Κασιώτικες τραγωδίες δεμένες με την πιο πικρή μαντινάδα

Αφηγητής της ιστορίας μας ο καπετάν Νικήτας Ηλία Σκευοφύλακα, μικρό παιδί έζησε και τις δυο τραγωδίες και μεγάλωσε μέσα στα βαπόρια, στα γραφεία και τις αποθήκες τις εταιρίας Κάσος nav. στο λιμάνι της Σύρου. Ο γενικός διευθυντής της εταιρίας Ιωάννης Τηνιακός, άνθρωπος-διαμάντι όπως μας λέει ο καπετάν Ηλίας, τον φρόντισε κυριολεκτικά σαν παιδί του, τον κυνηγούσε για να διαβάζει και να γίνει καπετάνιος, τον έμαθε να γίνει άξιος, φιλότιμος, τίμιος, ένας αληθινός ναυτικός.

Ο Ηλίας Σκευοφύλακας δε μπορούσε να πιστέψει πως μ'αυτό το τρόπο είχε χάσει τον καλύτερο φίλο και στενό του συγγενή, τον υποπλοίαρχο Μηνά Μαυρή.

Από νωρίς, μόλις είχαν κυκλοφορήσει στη Σύρο τα μαύρα μαντάτα για το πλοίο ΑΚΤΗ, εκείνος μπαινόβγαινε στα γραφεία της εταιρίας κι αναστέναζε, η ψυχή και το βλέμμα του τσαλαβουτούσαν στα βαθιά, κάπου πολύ πέρα από τον ορίζοντα της θάλασσας. Πέρασαν λίγες μέρες, ακόμη κανείς δεν είχε χωνέψει την τραγωδία, όταν με το φορτηγό ΧΑΔΙΩΤΗΣ βρέθηκε στο σημείο του χαμού και μέσα στη λύπη του τραγούδησε μια πικρή μαντινάδα:

«Είχα και εγώ εξάδελφο, δεύτερο καπετάνιο,

και δε θα φύγει ο καημός, ωσότου να πεθάνω!»

Μόλις τρία χρόνια αργότερα, το 1942, ο θαλαμηπόλος Ηλίας Σκευοφύλακας είχε ακριβώς την ίδια μοίρα με τον ξάδελφο του!

Στην Α/Μ φωτογραφία ο χαμένος θαλαμηπόλος Ηλίας Σκευοφύλακας και στο βάθος ο γιος του, καπετάν Νικήτας Σκευοφύλακας

Μέσα από μια σειρά συμπτώσεων ο Νικήτας Σκευοφύλακας βρέθηκε ναυτολογημένος στο φορτηγό MOUNT LYCABETTUS, το πλοίο αν και είχε Ελβετική σημαία χτυπήθηκε με δυο τορπίλες από το γερμανικό υποβρύχιο U-373, περίπου 400 ναυτικά μίλια νοτιοανατολικά του Χάλιφαξ, στο πιθανό στίγμα 40 ° 50 'Ν / 059 ° 20' Δ. Το 30μελές πλήρωμα χάθηκε αύτανδρο, ενώ η μαύρη είδηση έφτασε στην πατρίδα έναν χρόνο αργότερα.

Πρόκειται για δυο από τις σκληρότερες τραγωδίες που χτύπησαν την Κάσο τον 20ο αιώνα, ίσως κάποιος πει πως είναι ξε-περασμένες, όμως όταν ακούσει τις μνήμες και μόλις σήμερα αντικρύσει τα βουρκωμένα μάτια του 89χρονου καπετάν Γρηγόρη Σκευοφύλακα, γιου του χαμένου Ηλία, τότε στα σίγουρα θα αναθεωρήσει για το βέλος του χρόνου, τουλάχιστον όταν πρόκειται για προσφιλή πρόσωπα.

