Ο Δημήτρης, ο Μάρκος, ο Χατζηλίας και τα άλλα παιδιά...

Τον Ιούνιο του 1821, με το ιστιοφόρο του, τον «Λεωνίδα» και 59 ψυχωμένους ναύτες, βοήθησε με δικά του εφόδια και έξοδα τους Κρητικούς, που απειλούνταν από τον εχθρό. Την επόμενη χρονιά, Ιούλιο του 1822, από τον έπαρχο Κάσου, έγινε ο «φροντιστή της θάλασσας», ασχολήθηκε έτσι με τα πολεμικά πλοία της επαρχίας και με το έργο των λιμεναρχείων. Ενώ το Μάιο του 1823 πήρε τη θέση του Κ. Γκίνη, έγινε έπαρχος Καρπάθου και οργάνωσε τόσο τη διοίκηση, όσο και την άμυνα του νησιού, ενώ εκείνη τη χρονιά αντιπροσώπευσε την Κάσο.
Klearchos Kapoutsis/Flickr

«Ό,τι κι αν είχα τα έδωσα για την Πατρίδα, ό,τι κι αν είχα το έχασα για την Πατρίδα».

Αυτό έγραφε ο Δημήτριος Θέμελης σε μια επιστολή του στο ιδρυτικό και ηγητικό μέλος Φιλικής Εταιρείας, τον σπουδαίο Πάτμιο συντοπίτη του Εμμ. Ξάνθο.

Με τον ξεσηκωμό του '21 τα νησιά της Δωδεκανήσου αναθάρρησαν, πίστεψαν πως ήταν η στιγμή να τα δώσουν όλα και να γίνουν επιτέλους αληθινή Ελλάδα.

Δεν συμφώνησαν όλοι, κάποιοι επιτήδειοι είχαν από χρόνια κερδίσει αρμονική σχέση με τους κυρίαρχους Οθωμανούς και μάλιστα χάρηκαν με την αναστάτωση. Κάποιοι άλλοι, ραγιάδες και προύχοντες, ζούσαν με το φόβο ριζωμένο βαθιά μέσα τους. Όμως όσοι πίστεψαν στη ιδέα της πατρίδας δεν δείλιασαν στιγμή.

Ήρωες έγιναν πολύ αργότερα από μακρινούς απογόνους, όμως ακόμη κι αυτή η λέξη περιέχει κάτι το θλιβερό, αφού ετούτες, οι τόσο δυναμικές προσωπικότητες, αποτελούν σήμερα κεφάλαια ιστορικών βιβλίων ή, στην καλύτερη περίπτωση, έχουν γίνει μαρμάρινα αγάλματα και αντί να φωτίζουν και να υπενθυμίζουν με τις πράξεις τους, στέκουν παγωμένοι και περιμένουν μια ακόμη επέτειο, για να ακούσουν παχιά λόγια και να γεμίσουν από πεθαμένα δάφνινα στεφάνια.

Άραγε τι να μας απαντούσαν αν μάθαιναν την εξέλιξη της ιστορίας;

Πώς θα ένιωθαν, αν έβλεπαν ότι σήμερα καπηλεύεται αισχρά και με κάθε μέσο από παράφωνους και ανόητους φασίστες, κάθε έννοια της πατρίδας, αλλά και της πίστης στα ιδανικά;

Στο φανταστικό μας τραπέζι κάθονται μονάχα τρεις από τους δεκάδες Δωδεκανήσιους που πέθαναν με την ελπίδα καρφωμένη στο μυαλό και την ελευθερία να κόβει τη γλώσσα και να δένει τη ψυχή τους. Μάλιστα δεν είναι άγνωστοι μεταξύ τους, ο Πάτμιος Δημήτριος Θέμελης, ο Καρπάθιος Χατζηλίας Οικονόμου και ο Κασιώτης Μάρκος Μαλλιαράκης! Και οι τρεις έφυγαν νωρίς και με βία, οι δυο από τα σπαθιά του κατακτητή, όμως ο Χατζηλίας από δικά μας χέρια, από Κρητικούς πλιατσικολόγους.

