Το στοίχημα για την Επιστημονική Έρευνα και την Καινοτομία

Είναι χαρακτηριστικό ότι από τον «Ορίζοντα» 2020, το χρηματοδοτικό πρόγραμμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Έρευνα και την Καινοτομία, ανάμεσα στους πενήντα κορυφαίους ερευνητικούς οργανισμούς που λαμβάνουν χρηματοδότηση οι πέντε είναι ελληνικοί, ενώ μεταξύ των επιστημονικών δημοσιεύσεων με τις περισσότερες αναφορές παγκοσμίως, σε ποσοστό 9% συγκαταλέγονται ελληνικές. Σε μία χώρα σημειωτέον στην οποία το 2014 οι δαπάνες για Έρευνα και Ανάπτυξη ήταν σε ποσοστό μόλις 0,9% του ΑΕΠ, σε αντίθεση με το 3,2% χωρών όπως η Σουηδία και Φιλανδία.
Matthias Oesterle via Getty Images

Η έρευνα και η αλματώδης πρόοδος της επιστημονικής γνώσης σε συνδυασμό με την τεχνολογική ανάπτυξη καθορίζουν σε τεράστιο βαθμό την οικονομική εξέλιξη των σύγχρονων ανεπτυγμένων κρατών. Προτεραιότητες των αναπτυσσόμενων κρατών αποτελεί η Έρευνα και Ανάπτυξη (Research and Development) που πραγματοποιούνται από ερευνητικά κέντρα και πανεπιστήμια, με την επένδυση σημαντικών πόρων του κράτους και των εταιρειών σε έρευνα και τεχνολογική ανάπτυξη νέων εμπορεύσιμων προϊόντων και υπηρεσιών αξιοποιώντας παράλληλα υψηλού επιπέδου δεξιότητες και τεχνογνωσία.

Βέβαια σύμφωνα με τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) και την πρόσφατη έκθεσή του σχετικά με τις «Προοπτικές για την επιστήμη, την τεχνολογία και την καινοτομία, 2016» όπως αναφέρει το Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης (ΕΚΤ), μετά από τρεις δεκαετίες αύξησης οι δαπάνες για Έρευνα και Ανάπτυξη στις χώρες του ΟΟΣΑ εμφάνισαν πτώση το 2014 εξαιτίας κοινωνικών αναγκών (υγεία, κονωνική φροντίδα). Βέβαια χώρες όπως η Ιαπωνία και η Γερμανία εξακολουθούν να στηρίζούν την έρευνα και καινοτομία, σε αντίθεση με ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία, Αυστραλία που μείωσαν τις σχετικές δαπάνες (έτη 2000 και 2015).

Στην Ευρώπη στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το 2016 βάσει του ευρωπαϊκού πίνακα αποτελεσμάτων για την καινοτομία, του βαρομέτρου καινοτομίας και του πίνακα αποτελεσμάτων περιφερειακής καινοτομίας, δείχνουν ότι η καινοτομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης αγγίζει τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία, ότι η Σουηδία, η Δανία και η Φιλανδία καταλαμβάνουν τις πρώτες θέσεις στον συγκεκριμένο τομέα, και ότι η Λετονία παρουσιάζεται ως η ταχύτερα αναπτυσσόμενη χώρα απο πλευράς καινοτομίας. Στοίχημα για την Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί η μετατροπή και υλοποίηση της επιστημονικής γνώσης και πρωτοπορίας, παράλληλα με την τεχνολογική εμπειρία και τα ερευνητικά άλματα, σε διεθνώς καινοτόμα ανταγωνιστικά αποτελέσματα, ειδικότερα μέσω του επταετούς ευρωπαϊκού προγράμματος «Ορίζοντας (Horizon) 2020» με προϋπολογισμό περίπου 80 δισ. ευρώ, που αποτελεί συνέχεια του 7ου Προγράμματος Πλαίσιο. Στο αναφερθέν ποσό δεν λαμβάνονται υπόψιν οι δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις που θα προσελκύσει η συγκεκριμένη χρηματοδότηση, έχοντας ως τελικό στόχο τη διασφάλιση της παγκόσμιας ανταγωνιστικότητας και εξωστρέφειας της Ευρώπης με στρατηγική και όραμα την «Ευρώπη 2020».