Το δράμα του ΑΚΤΗ

Σε κείνα τα προπολεμικά χρόνια η Σύρος ήταν το σπουδαιότερο κέντρο εφοπλισμού, από νωρίς είχαν βρεθεί τα πέντε αδέλφια Κουλουκουντήδες, τα δυο αδέλφια Ρεθύμνηδες, ο καπετάν Μιχάλης Πνευματικός, ο Μαυρολέων και ο Στάθης Γιάνναγας, γαμπρός τους Μιχάλη Πνευματικού. Πολλές δεκαετίες νωρίτερα έχτισαν μια σπουδαία θαλασσινή αυτοκρατορία, αγόραζαν πλοία με ζεστό μετρητό χρήμα, τα ταξίδευαν, αρκετές φορές οι ίδιοι και τα πονούσαν σαν αληθινά παιδιά τους, επίσης γνώριζαν κάθε λεπτομέρεια από τις ζωές, το χαρακτήρα και την καθημερινότητα των πληρωμάτων τους, μα σχεδόν όλοι ήταν συγγενείς τους!

Το πλοίο αυτό, το ΑΚΤΗ, δεν ήταν καινούριο, δεν ήταν αυτό που λέμε βασιλοβάπορο, έμεινε στη μνήμη γιατί κέρδιζε τίμια το ψωμί του και μέσα από άπειρες δυσκολίες εξακολουθούσε να πατά απαλά στη θάλασσα, ώστε να μη κάνει φασαρία και πάντοτε επέστρεφε με καμάρι στη Σύρα, για να πάρουν μια ανάσα οι ναυτικοί κι εκείνο να ξαποστάσει μια σταλιά, έπειτα να ξανα-οργώσει τους ωκεανούς ολάκερου του πλανήτη.

πλοίο ΑΚΤΗ, ex Fantee-1920, φωτογραφία George Robinson

Το φορτηγό AKTH κατασκευάστηκε στο ναυπηγείο Northumberland Shipbuilding Co., με πρώτη ονομασία FANTEE Νο 144410 (που σημαίνει ατίθασος, ο άγριος, αυτός που δεν δέχεται περιορισμούς). Ήταν ένα μακρόστενο πλοίο με μήκος 121,7 μέτρα και 16 μέτρα πλάτος, μικτής χωρητικότητα 5.663 κόρων και καθαρό φορτίο 2.593. Είχε κινητήρα 3 κυλίνδρων, ενώ η ταχύτητα του ίσα που έφτανε τους 11 κόμβους, ακολουθούσε τον κανόνα "σπεύδε βραδέως".

Στις 20 Μαρτίου 1920, το FANTEE βρισκόταν στην Αγγλία, στο κανάλι του Bristol, όταν συγκρούστηκε και βύθισε το μικρό φορτηγό WHITE ROSE, το πλοίο άνηκε στη Richard Hughes, την μεγαλύτερη εταιρία παράκτιων πλοίων στο Λίβερπουλ.

Οι ζημιές στο FANTEE αποκαταστάθηκαν, κανείς ναυτικός δε χάθηκε και το 1933 πωλήθηκε στην KASOS Steam Nav. Έτσι πέρασε στην ελληνική σημαία και πήρε το όνομα από το βορειότερο ακρωτήριο της Κάσου, το πλοίο βαφτίστηκε ΑΚΤΗ και ήταν ναυλωμένο από την εταιρία του Λονδίνου, των Μιχ. Πνευματικoύ, αδελφών Ρεθύμνη και Γιανναγά.

Στο προηγούμενο ταξίδι του, από τη Μαύρη θάλασσα με προορισμό την Αγγλία, το ΑΚΤΗ βρέθηκε στη Σύρο για να φορτώσει προμήθειες, τρόφιμα και κάρβουνα, γιατί οι πλοιοκτήτες όλα τα είχαν τακτοποιημένα με περίσσια αγάπη στην Ερμούπολη και τότε ναυτολογήθηκε υποπλοίαρχος ο Μηνάς Μαυρής, ο μοιραίος ξάδελφος του Ηλία Σκευοφύλακα.

