Αγάπη, πέρα από μουσούδες και κορμιά

Σαν ένα μικρό καταθλιπτικό επεισόδιο περνούσαν οι στιγμές του, αφού χρεωνόταν ξανά και ξανά, την ανοησία να εγκαταλείψει το σκυλί του. Πάνω που όλα είχαν γίνει μαύρη μνήμη, ξίνιζε με τα άλλα σκυλιά που συναντούσε και η άρνηση έπαιρνε σειρά στην ακολουθία της βαριάς του απώλειας, μέσα από το μάθημα της αριθμητικής στην Τετάρτη τάξη, στον πρώτο όροφο του Ζαννείου ορφανοτροφείου στον Πειραιά, είδε στον δρόμο έναν μαυρόασπρο αδυνατισμένο κοπρίτη, που έμοιαζε με τον δικό του, το Νεγκούς.
dimellas

Έτρεμε και βαριανάσαινε, ήταν πια στα τελευταία του, ανήμπορος από τα γηρατειά μα ευχαριστημένος, το έβλεπες στα γέρικα τσιμπιλιάρικα μάτια του, στην γλώσσα που μισοφαινόταν, στο επαναλαμβανόμενο τρέμουλο και στην ουρά που χορευτάλιζε ασταμάτητα.

Ο δάσκαλος, ο Νικόλας, είχε μαζέψει ετούτο το κυνηγόσκυλο πριν 15 χρόνια, ήταν το αστείρευτο πάθος του για την εκπαίδευση των σκύλων που ξεπερνούσε κάθε άλλη δουλειά που έκανε. Από μικρός ακόμη ντάντευε, φρόντιζε κουλούκια, γκρίνιαζε η μάνα του, φώναζε ο πατέρας, μα από το ένα έμπαιναν κι από το άλλο αυτί έβγαιναν όλες οι κουβέντες τους.

Όμως δεν έχει σημασία τι έχουμε ζήσει, σημασία έχει τι έχει απομείνει στη μνήμη μας, από όλο το περιδιάβασμα της ζωής.

Το σκυλί μέσα ξύλινο κασόνι, τυλιγμένο με μια παλιά μισομάλλινη κουβέρτα του στρατού, γκρι, από εκείνες που έστειλε η Αμερική βοήθεια με την απελευθέρωση, ενώ το αφεντικό, ο δικός του άνθρωπος στο πλάι του, διαβάζει, διορθώνει, τις εκθέσεις των μαθητών του, όμως δεν τον άφηνε ούτε λεπτό από τα μάτια του.

Έτσι δένονται τα κορμιά, δένονται οι ψυχές, άλλα σώματα, δίποδα, τετράποδα δεν έχει ρόλο η σάρκα και τα κόκαλα, οι ψυχές είναι που βρίσκουν κάτι, λες να ναι η μυρωδιά τους; Ίσως να κουμπώνουν σα μοιραίο παζλ, μα ναι, σίγουρα κλειδώνουν με το πρώτο άγγιγμα και σέρνει πιο κάτω και από τον Άδη η μια την άλλη.

Η δικιά μας ράτσα, ο Νικόλας, βρήκε το κουτάβι στο νησί του, στην Κάρπαθο, αποκαμωμένο, ταλαιπωρημένο και φοβισμένο για τους ανθρώπους που μέχρι τότε μόνο κακό του έκαναν. Ήταν η εποχή με τους κατακτητές, γύρω στο 1935, που στα γύρω μετόχια των Μενετών, στα ψηλά, στον Προφήτη Ηλία τριγυρνούσε το μικρό κουτάβι.

Οι Ιταλοί φαντάροι στον ελεύθερο τους χρόνο εάν δεν έκαναν γλυκά μάτια σε καμιά Καρπαθιά, χαζολογούσαν στις καζάρμες τους. Μάζευαν ετούτο το αρσενικό, ασπρόμαυρο κουλούκι, έδεναν ντενεκούδια, σκάτολες, στην ουρά του και με μια κλωτσά τον έστελνα στην κατηφόρα του βουνού, εκείνο με τον θόρυβο στα σκέλια κατέβαινε χτυπημένο στις πέτρες, σαν ένας ματωμένος σίφουνας, όλη την πλαγιά του βουνού.

Είχε γίνει ένα σωρό φορές το παιγνίδι, μέχρι που τα μίζερα φανταράκια στοιχημάτιζαν για την ταχύτητα και τον δρόμο που θα πάρει, ώσπου ένας νεαρός πήγε με το ματωμένο σκυλί αγκαλιά και ζήτησε να το κρατήσει, ο Νικόλας πίστευε πως αν τους έπαιρνε το ζώο δίχως να τους ρωτήσει θα έβρισκε μπελάδες από τους κατά τα άλλα φιλήσυχους ανόητους κατακτητές.

