Μέχρι να παρακολουθήσω το ντιμπέιτ Κλίντον-Τραμπ δεν ήμουν και τόσο σίγουρος ότι η Χίλαρι Κλίντον θα κερδίσει τις προεδρικές εκλογές. Τις τελευταίες ημέρες έχω ταξιδέψει σε τρεις διαφορετικές πολιτείες και έχω μιλήσει με αρκετούς Δημοκρατικούς και Ρεπουμπλικάνους. Όλοι τους περίμεναν με ανυπομονησία αυτή την πρώτη τηλεμαχία (η οποία μάλιστα πραγματοποιήθηκε την ίδια ακριβώς ημερομηνία με το θρυλικό ντιμπέιτ του Νίξον με τον Κένεντι στις 26 Σεπτεμβρίου του 1960). Και οι περισσότεροι συμφωνούν ότι οι αμερικανοί ψηφοφόροι είναι οργισμένοι με τις ηγεσίες τους για διαφορετικούς λόγους.
Επιχειρώντας να υπερβώ τα στερεότυπα αναφορικά με το προφίλ των υποστηρικτών του Τραμπ, αποφάσισα να παρακολουθήσω το ντιμπέιτ σε ένα δείπνο που οργάνωσαν υποστηρικτές του Ρεπουμπλικανικού κόμματος σε μια πελώρια αίθουσα του καζίνο «Ατλαντίς» στη Νεβάδα. Αφού πλήρωσα το εισιτήριο εισόδου, μου χορήγησαν ένα κουπόνι για την ροτόντα του φαγητού, μια χάρτινη αμερικανική σημαία και ένα ερωτηματολόγιο για να συμπληρώσω μετά τη λήξη της τηλεμαχίας, δηλώνοντας τον νικητή του ντιμπέιτ. Καθώς οι δημοσκοπήσεις δείχνουν προβάδισμα της Χίλαρι Κλίντον, είναι σαφές γιατί αυτή η τηλεμαχία είτε θα ξεκλείδωνε τη δυναμική αυτή είτε θα την αναχαίτιζε. Τελικά, το πρώτο ντιμπέιτ το κέρδισε η Χίλαρι. Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή.
Ο Τραμπ ξεκίνησε επιθετικά. Στην αρχή ξεδίπλωσε με άνεση τα σλόγκαν και τις προσβολές, στις οποίες χτίστηκε η προεκλογική εκστρατεία του. Θυμίζοντας έναν γέρικο σκύλο που γρυλίζει, υποσχέθηκε ότι θα φέρει τις επιχειρήσεις πίσω στις Ηνωμένες Πολιτείες, ότι θα δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας και ευνοϊκές συνθήκες φορολογίας για τις εταιρείες που έχουν διαφύγει στο Μεξικό και την Κίνα. Ωστόσο, η Χίλαρι αποδείχθηκε γάτα και άριστα προετοιμασμένη: αφήνοντας τον στην αρχή να ξεθυμάνει, σιγά σιγά τον παρέσυρε σε δύσβατα μονοπάτια, διαμορφώνοντας την ατζέντα της συζήτησης πάνω σε θέματα, όπως η εξωτερική πολιτική, η άρνηση του να αποκαλύψει την επιστροφή φόρου και η ταραχώδης σχέση του με την αλήθεια.
Κάθε φορά που ο Τραμπ έκανε επιθέσεις στο «σύστημα», το έπραττε με πειστική δεξιοτεχνία, δανειζόμενος μάλιστα άφθονη ρητορική από εκείνη που χρησιμοποιούσε ο Μπέρνι Σάντερς ενάντια στην Κλίντον, επενδύοντας στο γενικότερο αντισυστημικό κλίμα που υπάρχει στο εκλογικό σώμα. Όταν, όμως, έφθανε η ώρα να προτείνει λύσεις στα προβλήματα που έθιγε, η ρητορική του θύμιζε Μουσολίνι. «Χρειαζόμαστε περισσότερο νόμο και τάξη» επαναλάμβανε εμφατικά αρκετές φορές.
Το πρώτο λάθος που έκανε ο Τραμπ ήταν η απάντηση «Well, that makes me smart» στην κριτική της Χίλαρι, η οποία υπονόησε ότι η άρνηση του να αποκαλύψει την επιστροφή φόρου σημαίνει ότι είτε δεν είναι όσο πλούσιος ισχυρίζεται ή ότι απλούστατα προσπαθεί να αποκρύψει το γεγονόες ότι δεν πληρώνει φόρους. Αν κρίνω από την αγωνία πολλών Ρεπουμπλικάνων για την υψηλή φορολογία που καλούνται να πληρώνουν, είναι τουλάχιστον αντιφατικό, αν όχι προσβλητικό, ο υποψήφιος πρόεδρος τους να υπερηφανεύεται ότι είναι ιδιοφυής, επειδή μπορεί και καταρθώνει να παραμένει αδιαφανής.
Το δεύτερο λάθος του Τραμπ ήταν ότι, μολονότι δεν έχανε την ψυχραιμία του στην προσπάθεια του να αμυνθεί στις κατηγορίες της Κλίντον, ήταν πολύ κακός στην απόκρουση των επιχειρημάτων της. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα και να δυσκολεύεται να ελέγξει τη ροή της συζήτησης, δείχνοντας πρόχειρος και να προσβάλλει αρκετές φορές τον συντονιστή του ντιμπέιτ, εμποδίζοντας τον να μιλήσει.