Ήταν Νοέμβρης '38 και το ΑΚΤΗ είχε φορτώσει 7.500 τόνους σιδηρομετάλλευμα από τo Rio de Janeiro με τελικό προορισμό το λιμάνι του Rotterdam. Το ταξίδι προχωρούσε σύμφωνα με το πρόγραμμα, μάλιστα το ατμόπλοιο σταμάτησε στη Μαδέρα, φόρτωσε κάρβουνα και συνέχισε δίχως κανένα πρόβλημα. Την προ-παραμονή του Αη Νικόλα το ΑΚΤΗ βρισκόταν στον Βισκαϊκό κόλπο, ήταν στα παράλια της Βόρειας Γαλλίας και περνούσε περίπου 150 μίλια από το φάρο του νησιού Ουεσάντ, όταν έπεσε σε πυκνή φαρμακερή ομίχλη, το φαινόμενο δεν ήταν άγνωστο στους έμπειρους Κασιώτες και συριανούς ναυτικούς, ο καπετάνιος Μηνάς Βαρδαβάς δεν έχασε ούτε ένα λεπτό, ελάττωσε την ταχύτητα στα 4 ν.μ. και φρόντισε να εκπέμπονται σε τακτά χρονικά διαστήματα συριγμοί, τα ηχητικά σήματα που κάνουν τα πλοία ώστε να αποφύγουν μια σύγκρουση λόγω ελλείψεως ορατότητας.

Σε αυτή την περιοχή έχουν συμβεί εκαντοντάδες, ίσως το σωστότερο να είναι χιλιάδες ναυάγια! Εκείνοι που γνωρίζουν το γαλλικό νησί το αποκαλούν «νησί του τρόμου» ενώ η γύρω θάλασσα έχει το βαρύ τίτλο «νεκροταφείο πλοίων» και είναι πασίγνωστη για την επικινδυνότητα της, λόγω των εκατοντάδων υφάλων και της βίας των ρευμάτων του ωκεανού.

Το νησί Ουεσάντ έχει πλάτος 4 μιλίων, αποτελείται από βοσκοτόπια που κόβονται από τεράστιους πέτρινους τοίχους και περικυκλώνεται από γκρεμούς, ενώ άγρια βράχια ξεχύνονται σα πέτρινα ποτάμια προς τη θάλασσα. Στο νησί ζουν περίπου 800 μόνιμοι κάτοικοι, αρκετοί από αυτούς ζουν από την κτηνοτροφία και είναι γνωστό το ιδιαίτερο ντόπιο μαύρο πρόβατο. Υπάρχει ένας μύθος για το ελληνικό ναυάγιο του ατμόπλοιου ΜΥΚΟΝΟΣ (1936), λένε λοιπόν ότι από αυτό το πλοίο σώθηκαν ένα κριάρι και δυο προβατίνες και αυτά έμειναν στο νησί και έτσι έγινε λευκό το χρώμα των ζώων!

Εφημ. Ακρόπολη, 7.12.1938

Επιστρέφουμε ολοταχώς στην ιστορία μας, είχε ξημερώσει 4 Δεκέμβρη 1938 και το ατμόπλοιο ΑΚΤΗ περνούσε από το πλάτος 47 40 Β και 6 20 Δ, όλοι ήταν σε επιφυλακή, όμως τα ανθρώπινα μάτια δεν είναι αρκετά για να ανοίξουν τη βαριά ομίχλη που σέρνει το πιο σκοτεινό μέλλον, αν τα κατάφερναν σίγουρα θα αντίκρυζαν τον Χάρο που πλησίαζε αγέρωχος, αγκαλιά με το κοφτερό δρεπάνι του, επιβιβασμένος σε ένα γερμανικό φορτηγό.

Το 142.9 μέτρων και 8.086 τόννων φορτηγό ΛΑ ΠΛΑΤΑ (Αμβούργο, 1922), έσπασε την ομίχλη, ήταν λίγο μετά τις 09.00 όταν το τεράστιο σώμα του ξεπετάχτηκε, η πλώρη του ήταν λίγα μέτρα από την αριστερή πλευρά στη μέση της ΑΚΤΗΣ, από τη γέφυρα του ελληνικού φορτηγού όλα τα μάτια γούρλωσαν στη θέα του τεράστιου σιδερένιου όγκου, ένιωσαν ότι αυτό ήταν το οριστικό τέλος.

Την επόμενη στιγμή συνέβη η άγρια σύγκρουση, ακούστηκε ένας αποκρουστικά τραχύς ήχος, από εκείνους που όταν τους γράφεις δεν έχουν φωνήεντα. Ήταν τα σίδερα που έσκουζαν, βογγούσαν για τον ανελέητο κι αχόρταγο θάνατο.

