Famiglia Cavallaro! Έλληνες, μακριά από ταυτότητες...

Η γυναίκα έζησε μέσα στη δίνη δύο πολέμων, περαστικοί κατακτητές και επιτήδειοι ντόπιοι και ξένοι, όλοι μπαινόβγαιναν ρουφώντας λίγο από το χρόνο και πιο πολύ από το χώρο της. Όμως εκείνη δεν λύγισε, ούτε παραμέλησε την μικρή ορφανή από πατέρα κορούλα της. Έγινε δασκάλα τελειώνοντας το Αρσάκειο και έπειτα ήρθε η επιστροφή στο νησί και να που στα ξαφνικά, όπως του πρέπει, ένας μεγάλος έρωτας ξεφύτρωσε στα ατέλειωτα ταλαίπωρα αδιέξοδα της εποχής. Ο Ιταλός στρατιωτικός διοικητής της Καρπάθου, Alessandro Cavallaro, γνωρίζει και παθιάζεται με τη μοναχοκόρη της Μαριγώς, τη δασκάλα Σοφία. Πρόκειται για μια ιδιαίτερη Ελληνίδα αρχαιοελληνικής ομορφιάς, ψηλή και επιβλητική, μα ήταν γεννημένη κοσμοπολίτισσα.

Η παρέα στο διπλανό τραπέζι κουβέντιαζε δυνατά, δεν ενοχλούσαν τα μέσα των αυτιών, η γλώσσα τους έτρεχε σαν ανοιξιάτικο κελάρυσμα νερού, ήταν βλέπεις Ιταλικά και έμοιαζαν με τραγούδια από μια όπερα του Πουτσίνι! Ούτε που θα τους παρακολουθούσα, αν δεν άκουγα πολλές φορές να επαναλαμβάνεται η λέξη Μενετές.

Menete, Menete...δεν άντεξα σηκώθηκα μάλλον λίγο δειλά, με μια συστολή για την ενόχληση πήρα την άδεια και κάθησα κοντά τους. Μα τι μπορεί να τρέχει με το Σούλι της Καρπάθου; Λοιπόν είναι κάποιες παλιές ιστορίες, τέτοιες που όταν γίνονται λόγος είναι πιο φρέσκιες από τα τελευταία νέα των ειδήσεων!

Πάνε 115 χρόνια από τότε που το όνειρο της εικοσάχρονης Μαριγώς απέκτησε μορφή και στέκει ολάσπρο στον πίσω αμαξωτό για το επόμενο χωριό, την Αρκάσα.

Η γυναίκα μόλις είχε ντυθεί μέσα στα μαύρα, αφού το στεφάνι της δεν είχε ριζικό. Στον άντρα της δεν έμελλαν κενές σελίδες για να γράψει στο βιβλίο της ζωής του. Παντρεύτηκαν και λίγο πριν γεννήσει, εκείνος έφυγε, μετανάστης για την Αμερική, όμως αντί για ευκαιρίες και χρήμα με τη σέσουλα, έπεσε πάνω σε μια ληστεία! Μέσα στις κραυγές, στα τουφέκια, τα τόξα και τα βέλη των ντόπιων, έχασε το μικρό κομπόδεμα, μα και το σπουδαιότερο, τα γαμπριάτικα αναμνηστικά που έσφιγγε, σα γούρια, μέσα στα στεγνά και ροζιασμένα χέρια του.

Έτσι στεγνός, από λεφτά και ελπίδα, πήρε το πρώτο υπερωκεάνειο και γύρισε βιαστικά στην Αθήνα. Όμως την πρώτη μέρα που έπιασε δουλειά στο νταμάρι της Πεντέλης ένας δυναμίτης έσκασε νωρίτερα κοντά του και τον έκαμε χίλια κομμάτια.

Η γυναίκα με μια κορούλα στην αγκαλιά αναπάντεχα ντύθηκε στα μαύρα, υφάσματα θλίψης που όμως γίναν αχώριστα με το ταλαίπωρο κορμί για το υπόλοιπο του χρόνου της. Αυτή λοιπόν, η Μαριγώ, είδε ένα παράξενο όνειρο.