Αμέσως μετά την απελευθέρωση τα Δωδεκάνησα ξαναγύρισαν στην Οθωμανική αυτοκρατορία και έπρεπε να περιμένουν 117 χρόνια, από το 1830 μέχρι το 1947, για να ενωθούν με την Ελλάδα. Στην ουσία αυτοί οι αγωνιστές πάλεψαν όχι για τα παιδιά, μα ούτε καν για τα εγγόνια τους!

Ποιος τελικά δικαιώθηκε σε εκείνον τον αγώνα τους; Εκείνοι που σιώπησαν και έσκυψαν το κεφάλι, ή μήπως οι ομάδες από τους ευκαιριακούς κατσικοκλέφτες; αφού οι περισσότεροι από αυτούς έβλεπαν με μισό μάτι τον ξεσηκωμό.

Την ιστορία της παρέας ξεκινά ο Δημήτριος Θέμελης (1780-1826).

Από Δήμαρχος στην Πάτμο (1812-13), μετανάστευσε για επαγγελματικούς λόγους στη Ρωσία και το 1818 μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία από τον Αρχιμανδρίτη Γρηγόριο τον Δίκαιο (έμεινε γνωστός με το παρατσούκλι παπαφλέσας) και ήταν ο άνθρωπος που ουσιαστικά οργάνωσε τον ξεσηκωμό στα Δωδεκάνησα.

«Σας στέλνω -έγραφε ο Υψηλάντης προς τους προεστούς- τον κύριον Δημήτριο Θέμελην, άνδρα φιλογενέστατον, ενάρετον και γνωστόν δια τον μεγάλον πατριωτισμό του».

Ο Θέμελης γύρισε τα νησιά και έχτισε τους πρώτους πυρήνες της Φιλικής Εταιρείας. Κατάφερε να πείσει πολλούς μαχητές αλλά και να φέρει τα αναγκαία χρήματα για τον αγώνα. Επέστρεψε το 1824 στην Πάτμο και παρά το θάνατο της γυναίκας του και την μεγάλη φτώχεια της οικογένειας του, δεν εγκατέλειψε, διορίστηκε αντιπρόσωπος στην Γ' εθνοσυνέλευση, το 1825, την ίδια χρονιά θα διοριστεί «Γενικός Διεθυντής όλων των πολιτικών και στρατιωτικών υποθέσεων της Δυτικής Ελλάδας».

Τους επόμενους μήνες (1826) βρέθηκε να μάχεται πλάι-πλάι με τον νεαρό γιο του και σκοτώθηκε κατά την 2η πολιορκία του Μεσολογγίου, από τον Κιουταχή.

Λίγα χρόνια νωρίτερα σε κάποια από τις περιοδείες που πραγματοποιούσε στα νησιά πιθανότατα θα γνωρίσει τον Χατζηλία Οικονόμου, έναν ξεχωριστό Καρπάθιο προεστό που με τη φλόγα και το πάθος του οργάνωσε τον ξεσηκωμό της Καρπάθου.

Από τα λίγα που γνωρίζουμε για τη ζωή του, μπορούμε εύκολα να καταλήξουμε πως πρόκειται για άνθρωπο που δεν λογάριαζε το χρήμα και για οδηγό και μέτρο είχε πρώτα τον άνθρωπο. Φαίνεται μάλιστα πως στάθηκε απέναντι ακόμη και στην μεγαλύτερη Ελληνική εξουσία της εποχής, την εκκλησία.

Στις 9 Φλεβάρη 1824, ο Αρχιεπίσκοπος Καρπάθου και Κάσου Νεόφυτος προς το Υπουργείο Εσωτερικών γράφει για κείνον: «...Όπου εις τας εκκλησιαστικάς ανακατωνόταν δια ανοησία του...».

Πέρα από τη μεγάλη οικονομική βοήθεια, ο Χατζηλίας ναυπήγησε και ένα πλοίο, που έμεινε στην ιστορία ως το «καράβι της Καρπάθου» και το έστειλε στον αγώνα.