Το φορτηγό ΛΑ ΠΛΑΤΑ εμβόλισε το ΑΚΤΗ ανάμεσα στη γέφυρα και στην καπνοδόχο, το πλοίο με μιας έσπασε σε δυο κομμάτια κι έφτασαν μόνο 40 δευτερόλεπτα για να το ρουφήξει για πάντα ο βυθός. Στη θάλασσα κατάφεραν να πέσουν και να σωθούν μονάχα 15 άνθρωποι, από τις 32 ψυχές του κασιώτικου φορτηγού.

Το γερμανικό πλοίο ζήτησε βοήθεια, ήταν στραπατσαρισμένο και μόλις άντεχε το νερό που έψαχνε διέξοδο για να γεμίσει το σώμα του. Ένα γαλλικό και ένα ολλανδικό ρυμουλκό, που σταθμεύουν στη Brest και τη Douarnenez, βγήκαν αμέσως στη θάλασσα και σύντομα βρέθηκαν να παλεύουν στη σκηνή του δράματος. Τις επόμενες ώρες, όσο έπεφτε η ομίχλη η θάλασσα γινόταν ακόμη πιο άγρια, η πένθιμη νηοπομπή με το τσακισμένο ΛΑ ΠΛΑΤΑ, έπλεε σε χαμηλή ταχύτητα για τη Βρέστη. Το ξημέρωμα της παραμονής Αγίου Νικολάου 1938, το δανικό φορτηγό ΕΡΝΑ πέρασε λίγο πιο μακριά από το σημείο της καταστροφής και πρόσεξε τα τελευταία συντρίμια, μια αναποδογυρισμένη βάρκα με τα διακριτικά ΑΚΤΗ-ΣΥΡΟΣ, αυτό ήταν ό,τι είχε απομείνει από το ελληνικό φορτηγό.

εφημ. ΒΡΑΔΥΝΗ 17.12.1938

Τα πιο μεγάλα δράματα είναι πάντοτε βουβά και είναι εκείνα που όταν συμβαίνουν ανατρέπουν όλο τον κόσμο των ανθρώπων που ανακατεύονται μέσα σ' αυτά. Ανάμεσα στις 17 χαμένες ψυχές ξεχωρίζει η ιστορία του πρώτου μηχανικού, Γιάννη Κωνσταντίνου ήταν κι αυτός Kασιώτης και ταξίδευε με την Κοκκόνα, τη γυναίκα του, με καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη, όλο το πλήρωμα τη γνώριζε, τη σεβόταν και την εκτιμούσε, ήξεραν πόσο δεμένο και αγαπημένο ήταν αυτό το ζευγάρι που χάθηκε μαζί!

Ο Α' μηχανικός νόμισε ότι υπήρχε χρόνος και έτρεξε στη μηχανή, ξοπίσω και η γυναίκα του, μάταια τον περίμενε και ούρλιαζε στις σκάλες, την επόμενη στιγμή τους κατάπιε η θάλασσα. Αλλά και υποπλοίαρχος Μηνάς Μαυρής, ίσως κατάφερνε να γλυτώσει, αλλά στην προσπάθεια του να βρει και να σώσει τον πρώτο μηχανικό και τη γυναίκα του, έμεινε μια στιγμή στο βαπόρι που βούλιαζε, όμως τον πλάκωσε το άλμπουρο κι έτσι σκοτώθηκε.

εφημερίδα Ακρόπολη 7.12.1938

Ακόμη πιο μεγάλο ήταν το δράμα του αντρειωμένου, αληθινού ήρωα καπετάνιου, ο 34χρονος Μηνάς Βαρδαβάς ήταν μορφωμένος και γνωστός στους θαλασσινούς κύκλους, θα γύριζε στον Πειραιά και είχε προγραμματίσει το γάμο με την αγαπημένη του. Μάλιστα στο Ρότερνταμ τον περίμενε για να τον σκατζάρει ο αδελφός του, επίσης καπετάνιος, ενώ η αρραβωνιστικιά του έκανε τις τελευταίες πρόβες σε ένα νυφικό που δεν φόρεσε ποτέ, ενώ εκείνος "παντρευόταν" μια για πάντα τη θάλασσα.

