«Όλα αυτά γιατί;»

Ο πρωθυπουργός αντί να αξιοποιήσει αυτό το μεγάλο παλλαϊκό «Όχι» που είχε στα χέρια του για να κάνει την ιστορική υπέρβαση, επέλεξε εντελώς αυθαίρετα βάσει του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος, που ο ίδιος είχε προκηρύξει λίγες μέρες πριν, να υποχωρήσει άτακτα δεχόμενος και υπογράφοντας ένα τρίτο μνημόνιο πραγματικά ολέθριο για το σύνολο της κοινωνίας.
JOHN MACDOUGALL via Getty Images

Την 25η Ιανουαρίου του 2015 ο ελληνικός λαός δια της ψήφου του έγραψε ιστορία. Για πρώτη φορά στην πολιτική ιστορία της Ελλάδας νικητής των εθνικών εκλογών ήταν η Αριστερά. Το αριστερό κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα είχε κερδίσει τις εκλογές και μάλιστα με εμφαντικό τρόπο. Παρόλο που οι συνθήκες κάτω από τις οποίες καλούνταν να κυβερνήσει ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν εξαιρετικά κρίσιμες και δύσκολες, οι προσδοκίες που γεννήθηκαν στο σύνολο της ελληνικής κοινωνίας ήταν πολύ μεγάλες.

Ο ΣΥΡΙΖΑ με τη ρητορική και κυρίως με τις θέσεις του είχε κατορθώσει να δώσει ξανά ελπίδα και όραμα στον χειμαζόμενο -από τις μνημονιακές πολιτικές του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ- ελληνικό λαό. Κατάφερε να εμφυσήσει ξανά με πίστη, μετά από αρκετές δεκαετίες, τον βαθιά απογοητευμένο και σε πολλές περιπτώσεις απεγνωσμένο από την κοινωνικοοικονομική κατάσταση λαό. Με τη στάση του, με τις προεκλογικές δεσμεύσεις του αλλά και με την πολιτική αισθητική του έφερε έναν άνεμο αλλαγής και αισιοδοξίας στη δυστυχισμένη και ταλαιπωρημένη ελληνική κοινωνία.

Και από τις πρώτες μέρες διακυβέρνησης του μαζί με τον έτερο κυβερνητικό, εταίρο το κόμμα των ΑΝΕΛ, διαφάνηκε ότι ήταν αποφασισμένος να ανταποκριθεί σε μεγάλο βαθμό στις υψηλές προσδοκίες που ο ίδιος δημιούργησε στην κοινωνία. Έδειξε αποφασισμένος να τηρήσει στο μέτρο του εφικτού τις προεκλογικές του δεσμεύσεις παρά τις εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες για τη χώρα. Ο ίδιος μάλιστα ο πρωθυπουργός, ο Αλέξης Τσίπρας, μετά τις πρώτες εβδομάδες διακυβέρνησής του είχε δηλώσει: «Λέω να πρωτοτυπήσω και να τηρήσω τις προεκλογικές μου δεσμεύσεις».

Οι υποτιθέμενοι εταίροι μας από την αρχή φάνηκε εναργώς ότι δεν έβλεπαν με καλό μάτι αυτή την αριστερή κυβέρνηση με βασικό άξονα το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ, και ότι θα έκαναν ό,τι μπορούσαν για να δημιουργήσουν εμπόδια και δυσκολίες στην κυβέρνηση, έστω και για να υλοποιήσει εν μέρει το προεκλογικό της πρόγραμμα.

Η κυβέρνηση όμως παρά τα αρνητικά μηνύματα από τους εταίρους μας έδειχνε να μην πτοείται και να είναι αποφασισμένη να εφαρμόσει δεδομένων των αρνητικών ευρωπαϊκών συγκυριών γι' αυτή, ένα κοινωνικά δίκαιο πρόγραμμα που θα εμπέδωνε για πρώτη φορά ένα αίσθημα δικαιοσύνης στη συλλογική συνείδηση. Γνώριζε ότι ήταν αδύνατον τη δεδομένη χρονική περίοδο βάσει των πολιτικών συσχετισμών στην Ευρώπη, να εφαρμόσει πιστά το πρόγραμμά της. Φάνηκε όμως ότι πίστευε ότι μπορούσε να υλοποιήσει ένα σχετικά κοινωνικά δίκαιο πρόγραμμα που θα βασιζόταν στους κεντρικούς άξονες του προγράμματος της και θα μπορούσε με την αμέριστη κοινωνική συμπαράσταση να επαναγκαθιδρύσει ένα κοινωνικό κράτος δικαίου.