Το καράβι του Οικονόμου ναυπηγήθηκε γρήγορα, χρειάστηκαν μόλις 3 μήνες στην περιοχή Βρόντη, στο καραβοστάσι της εποχής. Είχε πλοίαρχο τον σπουδαίο δάσκαλο και καπετάνιο Ανδρέα Διακανδρά. Σώθηκαν και τα ονόματα ορισμένων από τους άντρες που συμμετείχαν: ο Μιχάλης Ζαννάκης, ο Μιχάλης της Νισσυριάς, αλλά και οι δυο γιοί του προεστού Διακονή Χατζηκωνσταντή, που ο πατέρας τους συνόδευσε με μια ευχή για την σπουδαία ώρα της μάχης, αλλά και μια αιώνια κατάρα! Αν μετανιώσουν, δειλιάσουν και αρνηθούν να πολέμήσουν!

Όπως αναφέρει ο Μιχάλης Παπαβασίλης (εφ. Δωδεκ. Αυγή, 1928) το καράβι αναχώρησε την ημέρα του Ευαγγελισμού και όταν έφτασε στην Αλικαρνασσό συνάντησε δυο πλοία δίχως σημαία και διακριτικά. Στο πλοίο της Καρπάθου έγινε πανηγύρι, νόμισαν ότι πρόκειται για Ελληνικά σκαριά και άρχισαν τις ετοιμασίες για τη συνάντηση. Μάλιστα άναψαν φωτιά για να ζεστάνουν νερό, έτσι να ξυριστεί και να πλυθεί το πλήρωμα, αφού θα ήταν ντροπή να συναντησούν τους Έλληνες αγωνιστές βρώμικοι.

Αυτό φαίνεται πως έσωσε το πλοίο, από τη μια ο καπνός της φωτιάς, αλλά και τα βαμμένα με κατράμι πορτέλα του πλοίου που έμοιαζαν με θέσεις κανονιών, έκαμαν τα δυο εχθρικά να πιστέψουν ότι το ολοκαίνουριο άγνωστο πλοίο ετοιμάζει χτύπημα, έτσι εγκαταλείψαν βιαστικά τις θέσεις τους. Όταν οι Καρπάθιοι κατάλαβαν ότι πρόκειται για εχθρικό καράβι τα χρειάστηκαν, κάποιοι ρίχτηκαν στη βάρκα και έφευγαν όπως-όπως, αντίθετα ο Χατζηλίας Οικονόμου προετοιμάστηκε για μάχη!

Τελικά δεν χρειάστηκε να βγουν τα σπαθιά από τα θηκάρια, ούτε τα μπαρούτια να πάρουν φωτιά, το πλοίο της Καρπάθου δόθηκε στις δυνάμεις του ναυάρχου Μιαούλη και πήρε μέρος στην ναυμαχία του Γέροντα, μια από τις σημαντικότερη θαλάσσσιες μάχες του 1821!

Στις 29η Αυγούστου 1824, στον κόλπο του Γέροντα (κόλπος της Μ. Ασίας, απέναντι από την Λέρο), ο Ελληνικός στόλος νίκησε τον ενωμένο Οθωμανικό και Αιγυπτιακό στόλο.

Επικεφαλής των Ελλήνων ήταν, ο Ανδρέας Μιαούλης, ο Γεώργιος Σαχτούρης και ο Νικολής Αποστόλης, στη διάθεση τους υπήρχαν 75 μπρίκια και σκούνες. Ενώ ο Τούρκος ναύαρχος Χοσρέβ Πασάς και ο Αιγύπτιος Ιμπραήμ Πασάς, κατέβηκαν με 25 φρεγάτες, 25 κορβέτες, 50 μπρίκια και 300 εξοπλισμένα μεταγωγικά ( συνολικά υπήρχαν 2.800 Τουρκικά κανόνια απέναντι στα 700 Ελληνικά).

Η Κάρπαθος, εκτός από τους ατρόμητους ναύτες που επάνδρωσαν τα πλοία, συμμετείχε και ξεχώρισε από τα Δωδεκάνησα κυρίως από τα χρήματα που έστελνε, καλύπτοντας τις διαρκείς ανάγκες του ξεσηκωμού.