εφημ. ΣΗΜΑΙΑ 8.12.1938

Ντοκουμέντο για την υπόθεση του ΑΚΤΗ είναι η συγκλονιστική συνέντευξη του 2ου μηχανικού Αντώνη Μαρμαρινού στην γαλλική εφημερίδα L'Quest-Eclair:

«Μια στιγμή πριν πέσω στη θάλασσα, άκουσα τη φωνή του καπετάνιου:

"Θάρρος ναύτες, το θάρρος αυτό ταιριάζει στους φίλους μου!

Δεν υπήρχε χρόνος για να ρίξουμε τις βάρκες στη θάλασσα. Εγώ ήμουν πολύ τυχερός, ρίχτηκα στο νερό και άρπαξα ένα από τα διάσπαρτα κομμάτια του ξύλου, τα συντρίμμια του πλοίου που ήταν στην επιφάνεια της θάλασσας. Δυόμισι ώρες κολυμπούσαμε μέσα στην ομίχλη. Ήμασταν στο όριο της αντοχής μας όταν σωθήκαμε, μαζευτήκαμε από τις δύο βάρκες του ΛΑ ΠΛΑΤΑ που μας έψαχναν"».

Την επόμενη ημέρα από την τραγωδία ένας από τους ιδιοκτήτες, ο Νικόλαος Ρεθύμνης, συντετριμμένος από την τραγωδία, ταξίδεψε από το Λονδίνο στη Βρέστη και φρόντισε προσωπικά τους ναυαγούς. Μάλιστα οι κασιώτικες και οι συριανές ναυτιλιακές εταιρίες για ένα τριήμερο είχαν τις σημαίες των πλοίων τους μεσίστιες. Όλη η χώρα σείστηκε από τη τραγωδία του ΑΚΤΗ, στον Πειραιά δεν μπορούσαν να το πιστέψουν, ενώ τα δυο νησιά, η Σύρα και η Κάσος, βάφτηκαν στο απόλυτο μαύρο.

πειραϊκή εφημερίδα ΣΗΜΑΙΑ, 15.12.1938

Οι 15 διασωθέντες ναυτικοί του ΑΚΤΗ ήταν:

Ο θαρραλέος ασυρματιστής που δεν άφησε το πόστο του Κλεομένης Μακρής, Αντώνης Μαρμαρινός Β Μηχανικός, Νικόλαος Φύτρος, Γ Μηχανικός, Γεώργιος Φιλάρετος Θαλαμηπόλος, Ιωάννης Γιαννακούλιας Ναύτης, Δημ. Καλογεράκης πατέρας, Κων/νος Καλογεράκης γιός, Σταμάτης Γκουράρος ναύτης, Κωστ. Αλεξανδράκης ναυτόπαις, Αντ. Ροδιάδης ναυτόπαις, και οι θερμαστές: Βαγγέλης Σταθερός, Κωνσ. Ζέππος, Εμμ. Τζερεμές, Στράτος Μπούρας και ο Γεω. Μάινας.

Οι χαμένες ψυχές του ατμόπλοιου:

Μηνάς Βαρδαβάς Πλοίαρχος (ο αδελφός του Ηλίας τον περίμενε να τον σκατζάρει στο Ρότερνταμ, ο Μηνάς επέστρεφε στον Πειραιά για να παντρευτεί), Μηνάς Μαυρής υποπλοίαρχος, Μανώλης Καραμολέγκος Γ πλοίαρχος, Γιάννης Κωνσταντίνου Α μηχανικός, Κοκόνα Κωνσταντίνου, σύζυγος Α μηχανικού, Δημήτριος Δουμάκης Γ μηχανικός, Χρήστος Σταθερός Αρχιθερμαστής, Παντελής Καραγιάννης ναύκληρος, Δημήτρης Κριθάρης, μάγειρας, Γιάννης Ράλλης, ναύτης, Βαγγέλης Λογουέτης ναύτης, Γ. Παπαιωάννου ναύτης, Μ. Μυολόγος βοηθός θαλαμηπόλου, Μάρκος Νομικός θερμαστής, Κων. Ξιφούλης θερμαστής, Χρήστος Μηλιώτης θερμαστής, Μηνάς Διακάκης θερμαστής.

