Κάσος, η λησμονημένη καπετάνισσα του Αιγαίου

Η Κάσος, όπως και τα άλλα μακρινά νησιά, πιότερο παρά ποτέ σήμερα έχουν ανάγκη από τους Έλληνες ταξιδιώτες, δεν είναι μόνο για τα χρήματα που θα αφήσουν, είναι η επαφή, είναι η ανάγκη να ειπωθεί ακόμη μια φορά η ιστορία, να τη μάθουν και οι καινούργιες γενιές. Βλέπεις εδώ κάτω, στο μικρό νησί της εσχατιάς του Νότου, οι πέτρες κάνουν στόματα και μιλούν με τους ανθρώπους. Σε άλλα μέρη μοστράρουν παραλίες και αναπαυτικές ξαπλώστρες, εδώ θέλει τσαγανό και μόνο για το ταξίδι κι έπειτα όρεξη για μοίρασμα και κουβέντα, κάπως σαν μια ατέλειωτη θαλασσινή ψυχοθεραπεία στην άκρη του Αιγαίου!

Κάπου εκεί, στην η πάνω γη, την πέρα γη και την κάτω γη! Όχι δεν πρόκειται για φανταστικό μυθιστόρημα του Τόλκιν, είμαστε στην Κάσο που η ιστορία και τα βράχια της δεν λένε να ησυχάσουν, μουρμουρούν για το παρελθόν και τα λένε με τα στοιχειά της φύσης.

Τόπος άγριος, για αληθινούς αγωνιστές, για ανθρώπους ψυχωμένους, από κείνους που δε δειλιάζουν μπροστά στον μισόκλειστο καταπέλτη του άγριου χρόνου.

Εδώ κάτω όλα μυρίζουν θάλασσα, ο υδραυλικός είναι και καραβοδέτης, ο διευθυντής του υποκαταστήματος της τράπεζας ψαροτουφεκάς και οι αγρότες που ιδροκοπούν και παλεύουν μέσα στα χωράφια σπουδαίοι καπεταναίοι και γεροί μηχανικοί! Και δεν είναι μονάχα αυτοί, το σούπερ μαρκετ γίνεται τράπεζα και ένα κρεοπωλείο ταυτόχρονα και κούριερ! Εδώ κάτω για να επιβιώσεις δε γίνεται να φοράς σταθερές ταμπέλες. Κι όμως το νησί εξακολουθεί να σιγοκουβεντιάζει με τη γη και παίζει με τον ήλιο, ενώ στο δέρμα του δεν λέει να στεγνώσει το αλάτι! Στους αμύητους μοιάζει με ξερό βράχο, όμως στους τυχερούς, εκείνους που τη γνωρίζουν, φαίνεται σαν ολόδροσος ανθός.

Από όλα πιο παράξενο είναι η αγάπη, ο άσβεστος πόθος, ένας αληθινός ερωτικός καημός που έχουν για την Κάσο οι μετανάστες, ξενάκια ακόμη και δεύτερης ή τρίτης ή τέταρτης γενιάς, άνθρωποι που μεγάλωσαν και ζουν χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά της και τη χαίρονται ελάχιστες στιγμές, όμως όταν μιλούν ή σκέφτονται το καταφύγιο τους, την Κάσο τους, τότε νιώθεις το δάκρυ και την απέραντη νοσταλγία τους.

Ο τάφος της Ποθητής

Το καντήλι της μοναχοκόρης

Στην Κάσο πρέπει να έχεις διαρκώς το νου σου, αφού οι ζωντανές μνήμες ξεπετάγονται σα ζωντανά φαντάσματα και σε μια στιγμή είναι ικανές να αρπάξουν το μυαλό, να σε δέσουν πάνω στο απέθαντο σκαρί τους και να σε τραβήξουν σε ανεπανάληπτα ταξίδια.

Όπως η παράξενη ιστορία του καραβοκύρη Γερογιάννη, μα η σκιά του στα σίγουρα τριγυρνά κάπου στο δρόμο για το αεροδρόμιο του νησιού!

Η κανακάρα του, η μονάκριβη κόρη του, αρρώστησε στα ξαφνικά και έσβησε από τον απάνω κόσμο στις 12 Φλεβάρη του 1898. Η Ποθητή του, έτσι ήταν το όνομα της κόρης, έφυγε μόλις 22 χρονών κι ο απαρηγόρητος πατέρας έστησε ψηλά το μνήμα της για να το βλέπει σαν περνά με το ιστιοφόρο του, έξω από την Κάσο κι αν ήταν νύχτα, μα τότε έπρεπε να καίει ένα καντήλι που ήταν πιο ψηλά, πάνω σε ένα μαρμάρινο στύλο και έμοιαζε με μικρό φάρο.