Η παράδοση θέλει τον Ναύαρχο Κριεζή να βρίσκεται στο γάμο του Γιώργου Οικονόμου, γιού του Χατζηλία, στον όρμο της Κυράς Παναγιάς.

Ο Κριεζής στεφάνωσε το ανδρόγυνο και η νύφη (η Φωτεινή, κόρη του προεστού Χαζή Φραγκέσκου) πρόσφερε όλα τα χρυσαφικά που φορούσε για τον αγώνα, όμως δεν ήταν μόνο αυτά, εκτός από τα χρυσαφικά και τα φλουριά δόθηκαν 40 χοίροι, 25 αρνιά, 30 κατσίκες και 50 οκάδες λάδι. Ο Ναύαρχος παρέμεινε για λίγο στην Κάρπαθο, γύρισε όλο το νησί και από τα επτά χωριά κέρδισε πολλές εισφορές για τον αγώνα.

Ο Χατζηλίας Οικονόμου, χρημάτισε Δήμαρχος στην πρώην πρωτεύουσα του νησιού (τότε το Απέρι ήταν το Μεγάλο χωριό) και ήταν ο απεσταλμένος της Καρπάθου στην Β΄και στην Δ΄Εθνοσυνέλευση. Μάλιστα στην τελευταία Εθνοσυνέλευση φαίνεται να κάνει μια απέλπιδα προσπάθεια για να αλλάξει, έστω και τελευταία στιγμή, τα σύνορα και η Κάρπαθος να περάσει στην Ελλάδα.

Είναι χαρακτηριστικό το πιο κάτω απόσπασμα, από την τοποθέτηση των απεσταλμένων του νησιού:

«...Οι Καρπάθιοι, πειθόμενοι εις την ένορκον και πασιφανή διακήρυξιν των συνελεύσεων του Έθνους, ότι όλοι όσοι έλαβον τα όπλα εις τον ιερόν τούτον αγώνα, είναι ένα αδιάσπαστον Έθνος, ήλπιζάν δικαίως να είναι μέλη συνολοπληρωτικά του Ελληνικού Κράτους, έτι μάλλον ως μη έχοντες ποτέ κατοίκους Τούρκους, ούτε ιδιοκτησίας Τουρκικάς εις την Νήσον των.

Αλλά παρά πάσαν ελπίδα βλέπουν, οτι η πράξι, η γενόμενη εν Λονδίνο την 22 Μαρτίου του παρόντος έτους από τους Πληρεξούσιους Αντιπροσώπους των Τριών Συμμάχων Βασιλέων, διορίζει όρια της Ελλάδος, κατά τα οποία η Κάρπαθος καταδικάζεται να εγκαταλειφθή εις την λυσσώδη εκδίκηση των άσπονδων εχθρών του Χριστιανισμού...».

Εν Άργει τη 5 Αυγούστου 1829

Οι πληρεξούσιοι της Καρπάθου

Χ. Ηλίας Οικονόμου

Γεώργιος Ψαρουδάκης

Από τη μια οι εκκλήσεις των Καρπάθιων, από την άλλη οι απειλές και οι φοβέρες του ενδοξότατου και πολυχρονεμένου αφέντη Μεχμέτ Σουκιούρ μπέη. Δεν άργησε και η επίσημη απάντηση του Κυβερνήτη, Ι. Α. Καποδίστρια στις 20 Σεπτεμβρίου 1830, από το Ναύπλιο:

Απόσπασμα από την επιστολή του Ι. Α Καποδίστρια

Λίγους μήνες αργότερα ο Χατζηλίας Οικονόμου δολοφονήθηκε άνανδρα από Κρητικούς ατάκτους ληστοπειρατές, τέτοιες ομάδες είχαν λημέρια στα χωριά του νησιού και ο ντόπιος πληθυσμός γνώρισε πολλές ταλαιπωρίες.

Ο Χατζηλίας μαχαιρώθηκε έξω από ένα λιοτρίβι που κρατούσαν και βασάνιζαν τον Αποστολάκη Κάλογλου. Πλήρωσε έτσι με την ίδια του τη ζωή το πάθος του για ελευθερία και δικαιοσύνη.