φωτογραφία από το αρχείο του Δημήτρη Γκαλών

Η τραγωδία του MOUNT LYCABETTUS

Τρία χρόνια μετά από το ναυάγιο του ΑΚΤΗ, μέσα στον Β' παγκόσμιο πόλεμο, ο ήρωας της ιστορίας μας, ο θαλαμηπόλος Ηλίας Σκευοφύλακας ταξίδευε με το φορτηγό ΚΑΣΟΣ με πορεία για Γένοβα, όμως όπως οι περισσότεροι Δωδεκανήσιοι, είχε ιταλικό διαβατήριο, από το φόβο μιας πιθανής σύλληψης γιατί δεν είχε ιταλική άδεια αναγκάστηκε να ξεμπαρκάρει στη Νέα Υόρκη . Εκεί άλλαξε πόστο με τον επίσης Κασιώτη Αντώνη Αράπη, που ήταν θαλαμηπόλος στο μοιραίο MOUNT LYCABETTUS.

Το πλοίο αυτό ήταν 7.280 τόνων, κατασκευάστηκε από τον Sir Raylton Dixon & Co Ltd., Middlesbrough, της Αγγλίας. Η κατασκευή του ξεκίνησε στις 16.08.1917 και ολοκληρώθηκε τον Νοέμβριο του 1917 και στη συνέχεια καταχωρήθηκε με το όνομα WAR FLOWER, με βρετανική σημαία στο Λονδίνο. Το 1919 πωλήθηκε στην Hindustan Shipping Co. Ltd. και μετονομάστηκε σε TURKESTAN. Παρέμεινε στη βρετανική σημαία, άλλαξε λιμάνι και καταχωρήθηκε στο Newcastle. Σύμφωνα με κάποιες άλλες πηγές, ναι μεν ονομάστηκε WAR FLOWER, αλλά το 1919 πωλήθηκε και τότε μετονομάστηκε σε TURKESTAN.

Το TURKESTAN έγινε MOUNT LYCABETTUS.

Το 1935 αγοράστηκε από την Ελληνική εταιρία Ρέθυμνη & Κουλουκουντή Shipping Ltd., με έδρα το Λονδίνο και τον Πειραιά, τότε μετονομάστηκε σε MOUNT LYCABETTUS (εγκεκριμένος ιδιοκτήτης: Atlanticos Steamship SS Co. Ltd., Παναμά / διευθυντές: Kulukundis Shipping Co.).

Στο πλοίο υψώθηκε η ελληνική σημαία και το λιμάνι της Σύρου, με αριθμό 289 και διακριτικό κλήσης: SVRO.

Στις 23.12.1939 το MOUNT LYCABETTUS χρονο-ναυλώθηκε από το γραφείο μεταφορών πολέμου της ομοσπονδιακής κυβέρνησης της Ελβετίας, που ως ανεξάρτητη χώρα δεν εμπλεκόταν στον πόλεμο.

Στα δύο πρώτα χρόνια πραγματοποίησε αρκετά ταξίδια σε ολόκληρο τον Βόρειο Ατλαντικό χωρίς κανένα αξιοσημείωτο περιστατικό, μετέφερε χύδην φορτία, όπως σιτηρά και άνθρακα για την Ελβετική Συνομοσπονδία στην Πορτογαλία.

Στις 02.02.1942 ξεκίνησε από το λιμάνι Leixões της Πορτογαλίας για τη Βαλτιμόρη των Η.Π.Α., πέρασε από τα Κανάρια Νησιά, για να αναπληρώσει τις αποθήκες του με κάρβουνο και συνέχισε την πορεία του για τη Λισσαβώνα.

Ο 32χρονος Έλληνας πλοίαρχος, καπετάν Μιχάλης Σοφός, όπως και σχεδόν όλο το πλήρωμά του ήταν εξαιρετικά έμπειροι ναυτικοί στις θαλάσσιες μεταφορές σε ολόκληρο τον Βόρειο Ατλαντικό, είχαν καταγωγή από Κάσο και Σύρο, ενώ μονάχα τρία μέλη του πληρώματος δεν ήταν Έλληνες.