Δεν έχουν τελειωμό οι θαλασσινές ιστορίες του νησιού, όπου σταθείς θα μάθεις για κατορθώματα ή μοιραία ναυάγια που έτυχε να γίνουν μπροστά έναν Κασιώτη! Από εδώ κρατούν πολλές φαμίλιες εφοπλιστών και σχεδόν όλα τα σπίτια έχουν κι από μερικούς καπετάνιους! Για αυτό άλλωστε και σχεδόν όλα μοιάζουν με μικρά μουσεία.

Το νησί έτσι ζωντανό, θυμίζει ένα καράβι που αποφάσισε να σκαρώσει σε μια άκρη του Αιγαίου, ήξερε καλά όλα τα πατήματα της θάλασσας και μοιάζει να σπρώχνει μέσα στο αίμα των ανθρώπων τη ναυτοσύνη και το κουμάντο πάνω στο πέλαγος, εκείνο λοιπόν διάλεξε να κάμει τους δικούς του ναυτικούς, μα και κάτι παραπάνω, να έχουν το προνόμιο να χτίζουν πλοία σα μικρά νησιά, να, ίδια με τη Κάσο και να αλωνίζουν σε όλες τις θάλασσες του κόσμου.

Μνημείο για την άλωση της Κάσου

Ο προδότης του Αντιπεράτου

Τέτοιες μέρες, αρχές καλοκαιριού, όλοι θυμούνται και μνημονεύουν τηn Κάσο, αφού τα περασμένα είναι πιο εύκολο να τα μελετάς, κοστίζουν πολύ λιγότερο και ένα ψιλό χειροκρότημα είναι μάλλον σίγουρο, γιατί οι νησιώτες έχουν μια σχεδόν εφηβική ειλικρίνεια, φιλοξενούν και συγχωρούν κάθε ένα νούμερο που κάνει μια λίγο βιαστική περατζάδα από τον τόπο τους.

Εκείνη η πολιορκία κρατούσε μέρες, το νησί δε θα έπεφτε όπως θέλει η παράδοση, αν δεν υπήρχε ένας προδότης. Είχαν εξορίσει κάποιον Ζαχαριά κι αυτός είχε τέτοια απωθημένα που έδειξε το μυστικό πέρασμα κι έτσι κατάφεραν να πατήσουν και να κάψουν το νησί οι Σαρακηνοί και οι Τούρκοι. Συνήθως η μεγαλύτερη ζημιά δεν γίνεται από εχθρούς, αλλά από αυτούς που λέμε δικούς μας!

Για εκείνους που δεν γνωρίζουν, ήταν 14 Μαΐου 1824 όταν όρμησε στη Κάσο ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος με επικεφαλής τον ναύαρχο Ισμαήλ Γιβραλτάρ. Η ελληνική κυβέρνηση, ως συνήθως, ήταν τόσο αδύναμη που δεν μπόρεσε να βοηθήσει. Τη νύχτα της 26ης Μαΐου αποβιβάστηκε ισχυρή δύναμη Αλβανών με επικεφαλής τον Χουσεΐν Μπέη Μπότα. Η σφαγή ήταν ανελέητη, από το απέναντι νησί, έβλεπαν τις φωτιές, χωρίς να φτάνει ο ήχος, ένιωθαν το αίμα που έτρεχε πάνω στις πέτρες και έκλαιγαν. Αυτός ήταν ο πατημός της Κάσου!

Με ένα στεφάνι λοιπόν και δυο λόγια για το ολοκαύτωμα που όσο να ναι θα συγκινήσουν ή τουλάχιστον δε θα σηκώσουν γκρίνιες και αμφιβολίες.

Από την άκρη του Νότιου Αιγαίου έχουν περάσει δεκάδες πολιτικοί, άλλοι ανακατεύονται και στη στεριά και με το πρώτο κύμα τους πιάνει ζαλάδα κι άλλοι, που έδειχναν να πιστεύουν την αλήθεια του μικρού τόπου κι όμως μόλις ξεμάκρυναν, τις περισσότερες φορές, έπνιξαν μέσα στη θάλασσα τα λόγια και τις γλυκές τους υποσχέσεις.

