Η κοινωνική δικαιοσύνη όμηρος των νεοφιλελεύθερων τελεσιγράφων

Αν οι ξένες δυνάμεις και θεσμοί εμμείνουν στις θέσεις τους και συνεχίσουν να προσπαθούν να τις επιβάλλουν με ωμούς εκβιασμούς και απειλές, χρησιμοποιώντας τη δαμόκλεια σπάθη της χρεοκοπίας, τότε δεν μας απομένει άλλη επιλογή ως κοινωνία, παρά για ακόμη μια φορά στην ιστορία μας, όσο επώδυνο και αν είναι, να αντισταθούμε.
Eurokinissi

Μια βασική διάκριση της δικαιοσύνης είναι σε διανεμητική και διορθωτική. Η διανεμητική δικαιοσύνη συνιστά την έννοια της κοινωνικής. Στη σύγχρονη εποχή ραχοκοκαλιά της κοινωνικής δικαιοσύνης είναι το φορολογικό σύστημα. Απαραίτητη δηλαδή προϋπόθεση για μια υποτυπώδη κοινωνική δικαιοσύνη είναι η ύπαρξη και λειτουργία ενός δίκαιου φορολογικού συστήματος. Και ένα φορολογικό σύστημα είναι δίκαιο όταν προβλέπεται μια κατανομή των βαρών στους πολίτες ανάλογα με την οικονομική δυνατότητα του καθενός, όπως εξάλλου επιτάσσεται και από το σύνταγμά μας στο άρθρο 4 παράγραφος 5. Μόνο τότε τίθενται οι βάσεις και δημιουργούνται οι συνθήκες για μια πραγματική και ουσιαστική κοινωνική δικαιοσύνη και κατ' ακολουθία για τον μετασχηματισμό του κράτους σε κοινωνικό.

Για να ολοκληρωθεί όμως ο μετασχηματισμός του κράτους σε κοινωνικό δεν αρκεί μόνο ένα κοινωνικά δίκαιο φορολογικό σύστημα∙ είναι απαραίτητη και αναγκαία συνθήκη, όχι όμως από μόνο της αρκετή. Πρέπει το κράτος ένα σημαντικό μέρος των εσόδων που εισπράττει από το φορολογικό σύστημα να το αναδιανέμει αντιστρόφως ανάλογα με τις οικονομικές δυνατότητες του καθενός ή αλλιώς ανάλογα με τις ανάγκες του κάθε πολίτη και ευρύτερα της κάθε κοινωνικής τάξης. Μόνο τότε αποκτά ένα απρόσωπο και κοινωνικά αποστασιοποιημένο κράτος, κοινωνικό πρόσωπο, που εξ' ορισμού οφείλει να έχει.

Δυστυχώς, όμως στην Ελλάδα όλα αυτά τα χρόνια, από τη μεταπολίτευση και μετά, η κοινωνική δικαιοσύνη ήταν κολοβή. Και ήταν κολοβή διότι πολύ απλά δεν υπήρχε η πολιτική βούληση για την πραγμάτωση, στο μέτρο του εφικτού τουλάχιστον, της κοινωνικής δικαιοσύνης και κατ' επέκταση για τη θεμελίωση και εμπέδωση ενός πραγματικού κοινωνικού κράτους.

Οι κύριοι λόγοι που δεν υπήρχε η πολιτική βούληση ήταν δύο: Στην Ελλάδα υπήρχε και εξακολουθεί να υπάρχει έντονη διαπλοκή μεταξύ του πολιτικού συστήματος και της κυρίαρχης οικονομικής ελίτ. Υπήρχε δηλαδή συνήθως ταύτιση συμφερόντων μεταξύ πολιτικού κατεστημένου και οικονομικού. Επομένως ήταν από τη φύση των πραγμάτων αδύνατον να αποφασίσει το πολιτικό σύστημα και δη το εκάστοτε κυβερνών κόμμα, να συγκρουστεί με την οικονομική ολιγαρχία της χώρας επιδιώκοντας κοινωνική δικαιοσύνη. Θα ήταν σαν να πυροβολεί τα ίδια του τα πόδια.

