Μέρες του 2016 μ.Χ.: Περιμένοντας τους βαρβάρους

Κυκλοφορούν αόριστες και γενικόλογες επαγγελίες για «παράλληλο πρόγραμμα», για νέο αναπτυξιακό νόμο και Σχέδιο Β, ωστόσο ουδέν εξ αυτών έρχεται στο φως της ημέρας, αλλά και παραμένει αμφίβολο εάν πράγματι κάτι προετοιμάζεται στο σκότος. Εάν όντως κάτι βρισκόταν σε προετοιμασία, γιατί άραγε να παρέμενε στο σκότος, αφού η σοβαρότητα ενός εθνικού ανατασιακού προγράμματος κρίνεται πάντα από την αθρόα και δημιουργική συμβολή των πολιτών σε αυτό; Πόσο μπορεί να ευσταθήσει ο ισχυρισμός ότι κάποιο σωτήριο πρόγραμμα τεκταίνεται εν αγνοία και εν κρυπτώ από αυτούς που θα κληθούν να το εφαρμόσουν;
photojenni/Flickr

Η εμπλοκή που παρουσιάζεται σήμερα στην οικονομική κατάσταση της χώρας φαίνεται να επικεντρώνεται στην αξιολόγηση από τους «Θεσμούς» της μέχρι τώρα εφαρμογής της συμφωνίας του περασμένου Ιουλίου. Από την θετική ή όχι έκβαση της εξαρτάται η καταβολή της επόμενης δόσης, πράγμα που θα ανακουφίσει τους δανειστές και θα προσφέρει οξυγόνο στην κυβέρνηση της υπερχρεωμένης χώρας με τη ρύθμιση του χρέους στον ορίζοντα. Ωστόσο, τόσο η ανακούφιση των μεν, όσο και το οξυγόνο των δε, στην καλύτερη περίπτωση, δεν πρόκειται να ισχύσουν παρά μόνον για μερικούς μήνες και θα όφειλαν αμφότερες οι πλευρές να αντιμετωπίζουν το μέλλον με μεγαλύτερη σοβαρότητα, αντί να ικανοποιούνται με εξ ορισμού εμβαλωματικές «λύσεις», που στην ουσία δεν προωθούν κανένα απολύτως πρόβλημα, αλλά τα επιδεινώνουν όλα και τα καθιστούν τελικά ανεπίλυτα για όλους.

Σύμφωνα με μετριοπαθείς υπολογισμούς, η αναχρηματοδότηση του ελληνικού χρέους από το περασμένο καλοκαίρι με 86 δισ., με επιτόκιο 1% και περίοδο χάριτος 32 ετών καθιστά την αποπληρωμή του διαχειρίσιμη, αλλά υπό τον αυτονόητο, αυστηρό και αποκλειστικό όρο ότι η ελληνική οικονομία εισέρχεται σε τροχιά ανάπτυξης με ρυθμό τουλάχιστον 1%. Αυτό σημαίνει ότι το κυριότερο πρόβλημα με το συσσωρευμένο χρέος έχει ήδη μετατεθεί για μετά το 2023, χωρίς βέβαια να παραγνωρίζεται η αρνητική σκιά του μελλοντικού προβλήματος για την επανεκκίνηση της οικονομίας στο παρόν.

Ωστόσο, όσον αφορά στο παρόν, το κλειδί για τη βιωσιμότητα του χρέους παραμένει η τρέχουσα πορεία της ελληνικής οικονομίας. Ενόσω αυτή παραμένει κολλημένη στην πτωτική και υφεσιακή πορεία, κανένα απολύτως χρέος δεν θα είναι διαχειρίσιμο και μοιραία όλα θα αποβαίνουν, το ένα μετά το άλλο, μη-βιώσιμα. Ενόσω τα εισοδήματα περικόπτονται και συρρικνώνονται, όλα τα χρέη θα περνούν μοιραία στο κόκκινο. Όχι μόνον το δημόσιο χρέος, αλλά επίσης τα ιδιωτικά χωρίς εξαίρεση, των τραπεζών, των επιχειρήσεων, των νοικοκυριών, τα στεγαστικά. Όταν η κυβέρνηση αδυνατεί να εξασφαλίσει το ελάχιστο κατώφλι του 1% για την ανάπτυξη της οικονομίας, δεν υπάρχει περίπτωση να διατηρείται στην χώρα τίποτα απολύτως σε συνθήκες βιωσιμότητος. Σύμφωνα με τα πρόσφατα δημοσιευθέντα στοιχεία, οι αρνητικοί ρυθμοί έχουν επιστρέψει, αφού το λήξαν έτος, αντί θετικού ρυθμού, κατέγραψε ύφεση στο -0,7% του ΑΕΠ.

