Έχει κι η στεριά πειρατικά μπάρκα και ταξίδια

Για 15 χρόνια όργωνε ολάκερο τον πλανήτη. Ξεκινούσε με στόχο να μαζέψει ένα κομπόδεμα και όλο να το ρίξει μέσα στα βαρέλια, να πάρει καινούρια εργαλεία και να σηκώσει πιο ψηλά τη βιοτεχνία. Στη θάλασσα καλοπέρασε, δεν ξεχνά τις νύχτες στη Βραζιλία, το γύρισμα του κόσμου πάνω σε αφρισμένα κύματα, τις ανοιχτές παρέες και εκείνες τις θαλασσινές μυστικές εξομολογήσεις που κάνουν τους ναυτικούς παράξενα αδέρφια. Βγήκε στη στεριά, παντρεύτηκε, έπειτα ξεσήκωσε από το νου του το σχέδιο για το βαρελάδικο και το έκαμε πράξη, όμως τα πιο κάτω χρόνια ήταν στέρφα και ξένα, αμάθητα από τη σκληρή δουλειά, χάθηκαν οι νέοι εργάτες, άσε που η αγορά γέμισε με το βολικό πλαστικό βαρέλι που είναι μακριά από καθαρίσματα, ούτε ψάχνει για φροντίδες και χασομέρια από τους νοικοκυρέους του.
manolis dimellas

Ποιος θέλει να λερώνει τα χέρια του και να ιδρωκοπά όλη τη μέρα; Κανένας δεν ψάχνει τις σκληρές, τις βαριές αντρικιές δουλειές, για αυτό και η τέχνη του βαρελά πέθανε, ψόφησε και πάει...

Ο τελευταίος κρασοβαρελοποιός του Πειραιά συνεχίζει να ανοίγει το εργαστήρι του σχεδόν κάθε πρωί, εκεί δεν καίνε πια φωτιές, δε χτυπούν πυρωμένα σίδερα, δεν κόβουν κούτσουρα, μήτε ζαώνουν (στραβώνουν) ξύλα.

Σήμερα μαζεύονται πολλοί φίλοι κι άλλοι τόσοι γνωστοί, όλοι μαζί στήνουν το επόμενο Σαββατιάτικο γλεντάκι.

Θυμούνται το παρελθόν, σχολιάζουν το παρόν και μελετούν το μέλλον. Πρώτα βάζουν το χιούμορ κι έπειτα βγαίνει μια γλυκιά κι άδολη νοσταλγία, μη φανταστείτε τίποτα μιζέριες, καθαρά πράματα, μα είναι που κάποτε ο κόσμος, όση φτώχεια κι αν είχε, στεκόταν κοντά, τουλάχιστον αναστέναζε ο ένας δίπλα στον άλλον δίχως ντροπή.

Στην Βαγγελίστρα, ανάμεσα στα παλιατζίδικα και μια μεγάλη εκκλησία που είναι στο Γηροκομείο, εκεί έχει ένα θαλασσινό Πειραιά μέλι, σκέτη γλύκα, αφού ακόμη κρατά κάτι από εκείνον το τρανό κι απέριττο μύθο του. Εδώ βλέπεις ζουν και περπατούν οι καθαροί άνθρωποι του. Κι αν τρέξεις σίγουρα τους προφταίνεις, αφού ακόμη δεν έχουν γίνει αναμνήσεις. Κάπου εκεί ανάμεσα είναι κι ο Διονύσης Μπαϊρακτάρης, πρώτη επαφή, με το καλημέρα, μια κουβέντα του και μάς αφοπλίζει:

Εμείς φίλε δεν ντρεπόμαστε, δεν κάναμε κακό σε κανέναν...

Ακόμη έφηβος, από κείνους που η ηλικία τούς φοβάται, ο χρόνος τούς αποφεύγει και δε τους προσμετρά. Ένας από τους τελευταίους παθιασμένους Εθνικούς του Πειραιά, με προσωπική ιστορία που θυμίζει χαμένους θαλασσινούς μύθους, είναι ακόμη ένας από τους θρύλους του λιμανιού.

Ο πρώτος του πατέρας χάθηκε μέσα σε εκείνον το σιχαμένο 2ο παγκόσμιο πόλεμο, λένε πως ήταν αρθρογράφος και είπαν πως κάτι έγραψε που ενόχλησε! Έτσι την επομένη μέρα που κυκλοφόρησε το κείμενο του εκείνος χάθηκε, ούτε που τον ξανάδαν!