Σχέδιο από τους μαθητές του δημοτικού σχολείου Κάσου

Αγκάθια που εξακολουθούν να αγκyλώνουν

Το νησί παραμένει με έναν γιατρό-ήρωα, τον Θρακοπόντιο παθολόγο Νίκο Σιμσερίδη, που δεν μπόρεσε να πεταχτεί ούτε μέχρι την γειτόνισσα Κρήτη και να πει ένα αντίο στο ξεπροβόδισμα του πεθερού του.

Ο μοναδικός γιατρός του νησιού μόνο το 2014 κατέγραψε 8.500 επισκέψεις κι όμως δεν παραπονιέται, κοιτάζει πέρα από το έρημο λιμάνι και δείχνει όλο το νησί που βρίσκεται πολύ μακριά από τη σκέψη της πρωτεύουσας.

Αλίμονο, λένε πως αξίζει να μείνεις μόνιμα σε έναν μικρό τόπο, ειδικά όταν καταφέρεις να φθάσεις στη σύνταξη, μα είναι τόσο οξύμωρο, τότε με ποιο τρόπο θα φροντίζεις το κορμί; Καλά τα νησιά, φτάνει να έχεις έναν Άγιο δίπλα στο προσκεφάλι σου, να σε προφυλάσσει από αρρώστιες και κάθε είδους στραβωμάρα και αναποδιά, διαφορετικά καλύτερα να φεύγεις για τον άλλο κόσμο μια και έξω!

Όσο για την ακτοπλοϊκή συγκοινωνία, αυτή παραμένει με τον θλιβερό τίτλο «άγονη» και εξακολουθεί να αναζητά φιλότιμα πληρώματα καραβιών, για να δέσουν σε ένα ανυπόφορο λιμάνι, ενώ το αεροπλανάκι είναι κι αυτό ένας άθλος των ντόπιων που έρχεται από περασμένες πιο αγωνιστικές εποχές, τότε οι κάτοικοι βγήκαν με φτυάρια και αξίνες για να διεκδικήσουν κάτι παραπάνω και όπως φαίνεται κάτι είχαν κερδίσει.

Μα το νερό είναι ένα παράδειγμα που θυμίζει την ανταπόκριση της πρωτεύουσας στο νησί! Επίσημα το ελληνικό κράτος γύρω στο 1975 ξεκαθάριζε ότι το νησάκι δεν έχει νερό! Οι κάτοικοι έπρεπε να ετοιμαστούν για υδροφόρες, ωστόσο ένας Γάλλος υδρολόγος είχε άλλη άποψη!

Ο Πιερ Μουτέν προσκλήθηκε από τους ντόπιους και όχι μόνο βρήκε πόσιμο νερό, αλλά αγάπησε τον τόπο και δέθηκε αληθινά μαζί του. Σήμερα εξακολουθεί να τον επισκέπτεται με την οικογένεια του και ευτυχώς να δίνει τις μελλοντικές λύσεις, οδηγίες και συμβουλές, για το πιο σπουδαίο αγαθό του πλανήτη!

Γεωργοί, ναυτικοί και μετανάστες

Τα παλιά χρόνια η γη της Κάσου ήταν από άκρη σ΄ακρη σπαρμένη, οι Κασιώτες έξι μήνες πάλευαν τα χωράφια και και έξι μήνες όργωναν τη θάλασσα. Δεν φύτευαν και πολλά δέντρα γιατί προτιμούσαν τα στάρια, ενώ με τα ιστιοφόρα γύρισαν τον κόσμο, το νησί έφτασε στην ακμή του και γνώρισε τις ποιο μεγάλες δόξες.

Λίγο μετά το 1850 ξεκίνησε η μετανάστευση στις εργασίες της διώρυγας του Σουέζ κι από τότε έχει μείνει μια παροιμία: «δούλεψε τη γη για να ζήσεις και πιάσε τη θάλασσα για να πλουτίσεις».

Όταν λοιπόν ακόμη και στη Ρόδο τα πιο πολλά σπίτια είχαν στο πάτωμα χώμα, η Κάσος ήταν γεμάτη πανάκριβες πορσελάνες! Οι Κασιώτες επέστρεφαν από την Αγγλία και τη Γαλλία και ξεκινούσαν να φέρνουν μάστορες Καρπάθιους, ειδικά τους Ολυμπίτες και μαθημένοι στα ξένα έχτισαν τα δίπατα ευρωπαϊκά σπίτια τους.