Οι εταίροι όμως που ήθελαν πάση θυσία να συνεχίζεται να εφαρμόζεται στην Ελλάδα το νεοφιλελεύθερο μοντέλο τους, όσο περνούσε ο καιρός και διαπίστωναν ότι η κυβέρνηση δεν ήταν διατεθειμένη να κάνει σημαντικές υποχωρήσεις και ήταν αποφασισμένη να σεβαστεί τη λαϊκή εντολή που είχε λάβει, τόσο σκλήραιναν τη στάση τους απέναντί της. Δεν ήθελαν με τίποτα αυτή η κυβέρνηση - όχι απλά η μοναδική αριστερή στην Ευρώπη, αλλά και η μοναδική που πραγματικά δεν ασπαζόταν το νεοφιλελεύθερο δόγμα που είχε επιβάλει η γερμανική πολιτική ηγεσία σε ολόκληρη τη γηραιά ήπειρο - να έχει το περιθώριο να χαράξει το δικό της ξεχωριστό, άλλο δρόμο ενάντια στον επιβαλλόμενο νεοφιλελευθερισμό.

Και όσο περνούσε ο καιρός, τόσο περισσότερο οι δύο πλευρές έδειχναν αμετακίνητες στις θέσεις τους. Διαπραγματεύσεις επί διαπραγματεύσεων ανάμεσα στα δύο μέρη - τους εταίρους και την Ελλάδα - που όλες απέβαιναν άκαρπες.

Μόνο που το ένα μέρος, οι εταίροι προφανώς, ήταν πολύ πιο ισχυρό από το άλλο μέρος, τη χώρα μας. Και όσο κυλούσε ο χρόνος και η ελληνική κυβέρνηση δεν υποχωρούσε από τις βασικές θέσεις της και δεν υιοθετούσε τις νεοφιλελεύθερες αντικοινωνικές προτάσεις των εταίρων, τόσο ενέτειναν οι εταίροι τις πιέσεις τους. Ώσπου, όταν συνειδητοποίησαν ότι αυτή η κυβέρνηση είναι πραγματικά αποφασισμένη να τηρήσει τη λαϊκή εντολή, δηλαδή ουσιαστικά τη δημοκρατία, και όχι να την παραχαράξει, όπως έκαναν οι προηγούμενες κυβερνήσεις, άρχισαν να την εκβιάζουν και να την απειλούν ανοιχτά. Άρχισαν να της θέτουν με επιτακτικό τρόπο το εκβιαστικό και προδήλως αντιδημοκρατικό δίλημμα «ή εγκαταλείπετε πλήρως τις θέσεις και υιοθετείτε απόλυτα το ακραίο νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα μας ή σας πνίγουμε οικονομικά μέσω των τραπεζών οδηγώντας κατ' επέκταση την ελληνική κοινωνία σε αποσύνθεση».

Και όταν η κυβέρνηση άρχισε να αντιλαμβάνεται με τον πιο σκληρό και ωμό τρόπο ότι οι εταίροι προκειμένου να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντά τους μέσω της επιβολής της νεοφιλελεύθερης οικονομικής πολιτικής τους είναι αποφασισμένοι να μετουσιώσουν σε πράξη τις απειλές τους, δηλαδή να διαλύσουν μια ολόκληρη χώρα γράφοντας στα παλαιότερα των υποδημάτων τους τις ιδρυτικές συνθήκες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τις αξίες του διαφωτισμού, τις οποίες υποτίθεται ότι πρεσβεύει, έκανε ουσιαστικές υπαναχωρήσεις από το πρόγραμμά της και πρότεινε μέτρα που εξ' ορισμού δεν συνάδουν με το ιδεολογικό και πολιτικό υπόβαθρό της.