Του το χάρισαν, έτσι κι αλλιώς βαρέθηκαν την κακοποίηση του ίδιου ζώου, στα τελευταία κατεβάσματα έδεναν μεγαλύτερο βάρος, περίμεναν κάπου να πομείνει, να πεθάνει και να τελειώνουν με αυτό το παιγνιδάκι.

Στο σπίτι ο Νικόλας καμάρωνε για το μικρό σκυλί, τον έπλυνε, τον ξετσιμπούρωσε, μα είχε τόσους ματάκους που γέμισε την αυλή με μικρές κόκκινες στάμπες, σαν κόκκινες βούλες στο ξασπρισμένο τσιμέντο. Ήρθε και η στιγμή να το βαφτίσει, έψαχνε μερόνυχτα για το όνομα, ήθελε να είναι συμβολικό, ήθελε να δείχνει κάποιον νικητή, είχε και τους κατακτητές στο σβέρκο, σιχανόταν τα σκυμμένα κεφάλια

ο δάσκαλος.

Μήνες τώρα οι κατακτητές Ιταλοί πάλευαν στην Αβυσσηνία, είχαν στείλει χιλιάδες στρατού, γυαλισμένα όπλα, κράνοι, μπαλάσκες και αξιωματικοί με μουστάκια, ενώ περίτεχνα λοφία στόλιζαν τα καλοξυρισμένα κεφάλια τους. Απέναντι τους ένας ξυπόλητος στρατός με τόξα, βέλη λιγοστά ξεχαρβαλωμένα ντουφέκια κι όμως τίποτε δεν μπορούσαν να τους τουμπάρουν.

Στο αποκλεισμένο νησί μάθαιναν τα νέα που ξέπεφταν, η επικοινωνία ήταν μια δύσκολη υπόθεση σε έναν τόπο που ζει καθυστερημένα και πίσω από τις εξελίξεις. Σε μια παλιά εφημερίδα ο Νικόλας διάβασε το όνομα του θρυλικού Βασιλιά της Αβυσσηνίας, του Νεγκούς, του έκανε τόσο πολύ εντύπωση, ενώ την ίδια στιγμή είχε στα πόδια τον σκυλάκο του, έτσι βρέθηκε το όνομα και αυτόματα γίνηκε και η βάφτιση.

Ο Νεγκούς και ο Νικόλας, δέθηκαν, μα ακόμη στέκουν δεμένοι, μπορούν να τσακίσουν όλο το παρόν και να κάνουν το χρόνο να πονέσει.

Οι μήνες περνούσαν και το φοβισμένο σκυλί δεν έδειχνε σπουδαίο χαρακτήρα, ούτε φαινόταν να έχει ιδιαίτερες ικανότητες. Ένα χάραμα, από κείνα που το φεγγάρι είναι ξαπλωμένο, ξεκίνησαν για ψάρεμα. Η μικρή βάρκα ξεκουραζόταν πάνω στου γυαλού το κύμα, κάτω στον Αφιάρτη. Στα γρήγορα την έριξαν μέσα στη θάλασσα που έμοιαζε με καθρέφτη και ξεκίνησαν για τα ανοιχτά, προς Κάσο μεριά. Με μπονατσαρισμένο, στρωμένο τον καιρό, το μυαλό στα παραγάδια και την πιθανότητα να χορτάσουν ψάρι ο Νεγκούς ξεχάστηκε στην άμμο και ξόμεινε πίσω.

Το πήραν χαμπάρι όταν ανοιχτά από την πισω μεριά του κάβου του Αφιάρτη, στον Αγριλαοπόταμο, ενώ είχαν κάνει κάμποσο δρόμο με το κουπί τον είδαν να τρέχει πάνω στα βράχια, να μην τους αφήνει στιγμή από τα μάτια του.

Στον γυρισμό, είχε ξημερώσει για τα καλά, είχαν δυο κουβάδες ψάρια, ούτε πολλά μα ούτε λίγα να πεις, βρήκαν τον σκύλο να κοιμάται ακριβώς πάνω στα πατήματα της βάρκας που λίγο νωρίτερα είχαν ρίξει στην θάλασσα.

