Άστοχη στρατηγική

Ωστόσο, ο εγκλωβισμός του κ. Τσίπρα οφείλεται πρωτίστως σε λάθη του ίδιου. Πριν τις εκλογές του Ιανουαρίου 2015, καθώς και μετά τον σχηματισμό της πρώτης κυβέρνησης δεν κατόρθωσε να εξουδετερώσει την εσωκομματική τάση η οποία είχε ανομολόγητη επιθυμία την έξοδο από ευρώ και ΕΕ με συνέπεια την πρωτόγνωρου μεγέθους απώλεια βουλευτών τον Αύγουστο 2015. Ακόμη, μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015 δεν τόλμησε την αναζήτηση μίας προγραμματικής (ή και κυβερνητικής) σύγκλισης με τις μικρές κοινοβουλευτικές δυνάμεις πέριξ του κέντρου (θεμιτή σύμφωνα με τις εξελίξεις που είχαν προηγηθεί και την πρωτόγνωρη διακομματική συναίνεση του Αυγούστου 2015), αλλά επέμεινε στη σύμπραξη με τους ΑΝΕΛ.
LOUISA GOULIAMAKI via Getty Images

Ένα χρόνο πριν, αμέσως μετά το δημοψήφισμα, σε άρθρο γνώμης σημείωνα ότι προέκυψε η φάση της ηγεσίας Τσίπρα ΙΙ. Όταν (με συνταγματικά εξόχως προβληματικό τρόπο) ερμήνευσε κατ' οικονομία το «Όχι» προσχώρησε οριστικά στον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας, επιβεβαιώνοντας ότι αυτός αποτελεί τον μοναδικό ίσως άξονα συμφωνίας μεταξύ των κυρίαρχων κομμάτων που συγκρότησαν κυβερνήσεις (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ). Αποδέχθηκε με ρεαλισμό την αποκλειστική λύση της ευρωπαϊκής χρηματοδότησης σε συνδυασμό με ένα αναπόφευκτο νέο μνημόνιο. Έκτοτε εγκατέλειψε τις «αυταπάτες» σχετικά με τις δυνατότητες του μοναδικού αριστερού κόμματος στην κυβέρνηση να προκαλέσει ανατροπή στις κυρίαρχες αντιλήψεις περί οικονομικής πολιτικής στην Ευρώπη.

Με τον τρόπο αυτό καθησύχασε μέρος του εκλογικού σώματος, το οποίο αναζητούσε αγωνιωδώς να εκφράσει τη δυσαρέσκειά του για τις αποτυχίες των «παλαιών» κομμάτων και να εμπιστευθεί μία νέα πολιτική δύναμη, δίχως απαραιτήτως να διακινδυνεύσει την πρόσδεση της χώρας στην ΕΕ. Αν αυτό ήθελε να κάνει, υπήρχαν πολλές άλλες αμιγώς αντι-ευρωπαϊκές επιλογές. Από την άποψη αυτή, η συμβολή του κ. Τσίπρα είναι σημαντική, γιατί προσέφερε ένα κοινοβουλευτικό όχημα για την έκφραση της πρωτόγνωρης έλλειψης εμπιστοσύνης των πολιτών στα κόμματα εξουσίας, ενώ η ανατροπή της δομής του κομματικού συστήματος δεν συμπαρέσυρε τα θεμελιώδη της οργάνωσης του κράτους και της οικονομίας. Βεβαίως, με τις γνωστές παρενέργειες του λαϊκισμού, της πόλωσης, της απαράδεκτης διαπραγμάτευσης του πρώτου εξαμήνου 2015.

Έπειτα από το δημοψήφισμα και τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015 και την εδραίωσή του στη θέση του πρωθυπουργού, σταδιακά διαμορφώνεται η νέα φάση της ηγεσίας Τσίπρα. Ο κ. Τσίπρας γίνεται περισσότερο ένας συμβατικός πρωθυπουργός και λιγότερο αρχηγός ενός κόμματος με κινηματικές και ριζοσπαστικές αφετηρίες. Τα ιδεολογικά ζητήματα υποχωρούν, αν εξαιρέσουμε ορισμένες αναλαμπές για συμβολικού χαρακτήρα ζητήματα (π.χ. ΜΜΕ). Όπως ο ίδιος με σαφήνεια δήλωσε (ΣΚΑΙ 14/7), το μέτρο αξιολόγησης των πεπραγμένων της κυβέρνησής του είναι τα σωρευτικά αποτελέσματα («θέσεις εργασίας», «ανάπτυξη ΑΕΠ»), χωρίς αναφορές σε εξειδικευμένους δείκτες αξιολόγησης της (δείκτες φτώχειας, περιθωριοποίησης, εισοδηματικών και κοινωνικών ανισοτήτων), οι οποίοι θα έπρεπε να ιεραρχηθούν σε υψηλότερη θέση από ένα αριστερό κόμμα.