Ήτανε λέει σκυφτή στο χωραφάκι της, λίγο έξω από το χωριό, εκεί κάτι σα να σκαλαμάτρευε στον απάνω λόρο, όταν ξεπετάχτηκε ένα γεροντάκι ψηλό κι αδύνατο, σκελετωμένο από την ασιτία. Φορούσε ελάχιστα ρούχα και τα γυμνά πόδια του ήταν ματωμένα. Η χτενισμένη γενειάδα του ανέμιζε στο βοριά και αφού την χαιρέτησε με ένα πλατύ χαμόγελο της χαμογέλασε. Εκείνη απόρησε, μα τι να κάνει μέσα στο ρυάκι; Σίγουρα θα αρρωστήσει από το παγωμένο νερό. Εκείνος δεν έχασε χρόνο, αμέσως της ζήτησε να του χτίσει ένα δωματιάκι, να δυο πέτρες τη μια πάνω στην άλλη, γιατί εκεί ήτανε, λέει, το σπίτι του. Σα να της έδειξε με τα μάτια τη θέση που ήθελε να γίνει το καλυβάκι του. Εκείνη κάτι ψέλλισε για την ανείπωτη φτώχεια της, όμως ο γεράκος την έκοψε, δεν ψάχνω μεγαλεία, να ένα μικρό πέτρινο δωμάτιο, ίσα να χωράει το κορμί μου.

Ξύπνησε αλαφιασμένη, ακριβώς όπως ξυπνούν και σήμερα όλοι εκείνοι που βλέπουν ένα τόσο χρωματιστό όνειρο. Έτρεξε στο χωράφι και ξεκίνησε το χτίσιμο του Αή-Νούφρη (Άγιος Ονούφριος), με τη βοήθεια του πατέρα της ολοκλήρωσε ένα μικρό ξωκκλήσι, που έτσι λευκό μοιάζει με περίεργη σκάλα, από εκεί σίγουρα ανεβοκατεβαίνουν όλα τα χρώματα, γης και ουρανού.

Η γυναίκα έζησε μέσα στη δίνη δύο πολέμων, περαστικοί κατακτητές και επιτήδειοι ντόπιοι και ξένοι, όλοι μπαινόβγαιναν ρουφώντας λίγο από το χρόνο και πιο πολύ από το χώρο της. Όμως εκείνη δεν λύγισε, ούτε παραμέλησε την μικρή ορφανή από πατέρα κορούλα της. Έγινε δασκάλα τελειώνοντας το Αρσάκειο και έπειτα ήρθε η επιστροφή στο νησί και να που στα ξαφνικά, όπως του πρέπει, ένας μεγάλος έρωτας ξεφύτρωσε στα ατέλειωτα ταλαίπωρα αδιέξοδα της εποχής. Ο Ιταλός στρατιωτικός διοικητής της Καρπάθου, Alessandro Cavallaro, γνωρίζει και παθιάζεται με τη μοναχοκόρη της Μαριγώς, τη δασκάλα Σοφία. Πρόκειται για μια ιδιαίτερη Ελληνίδα αρχαιοελληνικής ομορφιάς, ψηλή και επιβλητική, μα ήταν γεννημένη κοσμοπολίτισσα. Άλλωστε δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι όταν μελετούν και αναφέρουν τις Καρπαθιές κυρίες ένα από τα πρώτα ονόματα που αναφέρουν είναι το δικό της. Ο Ιταλός ζήτησε το κορίτσι από τη μάνα της και εκείνη πέρασε μια βασανιστική βδομάδα μέχρι να αποφασίσει και να πει εκείνο το ριμάδι το ναι!

Το ερωτευμένο ζευγάρι παντρεύτηκε στις 9 Μαΐου 1940, έζησαν στην Πίζα της Ιταλίας και μαζί έφεραν στον κόσμο δυο σπουδαίους γιους.