Στις 05.03.1942 το πλοίο αγκυροβόλησε στη Βαλτιμόρη, όπου και φόρτωσε 6.011 τόνους σιτηρών. Στις 11.03.1942 το πλοίο άφησε το λιμάνι χωρίς καθυστέρηση και ανοίχτηκε μοναχό στο πέλαγος. Από την αναχώρηση, το MOUNT LYCABETTUS δεν ξανα-έστειλε ποτέ μηνύματα και οι πράκτορες στην Leixões ενημέρωσαν τους ναυλωτές στη Βέρνη με ένα τηλεγράφημα:

«... stop. πλοίο καθυστερημένο, χωρίς ίχνη, θεωρείται χαμένο. stop.»

Το σκάφος και πλήρωμα από 30 άνδρες χάθηκαν μια για πάντα. Η τραγωδία πρέπει να πραγματοποιήθηκε πολύ γρήγορα περίπου 400 ναυτικά μίλια νοτιοανατολικά του Χάλιφαξ στη θέση 40 ° 50 'Ν / 059 ° 20' Δ με την ανοιχτή άγρια θάλασσα να εξαφανίζει στα γρήγορα κάθε ίχνος από το πλοίο.

Εκείνη την εποχή και παρά τις απαιτήσεις των ελβετικών αρχών, καμία από τις κυβερνήσεις των εμπλεκομένων στον πόλεμο δεν έδωσε εξηγήσεις για την εξαφάνιση του σκάφους. Αυτή η καταστροφή θεωρήθηκε ως η μεγαλύτερη απώλεια ανθρώπινης ζωής στην ελβετική ναυτιλιακή ιστορία της χώρας.

Πολύ αργότερα, στο τέλος του πολέμου, διαπιστώθηκε από γερμανικά έγγραφα αλλά και από το ημερολόγιο του υποβρυχίου U-373 (κυβερνήτης Paul-Karl Loeser) ότι το πλοίο χτυπήθηκε με δύο τορπίλες το απόγευμα της 17.03.1942 και βυθίστηκε αύτανδρο (το υποβρύχιο U-373 βυθίστηκε δυο χρόνια αργότερα, με το μεγαλύτερο μέρος του πληρώματός του να έχει σωθεί).

Αναπάντητα ερωτηματικά βασανίζουν ακόμη και σήμερα τον γιο του χαμένου θαλαμηπόλου, τον καπετάν Νικήτα Σκευοφύλακα, το πλοίο είναι σίγουρος ότι είχε σημαία και διακριτικά Ελβετίας, δηλαδή ήταν ουδέτερο:

- γιατί το χτύπησε το γερμανικό υποβρύχιο;

- πως είναι δυνατόν να μην υπάρχει ούτε ένας επιζώντας;

Ποτέ δεν θα μάθουμε τι ακριβώς συνέβη στο MOUNT LUCABETTUS.

Τελευταίος και μοναδικός μάρτυρας το ημερολόγιο του γερμανικού υποβρυχίου U373 που σήμερα έρχεται στην επιφάνεια, εκεί αναφέρεται:

«Το πλοίο δεν έφερε κανένα εθνικό διακριτικό. Δεν υπήρχε αναρτημένη σημαία στην πρύμνη, ούτε και στα πλευρά του κήτους, με αποτέλεσμα να θεωρηθεί εχθρικό και να πραγματοποιηθεί επίθεση με δυο τορπίλες.

Η επίθεση πραγματοποιήθηκε την 14.03.1942, το πρωι στις 05:08, κοντά στις ανατολικές ακτές των ΗΠΑ σε στίγμα 40 15 Β και 61 00 Δ. Ενώ το γερμανικό υποβρύχιο βρισκόταν αρχικά καταδυόμενο στα 14 μέτρα στη δεξιά πλευρά του ερχόμενου ατμόπλοιου, λόγω τις Ζικ-Ζακ πορείας του MOUNT LYCABETTOUS βρέθηκε στα αριστερά του όπου και εξαπέλησε δυο τορπίλες από τορπιλοσωλήνες 1 και 4 οι οποίες και βρήκαν το στόχο τους, 17 δευτερόλεπτα η πρώτη και στα 18 η δεύτερη. Μετά την έκρηξη των τορπιλών το πλοίο βυθίστηκε αύτανδρο μέσα σε δυο λεπτά της ώρας, σύμφωνα πάντα με την καταχώρηση στην έκθεση του γερμανού κυβερνήτη, το υποβρύχιο δεν αναδύθηκε και συνέχισε καταδυόμενο την πορεία του». (Μετάφραση από το ημερολόγιο του υποβρυχίου από τον Δημήτρη Γκαλών).

