή αυτών των ιδεών, όχι μόνο δεν αντιμετωπίζει αποτελεσματικά πραγματικούς ή φανταστικούς αναδυόμενους εχθρούς, αλλά κινδυνεύει να οδηγήσει σε μια «βαλκανιοποίηση του κόσμου».

Δημοφιλή