Ακόμα όμως και αν κάποια κυβέρνηση δεν τελούσε σε σχέση εξάρτησης και διαπλοκής με το οικονομικό κατεστημένο, τουλάχιστον σε απόλυτο βαθμό, και δεν υπήρχε πλήρη ταύτιση συμφερόντων, πάλι δεν προσπαθούσε και δεν έθετε ως στόχο της τη σχεδίαση και εφαρμογή μιας κοινωνικά δίκαια πολιτικής, διότι δεν τολμούσε να αναλάβει το πολιτικό κόστος. Είχε πλήρη επίγνωση ότι ο εν δυνάμει αντίπαλος είναι πολύ δυνατός και οι πολιτικές συνέπειες από μια ενδεχόμενη σύγκρουση μαζί του θα ήταν πολύ μεγάλες, ίσως και ολέθριες για το πολιτικό μέλλον του κόμματος και κατά συνέπεια για συγκεκριμένα πολιτικά πρόσωπα. Γνώριζε καλά η εκάστοτε κυβέρνηση, ότι η οικονομική ολιγαρχία στην Ελλάδα ελέγχει και κατέχει τα μέσα παραγωγής, συμπεριλαμβανομένου και την παροχή υπηρεσιών και δη πληροφοριών - δηλαδή μέσα ενημέρωσης - με αποτέλεσμα να επικαθορίζει σε μεγάλο βαθμό το κοινωνικό εποικοδόμημα σε ό,τι αυτό συνίσταται. Έτσι επέλεγε να μην εμπλακεί σε μια εξαρχής άνιση μάχη, προτάσσοντας το πολιτικό και κυρίως κομματικό συμφέρον έναντι του κοινωνικού.

Η χαριστική βολή για την πλήρη αναίρεση, ως στοχοθεσία της κοινωνικής δικαιοσύνης και κατ' ακολουθία την πλήρη διάλυση του κοινωνικού κράτους με τις δραματικές επιπτώσεις που είχε και εξακολουθεί να έχει στο κοινωνικό σύνολο, που όλοι γνωρίζουμε και βιώνουμε καθημερινά, επήλθε τη μνημονιακή περίοδο. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου, όχι απλώς δεν έγιναν προσπάθειες για κοινωνική δικαιοσύνη και κατ' ακολουθία κοινωνικό κράτος, αλλά αντιθέτως καθ' υπόδειξη και τις περισσότερες φορές κατ' εντολή ξένων κέντρων αποφάσεων, επιβλήθηκε με αυταρχικό και με κοινωνικά βίαιο τρόπο ένας άκρατος νεοφιλελευθερισμός ισοπεδώνοντας κάθε έννοια κοινωνικής δικαιοσύνης, εξαναγκάζοντας το κράτος να αυτοπεριοριστεί στο ρόλο του απαθούς παρατηρητή, αποσυνδεόμενο πλήρως από την κοινωνία για την οποία και χάρη της οποίας εξ' ορισμού υπάρχει.

Και τώρα που επιτέλους μια κυβέρνηση φαίνεται πραγματικά να έχει τη βούληση για κοινωνική δικαιοσύνη και τη δόμηση ενός πραγματικού και ισχυρού κοινωνικού κράτους -κάτι εξάλλου το οποίο απορρέει και συγχρόνως συνάδει απόλυτα με το ιδεολογικό και πολιτικό υπόβαθρο της παρούσας κυβέρνησης - τα ξένα κέντρα λήψεων αποφάσεων εμμένουν δογματικά στο κοινωνικοοικονομικά αντιδημοκρατικό νεοφιλελεύθερο μοντέλο, αγνοώντας επιδεικτικά και άκρως προκλητικά την κοινωνική βούληση, όπως εκφράσθηκε ξεκάθαρα στις πρόσφατες εκλογές, και χρησιμοποιώντας πρακτικές, όπως π.χ. τελεσίγραφα, που παραπέμπουν ευθέως σε άλλες σκοτεινές και ιδιαίτερα θλιβερές, πρόσφατες περιόδους της ιστορίας.

Αν οι ξένες δυνάμεις και θεσμοί εμμείνουν στις θέσεις τους και συνεχίσουν να προσπαθούν να τις επιβάλλουν με ωμούς εκβιασμούς και απειλές, χρησιμοποιώντας τη δαμόκλεια σπάθη της χρεοκοπίας, τότε δεν μας απομένει άλλη επιλογή ως κοινωνία, παρά για ακόμη μια φορά στην ιστορία μας, όσο επώδυνο και αν είναι, να αντισταθούμε.

Δημοφιλή