Το πρόβλημα χωρίς απάντηση είναι ότι ενώ μέτρα λαμβάνονται προς εξοικονόμηση και απόσπαση πλεονάσματος, επιδεινώνοντας έτσι τις προϋποθέσεις για την αναγκαία ανάκαμψη της οικονομίας, ουδεμία συγκεκριμένη μέριμνα καταγράφεται για την περαιτέρω πορεία της στο άμεσο μέλλον.

Θα όφειλαν οι δανειστές της χώρας και κυρίως η υπεύθυνη κυβέρνηση της να επικεντρώνονται πολύ περισσότερο στον άμεσο στόχο της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας, αντί να θυσιάζουν τα πάντα στον υπερεκτιμημένο στόχο της απομείωσης του χρέους στο μέλλον, απομακρύνοντας έτσι όλο και περισσότερο την κάθε προοπτική σταθεροποίησης, που αποτελεί την αναγκαία βάση για τη λυσιτελή διαχείριση όλων των προβλημάτων. Ακόμη και αν καθ' υπόθεση οι Ευρωπαίοι εταίροι και ιδίως οι Γερμανοί αποδέχοντο τη ρύθμιση και διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του ελληνικού χρέους, το πρόβλημα της ανάκαμψης θα παράμενε δραματικά ακάλυπτο, απροσέγγιστο, ανεπίλυτο και χωρίς προοπτική. Βεβαίως, η κυβέρνηση προεξοφλεί ότι με τη ρύθμιση του χρέους, θα εισρεύσουν κεφάλαια στη χώρα και θα ανακάμψουν οι επενδύσεις. Ωστόσο, γιατί άραγε να συμβεί κάτι τέτοιο, σε μια χώρα χωρίς ωφέλιμα εισοδήματα, με νεκρή εσωτερική αγορά και ήδη κατεστραμμένη με το τυφλό και σαρωτικό πρόγραμμα που συνεχίζει να εφαρμόζεται μέχρι σήμερα προς χάριν των δανειστών;

Το πρόβλημα χωρίς απάντηση είναι ότι ενώ μέτρα λαμβάνονται προς εξοικονόμηση και απόσπαση πλεονάσματος, επιδεινώνοντας έτσι τις προϋποθέσεις για την αναγκαία ανάκαμψη της οικονομίας, ουδεμία συγκεκριμένη μέριμνα καταγράφεται για την περαιτέρω πορεία της στο άμεσο μέλλον. Κυκλοφορούν αόριστες και γενικόλογες επαγγελίες για «παράλληλο πρόγραμμα», για νέο αναπτυξιακό νόμο και Σχέδιο Β, ωστόσο ουδέν εξ αυτών έρχεται στο φως της ημέρας, αλλά και παραμένει αμφίβολο εάν πράγματι κάτι προετοιμάζεται στο σκότος. Εάν όντως κάτι βρισκόταν σε προετοιμασία, γιατί άραγε να παρέμενε στο σκότος, αφού η σοβαρότητα ενός εθνικού ανατασιακού προγράμματος κρίνεται πάντα από την αθρόα και δημιουργική συμβολή των πολιτών σε αυτό; Πόσο μπορεί να ευσταθήσει ο ισχυρισμός ότι κάποιο σωτήριο πρόγραμμα τεκταίνεται εν αγνοία και εν κρυπτώ από αυτούς που θα κληθούν να το εφαρμόσουν;