Αργότερα η μάνα του Διονύση γνώρισε τον Σαντορινιό Μανώλη Γαβαλά και ξαναπαντρεύτηκε, έτσι ο μικρός και το αδελφάκι του βρήκαν έναν καινούριο πατέρα. Μεγάλωσε μέσα σε ένα βαρελοποιείο που δούλευε ασταμάτητα από το ´35. Για παιγνίδι είχε στραβά ξύλα, τις ντούγες και τα απομεινάρια από τσακισμένα σίδερα, τα στεφάνια που λένε στη γλώσσα τους οι βαρελάδες.

Αυτή η ξεχασμένη τέχνη θυμίζει έντονα την κατασκευή των καϊκιών, χρειάζεται ξύλο από οξιά ή δρυ, μπόλικη γνώση, εμπερία και μέτρημα με το μολύβι.

Κι ύστερα δυνατά χέρια, κουράγιο κι όρεξη για δουλειά, που αφήνει προίκα ρόζιασμένα, μαύρα από τη μουτζούρα και καμμένα δάχτυλα.

Πουθενά δεν υπάρχει μια πρόκα, δεν θα βρεις ούτε ένα καρφί, όλα πρέπει να δέσουν να κουμπώσουν μοναχά τους. Αν δεν πετύχει το βαρέλι;

Mα τότε θα γίνει γλάστρα ή θα πάει γραμμή για τα σκουπίδια.

Εκείνα τα χρόνια, του ´50, ο πατέρας του, ο Μανώλης, ήταν τεχνίτης από τους λίγους και έφτασε να έχει στο εργαστήριο εφτά εργάτες, ενώ στην ίδια περιοχή υπήρχαν κοντά στα δέκα βαρελάδικα, χώρια τους εποχιακούς μαστόρους που έπιαναν δουλειά την εποχή του μούστου.

Απορεί κι ίδιος όταν θυμάται πως από την πλατεία Ιπποδαμείας μέχρι επάνω στον Προφήτη Ηλία, μέσα σε μια ευθεία, υπήρχαν κοντά στα 100 ταβερνάκια! Κι όλα είχαν στολισμένα μεγάλα βαρέλια του ενός τόνου, γεμάτα με κρασί.

Δεν είναι υπερβολή, μα τότε ο κόσμος έβγαινε, έπινε μια κούπα ρετσίνα και μοιραζόταν πόνους, τραγουδούσε τους καημούς του αγκαλιά με το γείτονα.

Από την εφηβεία άφησε πίσω σχολειό και γράμματα, βγήκε στο μεροκάματο, πρώτα έγινε ναυτάκι στο καΐκι Μαντώ. Μεγάλωνε και θαλασοπνιγόταν στη γραμμή Σαντορίνη - Πειραιά. Στα πάνω έφερναν ελαφρόπετρα και στα κάτω κουβαλούσαν εδώδιμα και αποικιακά, τα αναγκαία πράματα για τους νησιώτες.

Όταν θυμάται εκείνα τα χρόνια η πλάτη του σα να διαμαρτύρεται, που να ξεχάσει το ατέλειωτο κουβάλημα, τα φορτωμένα τσουβάλια με εμπορεύματα, αυτή η κούραση δεν έλεγε να πάψει.

Εκείνα τα χρόνια η θάλασσα, ειδικά για τους Πειραιώτες, ήταν το πιο σταθερό καλιμέντο, ένας ανοιχτός και φορτωμένος δρόμος από γερά μεροκάματα, έτσι και για αυτόν τον ναυτικό, έγινε φωτεινή ελπίδα και μια μόνιμη διέξοδος.

Μαγειροκαμαρότος ο Διονύσης, συνέχισε με τα πλοία του Συριανού εφοπλιστή Βάτη, το Λόϊντα, το Ελπίς, το Κάπτεν Θέο και το Άλφα, μάλιστα πάνω σε αυτό έζησε και μια φωτιά, ένα παρολίγο ναυάγιο έξω από το Λας Πάλμας, στα Κανάρια Νησιά της Ισπανίας!

Έπειτα βρέθηκε να ταξιδεύει στα φορτηγά του εφοπλιστή Ξυλά και στο τέλος ταξίδεψε με ένα φορτηγό που το λέγαν Τούλα.

Για 15 χρόνια όργωνε ολάκερο τον πλανήτη. Ξεκινούσε με στόχο να μαζέψει ένα κομπόδεμα και όλο να το ρίξει μέσα στα βαρέλια, να πάρει καινούρια εργαλεία και να σηκώσει πιο ψηλά τη βιοτεχνία.