Ο περαστικός από την Κάσο αξίζει να περπατήσει όπου φτάνει το νησί, να δει τουλάχιστον ένα καπετανόσπιτο, γιατί εδώ, όπως είπαμε, δύσκολα βρίσκεις σπιτικό χωρίς έναν, τουλάχιστον, καπετάνιο!

Το καφέ του Νικήτα

Τα σημερινά πρόσωπα

Για να ζήσεις πάνω στο νησί πρέπει να μηχανεύεσαι και να κάνεις τα πάντα, τουλάχιστον να προσπαθείς.

Τα μεροκάματα και η ζωή το καλοκαίρι πάνε πιο καλά, έρχονται τα ξενάκια και παλεύουν να αναστήσουν την περιουσία και το βιος τους, όμως τι γίνεται το χειμώνα; Στο Φρύ, την Αγιά Μαρίνα, το Πόλι και την Παναγιά, ζουν περίπου 850 ψυχές, πάνε τα παλιά μεγαλεία, κάποτε στα χρόνια της ελληνικής επανάστασης, το νησί μετρούσε 12.000 κατοίκους! Οι λιγοστοί κάτοικοι παλεύουν την καθημερινότητα και ελπίζουν. Αλήθεια συνηθίζεται η απομόνωση;

Παντού ξερολιθιές, οι αναβαστοί όπως λένε εδώ, καμωμένες με μαεστρία και διάσπαρτα ερείπια σπιτιών που θα τα ζήλευαν και τα πιο σύγχρονα κτήρια της γκρίζας μεγαλούπολης, ευτυχώς το νησί κρατιέται πάνω τους και δεν χάνει τίποτε από τον παλιό χαρακτήρα του. Αρκεί να χασομερήσεις, να το περπατήσεις, να ξαποστάσεις στις φιλότιμες σκιές του και να τραβήξεις δυνατές ανάσες από θαλασσινό αγέρι.

Στην υποδοχή, μια ανάσα από το λιμάνι, το πρώτο που συναντάς είναι το απέριττο καφενείο του Νικήτα, από εδώ θα καλημερίσεις όλο τον κόσμο, γιατί ο κόσμος της Κάσου δεν είναι απέραντος κι αυτό είναι μια ιδιαιτερότητα του μικρού τόπου που μπορεί να δώσει φτερά, όμως υπάρχουν και οι περιπτώσεις που μοιάζει με λαιμαριά ή βαρίδι στα πόδια εκείνων που πνίγονται στις κουβέντες της μικρής κοινωνίας.

Ο Νικήτας σπούδασε θεολογία και είναι μια σπάνια περίπτωση, αφού αμέσως επέστρεψε πίσω, μακριά από το νησί δεν μπορεί, όπως μας λέει με χαμόγελο, δεν γίνεται να φανταστεί κάπου αλλού τον εαυτό του!

Εκεί σίγουρα θα τα πεις και με δυο ξεχωριστούς Γιάννηδες, ο ένας θα σε παρασύρει στις χαρούμενες και λίγο πιπεράτες ιστορίες του, ενώ ο άλλος που έχει και το περίεργο παρατσούκλι «ληξίαρχος» είναι γεννημένος με ένα χάρισμα!

Μοιάζει να γνωρίζει από που κρατά η σκούφια της κάθε φαμίλιας! Μιλάει μάλιστα τόσο πειστικά, που στο τέλος φεύγεις βέβαιος ότι έμαθες κάτι από τις τρανές οικογένειες της Κάσου. Κι αν αμφιβάλεις; Μα τότε ο ληξίαρχος σίγουρα κάτι θα βρει και για τη σκούφια της δικιά σου οικογένειας...

Μηνάς και Νικόλαος Ρεθύμνης

Ιστορία φορτωμένη με αληθινούς πατριώτες

Στην Κάσο πρέπει να στέκεσαι λίγο παραπάνω στα αγάλματα, στις απρόμαυρες φωτογραφίες και στις προτομές των ανθρώπων, που έκαναν την ευεργεσία στόχο ζωής, αξίζει λοιπόν τουλάχιστον μια κουβέντα για τέτοιες ψυχές.