Ημερολόγιο MOUNT LYCABETTUS, αρχείο καπετάν Νικήτα Σκευοφύλακα

Οι 30 χαμένοι ναυτικοί του MOUNT LYCABETTUS:

Γέφυρα: Μιχάλης Σοφός πλοίαρχος, Γιάννης Καραγιάννος υποπλοίαρχος, Ιούλιος Βαρδαβάς ανθυποπλοίαρχος, Γρηγόρης Γιαντζής τηλεγραφητής, Απόστολος Εξαδάχτυλος ,

Σπέις Θοδωρής, Γιαλαράκης Αναστάσιος, Νικολάου Νικόλαος, Καλιβρούσης Επαμεινώντας, Θανάσης Βλαχούτσικος, Θανάσης Καιντάς, Δημήτρης Παγώνης. Μηχανή: Μανώλης Μιτροπίας, Ανδρέας Πατακάκης, Στάθης Χατζηγεωργίου, Γιάννης Κωνσταντάκης, Δημήτρης Πατσόγλου, Μανώλης Σουλτανάκης, Ματθαίος Ψωμάς, Γιώργος Βάγιος, Δημήτρης Νταναμπάσης, Θεόδωρος Κοσσιαβέλος, Μιγκέλ Μαυρούδης, Manuel Julio Rodriguez (Πορτογαλία), Manuel De Varga (Εκουαδόρ), Michael Zamorano ( Εκουαδόρ).

Επιστασία κουζίνας-θαλαμηπόλοι, Ηλίας Σκευοφύλακας, Βλάσης Βαλλάσης, Αντρέας Δευτερέος, Βαγγέλης Καραγεωργόπουλος.

καπετάν Νικήτας Η. Σκευοφύλακας

Αφηγητής της ιστορίας μας ο καπετάν Νικήτας Ηλία Σκευοφύλακα, μικρό παιδί έζησε και τις δυο τραγωδίες και μεγάλωσε μέσα στα βαπόρια, στα γραφεία και τις αποθήκες τις εταιρίας ΚΑΣΟΣ nav. στο λιμάνι της Σύρου. Ο γενικός διεθυντής της εταιρίας Ιωάννης Τηνιακός, άνθρωπος-διαμάντι όπως μας λέει ο καπετάν Ηλίας, τον φρόντισε κυριολεκτικά σαν παιδί του, τον κυνηγούσε για να διαβάζει και να γίνει καπετάνιος, τον έμαθε να γίνει άξιος, φιλότιμος, τίμιος, ένας αληθινός ναυτικός.

Ο Μιχάλης Πνευματικός, ο Μηνάς Ρεθύμνης και ο Νικόλας Ρεθύμνης για τον περισσότερο κόσμο δίκαια είναι Εθνικοί Ευεργέτες, όμως για τον καπετάν Νικήτα ήταν κάτι παραπάνω από απρόσωπους επιχειρηματίες, ήταν ο ορισμός των γνήσιων θαλασσινών. Των εφοπλιστών που γνώριζαν και την παραμικρή λεπτομέρεια και πονούσαν τα πλοία τους, με κάθε ευκαιρία ρωτούσαν τα πληρώματα και δεν ξέφευγε τίποτε από την αντίληψη τους.

«Ουαί κι αλίμονο αν έπιαναν έναν καπετάνιο αδιάβαστο σε θέματα γέφυρας και ναυσιπλοΐας», επαναλαμβάνει ο καπετάν Νικήτας και δεν ξεχνά να μνημονεύσει τα ονόματα εξαιρετικών καπεταναίων που άφησαν εποχή, έδωσαν ακόμη και τη ψυχή τους και ανέβασαν λίγο πιο ψηλά την ελληνική ναυτιλία:

«Αντώνης Χαρτοφύλακας, Παύλος Παπαδόπουλος, Μηνάς Πουλής, Γεώργιος Μαρίνος, Αλέκος Ζγουρδέος, Θωμάς Ζγουρδέος, Κώστας Κουτέπας, Γιώργης Ρωμανός, Αντώνης Βαλαβάνος».