Είχε κλωθογυρίσει όλο το κόσμο κι όμως γύρισε πάλι πίσω, μπήκαν ψύλλοι στα αυτιά του δασκάλου. Δεν γίνεται να το κάμει ένα σκυλί όλο αυτό εάν δεν έχει μύτη, μα έλα που ο Νεγκούς είναι ένας κοπρίτης, ούτε μάνα, ούτε πατέρας κυνηγός, άσημο, βασανισμένο και φτωχό κουλούκι.

Ξεκίνησε την εκπαίδευση του ο Νικόλας και δεν ήθελε και πολύ ο Νεγκούς, μόνο με μια ματιά, ένα κοίταγμα έβγαζε λαγούς, ξετρύπωνε πέρδικες και ορτύκια! Όπλο δεν επιτρεπόταν από τους Ιταλούς, μα δεν το είχε ανάγκη ο Νικόλας, γυρνούσε στις Μενετές φορτωμένος θηράματα και με το σκύλο να χαίρεται, να δείχνει την ευγνωμοσύνη του με όποιο τρόπο μπορούσε.

Τον δάσκαλο οι Ιταλοί σύντομα τον απέλασαν, αφού δεν δίδασκε αυτά που ήθελαν οι φασίστες τον έδιωξαν από την Κάρπαθο, βλέπεις δεν ασπάστηκε ποτέ τις φιλοδοξίες τους, δεν ακολούθησε την απόφαση, το νόμο που έκαναν επίσημη την Ιταλική γλώσσα.

Ανέβηκε με την οικογένεια του στην Αθήνα, στον Πειραιά, όπως σχεδόν όλοι οι Καρπάθιοι, οι νησιώτες που θέλουν η θάλασσα να βρέχει τον κάμπο των ματιών τους. Η φαμίλια του Νικόλα και ο Νεγκούς, ο μικρόσωμος μαυρόασπρος σκύλος ήταν δίπλα στον γιο και την κόρη του δασκάλου, το τρίτο του παιδί. Το σπιτάκι τους στον Πειραιά μικρό, άβολο δεν χόρταιναν τόπο τα παιδιά, που να σταθεί και το μαθημένο στην ελευθερία σκυλί.

Το μάζεψε αγκαλιά και το πήρε στον αδερφό του, στην Πεντέλη, εκεί θα έχει την άπλα του, σκεφτόταν ο δάσκαλος, εκεί θα κυνηγά, θα χαίρεται τη ζωή, τουλάχιστον ο Νεγκούς δεν θα υποφέρει όπως εμείς. Με αυτές τις σκέψεις το σκυλί αναγκαστικά έμεινε στα νταμάρια του Διονύσου, ενώ ο Νικόλας ήταν Κυριακή απόβραδο και γυρνούσε στον Πειραιά, είχε μάθημα στο σχολείο την επομένη το πρωί, μα όρεξη δεν υπήρχε, έχασε το ένα του παιδί, έχασε τον πιο πολυλογά σύντροφο του.

Οι μήνες περνούσαν με την φωνή της Βέμπο στα ραδιόφωνα να εμψυχώνει τον κοσμάκη, τη Γερμανία να ετοιμάζεται να τα σαρώσει, όσο και το δάσκαλο Νικόλα, αυτός δεν έπαψε να ανησυχεί για τον χαμένο Νεγκούς, το σκυλί ήταν βδομάδες εξαφανισμένο και η αδιάφορη φωνή του αδερφού του στο τηλέφωνο, τον εξόργισε ακόμη περισσότερο.

Σαν ένα μικρό καταθλιπτικό επεισόδιο περνούσαν οι στιγμές του, αφού χρεωνόταν ξανά και ξανά, την ανοησία να εγκαταλείψει το σκυλί του. Πάνω που όλα είχαν γίνει μαύρη μνήμη, ξίνιζε με τα άλλα σκυλιά που συναντούσε και η άρνηση έπαιρνε σειρά στην ακολουθία της βαριάς του απώλειας, μέσα από το μάθημα της αριθμητικής στην Τετάρτη τάξη, στον πρώτο όροφο του Ζαννείου ορφανοτροφείου στον Πειραιά, είδε στον δρόμο έναν μαυρόασπρο αδυνατισμένο κοπρίτη, που έμοιαζε με τον δικό του, το Νεγκούς.

Παράτησε δίχως λόγια το μάθημα, άφησε μια δύσκολη, άλυτη πράξη στον μαυροπίνακα και έτρεξε στον δρόμο μην πιστεύοντας πως ήταν το παιδί του. Μα πως θα μπορούσε να είναι ο δικός του σκύλος, να φύγει πριν από 3 μήνες, να εξαφανιστεί από την Πεντέλη, ψηλά, από τον Διόνυσο και να περάσει, να διασχίσει όλη την πόλη, ολόκληρη την Αθήνα, για να καταλήξει στην άκρη του Πειραιά, στο Ζάννειο ορφανοτροφείο, που ήταν δάσκαλος ο Νικόλας, ήταν αδύνατον.