Από τον ναύαρχο Βουρέκα, τον Κανταριτζή, τον Μακρή και τον Μάρκο Μαλλιαράκη, στον Μανώλη Κουλουκουντή (τον πρύτανη της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας), στον Μάρκου, τον Μιχάλη Πνευματικό και στον Στάθη Γιανναγά, έπειτα στο Νικολάου, στον Παπαδάκη και στον Μαυρολέοντα αλλά και στα δυο αδέλφια, Νικόλαο και Μηνά Ρεθύμνη που άφησαν σπουδαία κληρονομιά σε Κασιώτες και Συριανούς. Μνημονεύουμε τέτοιους ναυτικούς, όχι μονάχα για την επαγγελματική σταδιοδρομία και την απαράμιλλη ναυτοσύνη τους, αλλά και για την αμέριστη αγάπη στον γενέθλιο τόπο, για το πάθος που τους διέκρινε όταν έδειχναν την Κάσο!

Αλήθεια υπάρχει κάποιο μέρος του πλανήτη που να έχει χαρίσει τόσα ονόματα του σε βαπόρια;

Στα δικά τους χρόνια ήταν ντροπή να είσαι από το νησί και να μην προσφέρεις κάτι στον τόπο σου. Στις δικές μας άχαρες εποχές λέτε οτι θα ήταν γραφικός εκείνος που θα περίμενε κάτι αντίστοιχο;

Αν δεν έχεις διαλέξει νησί τότε κοίταξε την Κάσο στα μάτια

Ετούτη η εποχή πιο άσχημα από όλα χτυπά τους μικρούς τόπους, εκείνες τις γωνιές που στέκουν έξω από τις τυφλές μεγαλουπόλεις και μάλλον μάταια περιμένουν μια ανταπόκριση κι ένα χάδι, ακόμη και ψεύτικο, όμως η δική τους αιμορραγία δε λέει να κόψει, αφού όλο και περισσότεροι νέοι άνθρωποι γίνονται μετανάστες.

Είπαν ωραία λόγια για κείνους που διαλέγουν να ζήσουν χρόνο-καιρό πάνω σε ετούτη τη δύσκολη πέτρα. Ήρωες που μεγαλώνουν, ψηλώνουν την Ελλάδα, όμως την επόμενη στιγμή σχεδόν αναγκαστικά έγιναν απόκληροι, αφού κι ο χάρτης τους έχει μακριά και οι ψήφοι τους δεν φτάνουν για να ανεβάσουν κυβερνήσεις.

Η Κάσος, όπως και τα άλλα μακρινά νησιά, πιότερο παρά ποτέ σήμερα έχουν ανάγκη από τους Έλληνες ταξιδιώτες, δεν είναι μόνο για τα χρήματα που θα αφήσουν, είναι η επαφή, είναι η ανάγκη να ειπωθεί ακόμη μια φορά η ιστορία, να τη μάθουν και οι καινούργιες γενιές. Βλέπεις εδώ κάτω, στο μικρό νησί της εσχατιάς του Νότου, οι πέτρες κάνουν στόματα και μιλούν με τους ανθρώπους.

Σε άλλα μέρη μοστράρουν παραλίες και αναπαυτικές ξαπλώστρες, εδώ θέλει τσαγανό και μόνο για το ταξίδι κι έπειτα όρεξη για μοίρασμα και κουβέντα, κάπως σαν μια ατέλειωτη θαλασσινή ψυχοθεραπεία στην άκρη του Αιγαίου!

Η Κάσος παραμένει μια κανακαρά καπετάνισσα που ξέρει και φιλεύει με τον καλύτερο τρόπο τους μουσαφιραίους της!

Στην αναχώρηση πέσαμε ακόμη μια φορά σε έναν ναυτικό, με διάθεση να μοιραστεί τις απίστευτες περιπέτειες της ζωής του, μόνο μια ερώτηση είχα μέσα στο μυαλό μου, πoια είναι άραγε τα μέρη του πλανήτη που δεν πρέπει να χάσει ένας άνθρωπος;

Κι ο μαστρομανώλης χαμογέλασε και κοίταξε πέρα, σαν να τρύπησε τον ορίζοντα:

«Πρώτα-πρώτα είναι οι Σευχέλλες, μετά είναι δυο πανέμορφα νησιά δίπλα στην Αυστραλία, οι Κανάριοι νήσοι, το Μαιάμι, οι Μπαχάμες και το κανάλι του Παναμά, που από τον Ειρηνικό περνάς στον Ατλαντικό ωκεανό σε οκτώ ώρες».

Γεμάτος απορία αναρωτήθηκα, η Κάσος;

Εκεί λοιπόν έμαθα και μια μαντινάδα που τα λέει όλα:

Απ' το Θεό εζήτησα την ομορφιά να πιάσω

κι εκείνος χαμογέλασε και μου 'δειξε τη Κάσο!