Είναι χαρακτηριστικό ότι από τον «Ορίζοντα» 2020, το χρηματοδοτικό πρόγραμμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Έρευνα και την Καινοτομία, ανάμεσα στους πενήντα κορυφαίους ερευνητικούς οργανισμούς που λαμβάνουν χρηματοδότηση οι πέντε είναι ελληνικοί, ενώ μεταξύ των επιστημονικών δημοσιεύσεων με τις περισσότερες αναφορές παγκοσμίως, σε ποσοστό 9% συγκαταλέγονται ελληνικές.

Στην Ελλάδα σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του οργανισμού διαΝΕΟσις (σε συνεργασία με το Γερμανικό Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών DIW Berlin), παρατηρείται μία αξιοσημείωτη αντίφαση: μαζί με χώρες όπως η Κροατία, η Ουγγαρία, η Πολωνία και η Πορτογαλία, η Ελλάδα κατατάσσεται ως «μέτρια καινοτόμα χώρα», εμφανίζοντας ποσοστά κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ ενώ ταυτόχρονα περιλαμβάνει ένα αξιόλογο επιστημονικό δυναμικό, το οποίο παραμένει δυστυχώς αναξιοποίητο, αδυνατώντας να μετουσιώσει τα ερευνητικά αποτελέσματα σε απτούς δείκτες καινοτομίας.

Είναι χαρακτηριστικό ότι από τον «Ορίζοντα» 2020, το χρηματοδοτικό πρόγραμμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Έρευνα και την Καινοτομία, ανάμεσα στους πενήντα κορυφαίους ερευνητικούς οργανισμούς που λαμβάνουν χρηματοδότηση οι πέντε είναι ελληνικοί, ενώ μεταξύ των επιστημονικών δημοσιεύσεων με τις περισσότερες αναφορές παγκοσμίως, σε ποσοστό 9% συγκαταλέγονται ελληνικές. Σε μία χώρα σημειωτέον στην οποία το 2014 οι δαπάνες για Έρευνα και Ανάπτυξη ήταν σε ποσοστό μόλις 0,9% του ΑΕΠ, σε αντίθεση με το 3,2% χωρών όπως η Σουηδία και Φιλανδία.

Σίγουρα οφείλει και πρέπει να αποτελεί μέρος της στρατηγικής και του σχεδιασμού η ενίσχυση της βασικής έρευνας για την απόκτηση νέας γνώσης, αλλά στο σημερινό ολοένα αυξανόμενο διεθνές ανταγωνιστικό περιβάλλον ιδιαίτερη έμφαση πρέπει να δίνεται στην τόνωση της εφαρμοσμένης έρευνας και στην ενίσχυση των υποδομών και του προσωπικού των εκπαιδευτικών και ερευνητικών ιδρυμάτων και κέντρων. Βασική προυπόθεση σε αυτό το σημείο είναι η υιοθέτηση κριτηρίων Επιστημονικής Αριστείας, προκειμένου η παραγωγή ερευνητικών δεδομένων να είναι ουσιαστική και η προσέλκυση νέων χρηματοδοτήσεων να είναι αποτελεσματικότερη.

Στη βάση αυτής της κατεύθυνσης είναι αυτονόητη η δημιουργία δικτύων συνεργασίας των ακαδημαϊκών και ερευνητικών ιδρυμάτων και ινστιτούτων με τους τεχνολογικούς και βιομηχανικούς φορείς. Η ανάπτυξη ερευνητικών και τεχνολογικών επιχειρηματικών clusters, η ίδρυση ιδρυμάτων μεταγραφικής και εφαρμοσμένης έρευνας, η ενίσχυση της δημιουργίας νέων τεχνοπόλεων και η στήριξη της νεοφυούς επιχειρηματικότητας, ιδιαίτερα με την παροχή κινήτρων για την ίδρυση νέων spin-off εταιρειών, είναι αναγκαίες προκειμένου να ευνοηθεί περαιτέρω η σύνδεση της έρευνας με τις πραγματικές ανάγκες τις αγοράς και να μετατραπεί η τεχνολογική καινοτομία σε προϊόν.

Η Ελλάδα οφείλει και πρέπει να κρατήσει και να εκμεταλλευτεί το αξιόλογο ερευνητικό της δυναμικό, βελτιώνοντας περαιτέρω τις δομές που συνδέουν την έρευνα με την επιχειρηματικότητα, προκειμένου να δημιουργηθούν οι απαραίτητες συνθήκες προσέλκυσης νέων ερευνητών του εξωτερικού και μείωσης της διαρροής νέων επιστημόνων, εξάγοντας ταυτοχρόνως ερευνητικά αποτελέσματα αποδοτικά και ανταγωνιστικά σε διεθνές ανταγωνιστικό περιβάλλον.

Δημοφιλή