Κατά συνέπεια, η επιβίωση της κυβέρνησης αποτελεί μία άνιση μάχη με τον αμείλικτο χρόνο. Η συμμόρφωση με τους στόχους του προγράμματος, το κλείσιμο κάθε φάσης αξιολόγησης, τα επώδυνα φορολογικά μέτρα, παράγουν με μεγάλη καθυστέρηση απτά θετικά αποτελέσματα για την οικονομία. Αυτό θα είναι το μέγιστο πολιτικό πρόβλημα για τον κ. Τσίπρα, και όχι μόνο η αμετροέπεια και η ανακολουθία του παρελθόντος, έναντι ενός εκλογικού σώματος δίχως διάθεση κατανόησης και υπομονής.

Κινδυνεύει, δηλαδή, να προστεθεί στη λίστα των κυβερνητών οι οποίοι ανέλαβαν την πλοήγηση του εθνικού σκάφους εν μέσω θυέλλης έως τον επόμενο κάβο και τον αχνό φάρο, δίχως και εκείνος να προσεγγίσει ένα ασφαλή λιμένα.

Ωστόσο, ο εγκλωβισμός του κ. Τσίπρα οφείλεται πρωτίστως σε λάθη του ίδιου. Πριν τις εκλογές του Ιανουαρίου 2015, καθώς και μετά τον σχηματισμό της πρώτης κυβέρνησης δεν κατόρθωσε να εξουδετερώσει την εσωκομματική τάση η οποία είχε ανομολόγητη επιθυμία την έξοδο από ευρώ και ΕΕ με συνέπεια την πρωτόγνωρου μεγέθους απώλεια βουλευτών τον Αύγουστο 2015.

Ακόμη, μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015 δεν τόλμησε την αναζήτηση μίας προγραμματικής (ή και κυβερνητικής) σύγκλισης με τις μικρές κοινοβουλευτικές δυνάμεις πέριξ του κέντρου (θεμιτή σύμφωνα με τις εξελίξεις που είχαν προηγηθεί και την πρωτόγνωρη διακομματική συναίνεση του Αυγούστου 2015), αλλά επέμεινε στη σύμπραξη με τους ΑΝΕΛ. Μία τέτοια κίνηση, όμως, θα τον είχε φέρει σε μία ηγεμονική θέση στο κομματικό σύστημα, θα προσέφερε μία ισχυρότερη κοινωνική βάση νομιμοποίησης και μία μεγαλύτερη δεξαμενή κυβερνητικών στελεχών.

Τελικά, βρέθηκε απομονωμένος λόγω της δικής του αβελτηρίας έναντι ενός κοινοβουλευτικού μετώπου του οποίου ηγείται η κεντροδεξιά παράταξη (κάπως έτσι δεν συγκεντρώθηκε και η πλειοψηφία 2/3 για τον εκλογικό νόμο). Πλέον τρέχει ασθμαίνοντας να περιορίσει τις απώλειες από τα ομαδικά πυρά της αντιπολίτευσης και τη δημοσκοπική ανάταση των αντιπάλων του, έπειτα από τα νέα δεδομένα που δημιούργησε η εκλογή του Κ. Μητσοτάκη.

Όλα τα παραπάνω δε συνεπάγονται ότι επίκειται η κατάρρευση της κυβέρνησης. Αλλά, ότι δε συντρέχουν οι πολιτικές προϋποθέσεις για την ολοκλήρωση της θητείας της. Πιθανότατα θα περιέλθει σε μία κατάσταση αβελτηρίας με συνέπειες στην ικανότητα διακυβέρνησης, όπως συνέβη με προηγούμενες κυβερνήσεις όταν συνειδητοποίησαν ότι η κλεψύδρα πλέον αδειάζει πολύ γρήγορα.

Πώς μπορεί να αντιδράσει ένας ιδεολογικά εξουδετερωμένος κυβερνητικός σχηματισμός, ο οποίος εναγωνίως αναζητεί να παρουσιάσει πεπραγμένα πολιτικής και διαθέτει μία βάση υποστήριξης με μάλλον χαλαρή κομματική ταύτιση; Οι εξελίξεις θα καταδείξουν την ύπαρξη ή όχι ορισμένων ουσιαστικών ηγετικών χαρισμάτων.

Πάντως, ο ίδιος ο κ. Τσίπρας εξακολουθεί να προσφέρει δείγματα ρηχής ανάγνωσης της πολιτικής συγκυρίας. Τέτοια είναι η περίπτωση της πρότασης για την άμεση εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας από το εκλογικό σώμα. Σαν να μην έχει διδαχθεί από την πολιτική αναταραχή που προκαλείται όταν δημοφιλείς και φιλόδοξοι πολιτικοί αποκτούν λαϊκά ερείσματα και επιβάλλουν την προσωπική ατζέντα από τον υψηλό θώκο που βρέθηκαν (οι περιπτώσεις του πρώην ΥΠΟΙΚ και της τ. Προέδρου της Βουλής). Τι θα συμβεί άραγε όταν κάτι ανάλογο συμβεί στην κορυφή της εκτελεστικής εξουσίας, δίχως να υφίστανται οι θεσμικές προϋποθέσεις για τη λογοδοσία, τον έλεγχο και την πιθανότητα άρσης της εμπιστοσύνης σε ένα πρόσωπο με ανυπέρβλητη βάση λαϊκής νομιμοποίησης;

Δημοφιλή