Κι όμως ο Νεγκούς ήταν εκεί, το σκυλί που περπάτησε όλη την Αττική, δίχως να γνωρίζει, ούτε είχε ξαναβρεθεί στην πόλη, έφτασε στον δικό του, έφτασε στην αδελφή ψυχή του.

Το πήρε αγκαλιά κλαίγοντας, δεν ήταν το πνιχτό κλάμα του χωρισμού, είναι το παράξενο δάκρυ της ευτυχίας, εκείνης της στιγμής που νιώθεις όλο τον κόσμο δικό σου, που αγαπάς ότι αναπνέει μα κι ό,τι θα μπορούσε να έχει ανάσα.

Τα επόμενα χρόνια ήταν μαύρα, όχι σαν τα τωρινά που είναι βαμμένα με καραμπογιά, εκείνα ήταν μαύρα από την αληθινή απουσία χρωμάτων. Γερμανοί, πείνα, όλα στραβά και πνιγμένα, μα οι δυο τους δεν ξαναχώρισαν, μαζί έβγαλαν την διαδρομή και έφτασαν μέχρι αυτήν, την τελευταία στιγμή του Νεγκούς, που φεύγει, πρόωρα όπως συνηθίσαμε να λέμε, πρώτος.

Τα μάτια θολά, από το δάκρυ που κάνει να βγει μα στέκεται παραμέσα, μοναχά για να θολώνει την όραση, για μην αφήνει να δούμε τίποτε άλλο, παρά μόνο αυτό που γράφει το μυαλό σε όλες τις γωνιές του. Ο σκυλάκος πάλι δόθηκε στον Νικόλα, αφιέρωσε ζωή και ψυχή, όλο του τον χρόνο, δεν αμφέβαλλε ποτέ για τον άνθρωπο του. Από την πρώτη γνωριμία τους, το παράξενο τετράποδο έδεσε την ύπαρξη του πάνω στον δάσκαλο.

Έχουν γραφτεί και γράφονται ένα σωρό τέτοιες ιστορίες, άλλες μελό, άλλες φορτωμένες με περήφανα κυνηγιάρικα σκυλιά, που όμως στο τέλος ενδιαφέρουν μοναχά εκείνον που έζησε, εκείνον που μοιράστηκε την ανάσα του μέσα από μια υγρή μουσούδα.

Νεγκούς θα πει Βασιλιάς ή Βασιλιάς θα πει Νεγκούς; Δεν ξέρω πια, ούτε και θέλω να μάθω, όταν μια σχέση έχει τόσο πάθος, όταν είναι αληθινή, δεν την χωρίζουν χιλιόμετρα, ανόητοι φαντάροι, μοιραίες ημέρες, σκοτεινές νύχτες. Ούτε με το στανιό κοιτάς μέσα στα μάτια.

Ο Νεγκούς έφυγε μια νύχτα πάνω στα πόδια του Νικόλα, έσβησε με την γλώσσα ζεστή, στα χέρια του δικού του, ευχαριστημένος, πλήρης, έζησε μια ζωή αγάπης, με στιγμές πόνου, ανημπόριας, πείνας μα είχε να τις μοιραστεί, είχε να λέει ιστορίες με τα μάτια και να ακούει ακόμη περισσότερες, με τα μεγάλα μαύρα αυτιά του.

Ήξερε τι θα ήθελε να γράφει το μνήμα του, όπως και ο Νικόλας γνώριζε πως εκείνη τη μέρα έχασε την μισή ψυχή του. Την έχασε, μα μοναχά από τα μάτια του, γιατί για όλο τον δικό του υπόλοιπο χρόνο όταν στεκόταν σιωπηλός, όταν σταματούσε να χαζέψει μια τριανταφυλιά, ένα αστέρι, το βουνό που έδειχνε σχεδόν πάντα χειμώνα, μιλούσε στον Νεγκούς, του άγγιζε τρυφερά το νεύρο κάτω από τον λαιμό, του έλεγε να είναι ήσυχος, ήξερε καλά κι εκείνος τι θα έγραφε στο δικό του μνήμα.

Υ.Γ. Από μια κουβέντα μας με τον Ηλία Χαλκιά, που σα μελετούσε τον πατέρα του, τον πρωταγωνιστή της ιστορίας δάσκαλο Νικόλα, βούρκωνε και μοίραζε ασύστολα αγάπη.