Όλα δείχνουν ότι η μεγαλύτερη δοκιμασία για την κυβέρνηση θα ήταν εάν υποτεθεί οι «γενναιόδωροι» εταίροι εξεδήλωναν την προθυμία να συνδράμουν στη σταθεροποίηση και ανάκαμψη της χώρας, εξασφαλίζοντας έτσι με το αζημίωτο και την ικανότητα αποπληρωμής του εναπομένοντος χρέους. Σε αυτή την υποθετική περίπτωση, αφού από τη δική μας πλευρά δεν θα είχαμε απολύτως τίποτε το συγκεκριμένο και πειστικό να παρουσιάσουμε, το βάρος του σχεδιασμού της ανάκαμψης θα αφηνόταν μοιραία σε αυτούς που σήμερα απομυζούν τη χώρα. Στο κάτω-κατω, ακόμη και αν η χώρα έχει αποφασίσει ότι δε σώζεται, οι δανειστές έχουν κάθε συμφέρον να τη στηρίζουν, αφού έτσι εξασφαλίζουν τα χρήματα με τα οποία την έχουν χρεώσει.

Αφού σήμερα όλα γυρίζουν ανάποδα από ό,τι προσδοκούσε η κυβέρνηση, αφού η ίδια απογοητεύθηκε από τον Ντράγκι, την ποσοτική χαλάρωση και την ΕΚΤ, από την Κίνα, την Ρωσία, το Ιράν, τους Αμερικανούς και το ΝΑΤΟ, από τη δυνατότητα μεταβολής της γερμανικής πολιτικής εντός της Ευρωζώνης, αφού πλέον και η ίδια δεν είναι σε θέση να παρουσιάσει κάτι το εναλλακτικό, ίσως η μοναδική ελπίδα που της απομένει είναι αυτά που έσπευσε να χαρακτηρίσει «αυταπάτες» να την διαψεύσουν για μια ακόμη φορά και να βγουν αληθινά. Η γεωπολιτική κανενός ισχυρού δεν θα ήθελε τη χώρα μας «μαύρη τρύπα» στο χάρτη της περιοχής, όσο και το εφιαλτικό σενάριο κυριαρχεί μετ' επιτάσεως στην ελληνική κοινή γνώμη και στην ιθύνουσα πολιτική τάξη της. Άλλωστε δεν θα είναι η πρώτη φορά στην ιστορία που μια χώρα «διασώζεται», όχι ως θα όφειλε με δικές της δυνάμεις, αλλά με βάση τα γεωπολιτικά συμφέροντα ξένων δυνάμεων.

Το 1824, ο Βρετανός Πρωθυπουργός Γεώργιος Κάνιγκ, αφού είχε αποφασιστικά συνεργήσει στην αποτίναξη του ισπανικού ζυγού από τις υπερπόντιες αποικίες του, ήταν σε θέση να αναγγείλει θριαμβευτικά στο Βρετανικό Κοινοβούλιο: «Κύριοι, η Λατινική Αμερική είναι επιτέλους ανεξάρτητη, δηλαδή δική μας». Αφού στη χώρα μας, η κυβέρνηση και ο πολιτικός κόσμος εξαντλούνται στην τήρηση των συμπεφωνημένων εισπράττοντας τις αντιδράσεις της κοινωνίας στη συνέχιση των θυσιών που δεν οδηγούν παρά στο μεγάλο πουθενά και αφού οι κοινωνικές συνιστώσες αδυνατούν να προτείνουν κάτι το εναλλακτικό, πέρα από τη διατήρηση των συμφερόντων της κάθε μιας εξ αυτών, ίσως οι Μεγάλες Δυνάμεις στο γεωπολιτικό παιχνίδι της περιοχής, ακόμη μια φορά στην ιστορια, να είναι σε θέση να εξασφαλίσουν κάποια προοπτική που η ίδια η χώρα δεν τολμά ούτε καν να φαντασθεί ούτε να αρθρώσει. Στο σημείο που έχει σήμερα περιέλθει ο δημόσιος βίος της χώρας μας, θα μπορούσε κι αυτό να θεωρηθεί «μια κάποια λύσις» ή τέλος πάντων «κάτι» προτιμότερο από το απόλυτο «τίποτα».

Δημοφιλή