Ο πρωτογιός είναι ο παγκοσμίου φήμης διευθυντής ορχήστας Angelo Cavallaro. Ο άλλος ήταν εκείνος ο άγνωστος μεγαλόσωμος άντρας που ξεκίνησε να περιγράφει την ιστορία με το παράξενο όνειρο και το χτίσιμο της εκκλησούλας του Αη Νούφρη. Είναι ο δευτερότοκος γιος του Αλέξανδρου και της Σοφίας Καβαλάρο, ο Constantino Cavallaro. Άνθρωπος σεμνός, ολοκληρωμένος, δίχως να διεκδικεί προσοχή, ούτε ψάχνει τα κούφια χειροκροτήματα. Σπουδαίος δικηγόρος ο Constantino μα δεν περιφρονεί την καταγωγή του, αντίθετα, μιλά για το παρελθόν, τα μοιραία πρόσωπα που έπλασαν το χαρακτήρα του και ταυτόχρονα διακρίνονται τα υγρά του μάτια. Αντιδήμαρχος στην Πίζα, πρώην διευθυντής του εκεί διεθνούς αεροδρομίου, αλλά το μυαλό και η καρδιά καβαλούν βουνά και σκίζουν θάλασσες, αφήνουν πίσω χρόνια και άκυρους ανθρώπους και προσγειώνονται στο μακρινό νησί, σε μια κουκίδα του Αιγαίου.

Οι διηγήσεις και τα μαθήματα της Μαριγώς, της γιαγιάς που κουβαλούσε στην πλάτη πέτρες και σίδερα για να χτίσει το μικρό εκκλησάκι, της καπάτσας γυναίκας που έκαμε ακόμη και τη φωτογράφο για να αναθρέψει τη μοναχοκόρη της και μάνα του Constantino, έμειναν σφραγίδα βαθιά μέσα στη ψυχή του. Το διαβατήριο του διαφορετικό και η ξένη γλώσσα του μοιάζει με τραγούδι, αλλά και τη σημασία μπορεί να έχουν όλα αυτά; Γεννιέσαι ή μήπως γίνεσαι Έλληνας;

Μια πλαστική ταυτότητα αρκεί για να αποδείξει πως μια ψυχή μυρίζει θάλασσα;

Ήταν η ανατροφή των δυο αγοριών, ακόμη και ο πατέρας τους, ο Ιταλός Allesandro, ο Αλέξανδρος από το Σαν Νικόλα της Καλαβρία, έλεγε πως μέσα του έτρεχε αίμα Ελληνικό, και στο τελευταίο αντίο, όταν μάθηκε το θλιβερό νέο στο νησί, το Νοέμβρη 1971, στο νησί χτύπησαν πένθιμα οι καμπάνες.

Η βαθιά πίστη της γιαγιάς Μαριγώς, πρώτα στην ίδια της ζωή, έπειτα στην υπέρτατη ύπαρξη, ο σεβασμός στα πατρογονικά και ο σκληρός αγώνας επιβίωσης πάνω στον άγριο βράχο, μετουσιώθηκε στις ψυχές των απογόνων σε γαλανόλευκες αποχρώσεις που εξακολουθούν να αναπνέουν.

Όσο για την κόρη της, μπορεί να έφυγε κι αυτή από τη γειτονιά μας, παραμένει όμως ολοζώντανο και το δικό της χνάρι. Η βιογράφος της Σοφίας Κουμούτσου-Καβαλάρο, η δημοσιογράφος Φωτεινή Χαλκιά-Καζαμία, ακόμη και σήμερα όταν μιλά για κείνη την αληθινή κυρία, σα να φωτίζεται. Ξαναφέρνει στην επιφάνεια της μνήμης τα τέσσερα χρόνια της καθημερινής επικοινωνίας τους, δεν θέλει να σβήσει τίποτε, πάντοτε όλα στέκουν εδώ, γύρω μας, η επιβλητική κορμοστασία, το ζεστό χαμόγελο, η ζωντάνια και το συναίσθημα της.

Τελικά τα όνειρα είναι μονάχα αφορμές, από κείνες που μπορούν να σε κάνουν λίγο καλύτερο άνθρωπο...