«Τόσον δε είχον αποθρασυνθή οι Κρητικοί αντάρται, ώστε τον δήμαρχον του Απερίου και παραστάτην (αντιπρόσωπον) της επαρχίας τον Χατζή ανθιστάμενων κατ΄ αυτών δια τας αρπαγάς και κακοπραγίας, βιασμούς γυναικών κλπ εφόνευσαν, όταν ετόλμησε να υπάγη ο ίδιος να απελευθερώση από την φυλακή τον γαμβρόν του Αποστόλην Κάλογλου, διότι και ούτος δεν ηνείχετο τας ανταρσιας των».

Έγραψε ο ιστορικός της Καρπάθου Μιχ. Γ. Μιχαηλίδης-Νουάρος, που χαρακτήρισε τον Χατζηλία Οικονόμου ως «επιφανέστερο πολίτη της Καρπάθου» στα χρόνια της Επανάστασης!

Ο κρητικός καπετάνιος Γιάννης Στειακός που υπήρχαν υποψίες για το φόνο του Χατζηλία Οικονόμου, εννιά χρόνια αργότερα (1838), κατάφερε την επανεξέταση της δολοφονίας και ο Τούρκος διοικητής Κατήρ αγά Καβάπασι αποφάσισε να χρεώσει με πρόστιμο 3.500 γρόσια έναν άλλο κρητικό καπετάνιο, που είχε στη δούλεψη τον φονιά του Οικονόμου.

Από την παρέα των 3 ηρώων δεν θα μπορούσε να λείπει ένας Κασιώτης!

Ο καπετάνιος Μάρκος Μαλλιαράκης.

Τον αποκαλούσαν και ξανθό Απόλλωνα, γιατί ήταν παληκάρι ψηλό και πολύ όμορφο. Υπήρξε συνεργάτης του ναυάρχου Θ. Κανταριτζή και από τις πρώτες μέρες της Επανάστασης βρέθηκε στις επάλξεις του Αγώνα.

Τον Ιούνιο του 1821, με το ιστιοφόρο του, τον «Λεωνίδα» και 59 ψυχωμένους ναύτες, βοήθησε με δικά του εφόδια και έξοδα τους Κρητικούς, που απειλούνταν από τον εχθρό. Την επόμενη χρονιά, Ιούλιο του 1822, από τον έπαρχο Κάσου, έγινε ο «φροντιστή της θάλασσας», ασχολήθηκε έτσι με τα πολεμικά πλοία της επαρχίας και με το έργο των λιμεναρχείων. Ενώ το Μάιο του 1823 πήρε τη θέση του Κ. Γκίνη, έγινε έπαρχος Καρπάθου και οργάνωσε τόσο τη διοίκηση, όσο και την άμυνα του νησιού, ενώ εκείνη τη χρονιά αντιπροσώπευσε την Κάσο στην Β' Εθνοσυνέλευση στο Άστρος Κυνουρίας.

Ο Μαλλιαράκη κατηγορήθηκε για οικονομικές ατασθαλίες, προφανώς όλα τα έδινε στον αγώνα και έπεσε ηρωικά στο ολοκαύτωμα της Κάσου έχοντας αρνήθει να σκύψει το κεφάλι και να δηλώσει υποταγή στον Χουσείν Μπέη.

«Είς τών πλοιάρχων τής Κάσσου, ο Μάρκος, διέπρεπε διά τήν ανδρίαν του καί εδικαίωσε κατά τήν κρίσιμον ταύτην περίστασιν ήν είχεν υπόληψιν. Ούτος εν μέσω τής γενικής απελπισίας διά τό απροσδόκητον τού συμβάντος συνέλεξέ τινας ακούσαντας τήν πατριωτικήν φωνήν του, παρέστη ένοπλος υπερασπιστής τής πατρίδος καί μεγάλως ηνδραγάθησε· λέγεται ότι 30 εχθρούς εσκότωσε μόνος αυτός· ζωγρηθείς δέ καί οπισθαγκωνισθείς απήχθη πρός τόν Χουσεήν Μπεην· αλλά καί ενώπιον αυτού επεσφράγισεν ενδόξως τάς ανδραγαθίας του· έσπασε τά δεσμά του, ήρπασεν από τής ζώνης ενός τών περιισταμένων τήν μάχαιράν του, εσκότωσε δύο τών φυλάκων καί έπεσε καί αυτός υπό τά τραύματα τών άλλων».

Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Σπυρίδων Τρικούπης, τόμος Γ'.

Από την αλληλογραφία του Επάρχου Καρπάθου, Μάρκου Μαλλιαράκη

Με το πρωτόκολο του Λονδίνου, από της 3 Φλεβάρη 1830, κηρύχθηκε και επίσημα η ανεξαρτησία της Ελλάδας. Εκεί καθορίσθηκαν τα Βόρεια σύνορα της χώρας στις εκβολές του Αχελώου, συμπεριλήφθηκε η Εύβοια, οι Σποράδες και οι Κυκλάδες, όμως παρέμειναν εκτός η Κρήτη, η Σάμος και τα Δωδεκάνησα μαζί με την Ικαρία. Χρειάστηκαν πολλά χρόνια καρτερίας και ένας μεγάλος άγριος παγκόσμιος πόλεμος, για αλλάξουν και πάλι οι μεγάλες εγγυήτριες δυνάμεις τα σύνορα στον χάρτη.

Δεν είναι μονάχα η χρονική απόσταση από τα γεγονότα, μαθαίνουμε τόσο χοντρικά την ιστορία και δεν έχουμε διδαχτεί να αμφιβάλουμε με ωριμότητα ή να χειροκροτάμε με τη ψυχή μας. Σε πολλές στιγμές θυμίζουμε περισσότερο οπαδούς και θεατές στην ίδια της ζωή μας.

Η τοπική ιστορία σχεδόν αναγκαστικά πνίγεται, εξαφανίζεται μέσα στη μεγάλη εικόνα και μαζί της χωνεύονται ψυχές αγωνιστών που θα μπορούσαν να γίνουν παραδείγματα ζωής. Όσο για τους καθημερινούς ραγιάδες που ανέκαθεν κάτι περίμεναν, εκείνοι ήταν ταπεινοί και πίστευαν τουλάχιστον σε κάποιο Θεό.

Με την πρόοδο του χρόνου σε πολλές στιγμές αντικαταστήσαμε τον Θεό, βρήκαμε (ή καλύτερα μας έδωσαν και εμείς τα αρπάξαμε με τα δόντια) χαρτονομίσματα ή χρυσά υποκατάστατα, για να ακουμπήσουμε την ελπίδα μας, όμως για κακή τύχη ήταν σαθρά, τόσο σάπια που έσπασαν πολύ νωρίς και μας έκαμαν κομμάτια.

Άραγε με τα χρόνια να γερνά και η ευγνωμοσύνη για τους αληθινά αγνούς Ήρωες;

Πηγές

Καρπαθιακά, Γεώργιος Γεωργίου Πειραιάς, 1958

Κάρπαθος, Μ. Μιχαηλίδης Νουάρος, 1940-1947

Ιστορία της νήσου Κάσου, Τρύφωνος Ε. Ευαγγελίδου-Μ.Μιχαηλίδου-Νουάρου, Χαλκιόπουλου 1935

Δημήτριος Θέμελης, Αναστ. Ν.Φράγκου. Καρπούζη, 1947

Η τύχη των Νοτίων Σποράδων κατά την επανάστασιν και μετ΄αυτήν.

Ε.Γ. Πρωτοψάλτης, Αθήνα, 1981

Καρπαθιακή προσωπογραφία, Κων. Α. Μελά, Αθήνα 1981

Εφημ. Δωδεκανησιακή Αυγή. Μιχάλης Παπαβασίλης 6/1928 και Παπαβασίλης Πετρίτης 5/1936.

Η τοπική αυτοδιοίκηση κατά τις περιόδους Τουρκοκρατίας και Ιταλοκρατίας στην παλαιά πρωτεύουσα της Καρπάθου. Απέρι 1796-1943. Μιχαήλ Π. Χιώτης, Αθήνα 2013.

http://srv-gym-ovryas.ach.sch.gr/store/trikoupis-greek-revolution-3.pdf

Δημοφιλή