Οι εταίροι όμως αντιλαμβανόμενοι την ιδιαιτέρως δυσχερή θέση στην οποία είχε περιέλθει η κυβέρνηση δεν δέχτηκαν τα μέτρα που τους πρότεινε παρόλο που ήταν αυτά που απαιτούσαν τόσο καιρό. Θεώρησαν ότι η πλήρης αδυναμία της κυβέρνησης ήταν μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία να την ταπεινώσουν και εν συνεχεία να την ανατρέψουν παραδειγματίζοντας τους υπόλοιπους λαούς της Ευρώπης, και δη τον ισπανικό, λόγω των επερχόμενων εκλογών και την σοβαρής πιθανότητας νίκης του αριστερού κόμματος Podemos, για το τι παθαίνουν όσοι τολμούν να εκλέγουν κυβερνήσεις που διαφοροποιούνται από το επιβληθέν νεοφιλελεύθερο δόγμα. Με άλλα λόγια για να δείξουν στους άλλους λαούς της Ευρώπης τι παθαίνουν όσοι τολμούν να έχουν δημοκρατία στην πράξη και όχι μόνο σε τυπικό, κανονιστικό επίπεδο.

Και τότε ο πρωθυπουργός πήρε μια παράτολμη, γενναία μα πάνω από όλα βαθιά δημοκρατική απόφαση, να καταστήσει πρωταγωνιστή των εξελίξεων και δη της ιστορίας των ελληνικό λαό. Να αποφασίσει ο ελληνικός λαός κυρίαρχα μέσω δημοψηφίσματος αν αποδέχεται τα νεοφιλελεύθερα, αντικοινωνικά μέτρα λιτότητας που ήθελαν να επιβάλουν οι εταίροι.

Και παρόλο που το δημοψήφισμα διεξήχθη κάτω από συνθήκες, που αν μη τι άλλο δεν περιποιούν τιμή σε μια χώρα που θέλει να θεωρείται έστω και στοιχειωδώς δημοκρατική - όλοι θυμόμαστε τη πρωτόγνωρη για δημοκρατικό δυτικό κράτος βία που ασκήθηκε στον ελληνικό λαό από τους εταίρους και το εγχώριο κατεστημένο προκειμένου να αποδεχθεί τα μέτρα των ξένων (κλειστές τράπεζες, πρωτοφανή προπαγάνδα τρόμου από τη μεγαλύτερη μερίδα των ΜΜΕ, ωμοί εκβιασμοί και απειλές από τους έχοντες και κατέχοντες, εργοδότες προς τους εργαζομένους) - ο ελληνικός λαός έγραψε ιστορία λέγοντας ένα εκκωφαντικό «Όχι» στα μέτρα των εταίρων και αυτομάτως ένα μεγάλο «Ναι» στη δημοκρατία και στην αξιοπρέπειά του.

Και τότε εκείνη τη μοναδική, ανεπανάληπτη ευκαιρία που χάρισε ο λαός στον πρωθυπουργό να γράψει ΙΣΤΟΡΙΑ με όλη τη σημασία της έννοιας, απρόσμενα αυτός την πέταξε στον κάλαθο των αχρήστων. Ο πρωθυπουργός αντί να αξιοποιήσει αυτό το μεγάλο παλλαϊκό «Όχι» που είχε στα χέρια του για να κάνει την ιστορική υπέρβαση,

Και κανείς αναρωτιέται προς τι τελικά όλα αυτά; Οι μεγάλες υποσχέσεις προς τον ελληνικό λαό, οι σκληρές πεντάμηνες διαπραγματεύσεις, το δημοψήφισμα και ο θρίαμβος του λαού; Για ένα τρίτο αντιλαϊκό και αντικοινωνικό μνημόνιο, που τέτοιο δεν πήραν ούτε οι νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις του Παπανδρέου και του Σαμαρά; Και το χειρότερο όλων δεν είναι το καταστροφικό μνημόνιο που υπέγραψε η Αριστερά αλλά η βάναυση ματαίωση των προσδοκιών που η ίδια η κυβέρνηση και ο ίδιος ο πρωθυπουργός είχαν γεννήσει στον ελληνικό λαό, το σβήσιμο της ελπίδας που οι ίδιοι είχαν ανάψει.

Και όσοι αντιτείνουν ότι η ρήξη θα ήταν δέκα φορές χειρότερη από αυτή έστω τη συμφωνία, η απάντηση είναι ότι η Αριστερά οφείλει πάντα να είναι προετοιμασμένη για μεγάλα «Όχι» και ποτέ για ταπεινωτικά «Ναι». Εξάλλου όπως διάβασα και σε ένα άρθρο πρόσφατα η ιστορία γράφεται από τους «Αλιέντε» αυτού του κόσμου και όχι από τους «Μαρκεζίνηδες».

Δημοφιλή