Στη θάλασσα καλοπέρασε, δεν ξεχνά τις νύχτες στη Βραζιλία, το γύρισμα του κόσμου πάνω σε αφρισμένα κύματα, τις ανοιχτές παρέες και εκείνες τις θαλασσινές μυστικές εξομολογήσεις που κάνουν τους ναυτικούς παράξενα αδέρφια.

Βγήκε στη στεριά, παντρεύτηκε, έπειτα ξεσήκωσε από το νου του το σχέδιο για το βαρελάδικο και το έκαμε πράξη, όμως τα πιο κάτω χρόνια ήταν στέρφα και ξένα, αμάθητα από τη σκληρή δουλειά, χάθηκαν οι νέοι εργάτες, άσε που η αγορά γέμισε με το βολικό πλαστικό βαρέλι που είναι μακριά από καθαρίσματα, ούτε ψάχνει για φροντίδες και χασομέρια από τους νοικοκυρέους του.

Η τέχνη του βαρελά, δίχως νέους μαστόρους και μακριά από παραγγελίες αργοπέθαινε, όπως και εκείνες οι ξεπερασμένες παλιακές γενιές ανθρώπων.

Στο μεταξύ ο Διονύσης έφτασε να γίνει πρόεδρος του Σωματείου Βαρελοποιών Πειραιά, αλλά το μεροκάματο δεν έβγαινε πια από τη μικρή βιοτεχνία, έτσι από το 2006 στο εργαστήριο σώπασαν σφυριά και καλέμια, έσβησαν τα κάρβουνα και πήραν φωτιά οι θύμισες και οι ψυχοδυναμικές, οι πιο αληθινές ψυχαναλυτικές κουβέντες. Αιτία μια παραγγελιά που ξέμεινε στο υπόγειο και δεν την πήρε ο ταβερνιάρης! Ξεμείναν τα βαρέλια και ο Διονύσης τα γέμισε καλό μούστο από τα Μεσόγεια, έτσι γεννήθηκε ένα κρασί διαμάντι.

Όλα τα εσώψυχα φόρα παρτίδα πάνω στο τραπέζι, παρέα με μια γουλιά ρετσίνα που έψαχνε το καλό και φίνο μεζεδάκι!

Ξεκίνησαν με ένα μικρό τραπεζάκι, όμως δεν άργησαν να φθάσουν τα εφόδια! Κάθε ένας γείτονας, κάθε φίλος ξετρύπωνε και έφερνε κάτι ξεχασμένο από το σπίτι, έτσι το εργαστήριο γέμισε έπιπλα, όλα χρήσιμα και δουλεμένα, με προσωπική αύρα και ιστορία.

Σήμερα το παλιό εργαστήριο βαρελιών θυμίζει μικρό και πολυταξιδεμένο πειρατικό βαπόρι, από κείνα τα ξύλινα σκαριά που έχουν ψυχή και μιλούν με τη φωνή των ναυτικών του.

Ο καπετάνιος του σπιτιού, ο Διονύσης Μπαϊρακτάρης, έγραψε και ένα τραγούδι, τον ύμνο της παρέας, βρέθηκε και ένας φίλος, μαέστρος μουσικός, ο Σπύρος Εξαρχάκος, που το έντυσε με νότες και πέρασε πάνω του σα σφιχτές χάντρες στο κόρφο του, μουσική από ένα μπουζούκι και μια κιθάρα.

Μια ανάσα από τη θάλασσα και η άτιμη βρίσκει τρόπο, τρυπώνει και χώνεται βαθιά μέσα στα σωθικά της ψυχής και την αναστατώνει. Μέσα στα παλιά ξύλινα βαρέλια είναι μια αιώνια πειραιώτικη παρέα με ταυτότητα, ψυχή και ιστορία.

Είναι οι φίλοι μιας παράξενης ταβέρνας που δεν είναι στα υπόγεια κι όμως θα μπορούσαν να είναι τα πρόσωπα που θα ενέπνεαν σίγουρα τον Βάρναλη, είναι κάποιοι άλλοι ανώνυμοι μοιραίοι!

Όμως είναι τόσο διαφορετικοί από εκείνους του ποιητή.

Σφίγγονται και λάμπουν ο ένας πλάι στον άλλον, λένε τις ιστορίες τους και όσο πίνουν μετρούν το μπόι τους στη σκιά από το φως μιας κιτρινισμένης λάμπας.

Μα ετούτοι δεν προσμένουν κανένα θάμα, μεταμορφώνονται οι ίδιοι σε μικρούς Θεούς, αυτά είναι τα απίστευτα δώρα της ξεχωριστής πειρατικής παρέας!