Και ενώ η Χίλαρι δεν διατύπωνε τα προβλήματα όσο εξπρεσιονιστικά και άμεσα μπορούσε ο ίδιος, κατόρθωνε, όμως, στο τέλος να προσφέρει επιχειρήματα που έμοιαζαν με λύσεις στα προβλήματα που είχαν ήδη τεθεί. Αντίθετα, ο Τραμπ άρχισε σταδιακά να παρασύρεται στην άμυνα, καταφεύγοντας σε επαναλήψεις απλουστευτικών σλόγκαν και πηδώντας από το ένα θέμα στο άλλο, με αποτέλεσμα η έλλειψη συνοχής τελικά να τον προδίδει.
Το τρίτο λάθος του Τραμπ ήταν η, σχεδόν χαοτική, αντίληψη του για την εξωτερική πολιτική και την εθνική ασφάλεια, κάτι που η Κλίντον κατάφερε με πονηρό τρόπο να ανασύρει στην επιφάνεια. Ο πόλεμος στο Ιράκ, ο ISIS, η συμφωνία με το Ιράν, η Σαουδική Αραβία, η Βόρεια Κορέα, η Ρωσία, η Κίνα και o cyber ανταρτοπόλεμος αφέθηκαν επίτηδες να ανακατευθούν στον καταγγελτικό αχταρμά του Τραμπ. Αυτό οδήγησε τον Ρεπουμπλικάνο υποψήφιο να φαίνεται ταυτόχρονα άσχετος και απροετοίμαστος. Μάλιστα, σε μια προσπάθεια του να ξελογιάσει το μεγάλο μέρος των εβραίων ψηφοφόρων της Αμερικής, έσπευσε να αναφερθεί στη συνάντηση που είχε με τον πρωθυπουργό του Ισραήλ, Μπέντζαμιν Νετανιάχου, χωρίς στα αλήθεια να πει κάτι περισσότερο από ό,τι απλώς τον συνάντησε.
Το τέταρτο λάθος του Τραμπ ήταν ότι ουσιαστικά αφέθηκε να θερίσει ό,τι έσπειρε κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του. Δεν έπεισε ότι δεν είναι ρατσιστής, ότι δεν είναι συνωμοσιολόγος, ψεύτης και μισογύνης.
Ωστόσο, το πιο κομβικό σημείο, το οποίο η Χίλαρι Κλίντον πέτυχε να αναδείξει μέσα από την εξέλιξη του ντιμπέιτ είναι ότι ο Ντόναλντ Τραμπ είναι οκνηρός. Είναι, μάλιστα τόσο οκνηρός (δεν προσπαθεί καν να απεγκλωβιστεί από όλα εκείνα που -εγγυημένα- υπονομεύουν τις θέσεις και την στρατηγική του), ώστε να είναι τελικά ακατάλληλος για να γίνει ο επόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ. Στον αντίποδα, η Χίλαρι στάθηκε απεναντί του ως μια stateswoman, έτοιμη αναλάβει τον ρόλο της στο οβάλ γραφείο, συγκροτημένη, ψύχραιμη και ανθεκτική. Καθώς το ντιμπέιτ έφθανε προς τη λήξη του, ο Τραμπ την προκάλεσε λέγοντας της ότι δεν έχει σθένος για να γίνει πρόεδρος. Ήταν αρκετά αργά για να την προσβάλει, αφού ο ίδιος αγκομαχούσε να συνοψίσει ένα πλήρες και οριστικό μήνυμα.
Παρατηρώντας μετά το τέλος του ντιμπέιτ τους συνδαιτημόνες μου, όλοι τους σχεδόν hardcore Ρεπουμπλικάνοι, δεν θα έλεγα ότι συμφωνούν με τα συμπεράσματα μου. Όσες φορές κατά τη διάρκεια της τηλεμαχίας ακουγόταν το όνομα του Μπιλ Κλίντον ή του Μπαράκ Ομπάμα γιούχαραν και συνέχιζαν να καταβροχθίζουν τα μπουρίτο τους. Κάθε φορά που ο Τραμπ προσέβαλε την Χίλαρι χειροκροτούσαν και γέλαγαν δυνατά. Για εκείνους, ακόμη και μετά την πανθολογούμενη έκβαση του ντιμπέιτ υπέρ της Χίλαρι, ο Ντόναλντ Τραμπ παραμένει ο καταλληλότερος επόμενος πρόεδρος. Οι υποστηρικτές του Τραμπ είναι εξαιρετικά παθιασμένοι, οργανωμένοι και εξοργισμένοι με τις ελίτ, ώστε να θεωρούν ότι είναι ένας από αυτούς: ασυμβίβαστος και έτοιμος να ταράξει το κατεστημένο της Ουάσινγκτον και να ξαναζωντανέψει την μεσαία τάξη.
Μετά το ντιμπέιτ είμαι σίγουρος ότι η νίκη της Χίλαρι Κλίντον είναι ο καλύτερος δρόμος για το μέλλον των Ηνωμένων Πολιτειών και για την θέση τους στον σύνθετο και εύθραυστο παγκόσμιο σύμπαν.
Ωστόσο, κοιτώντας γύρω μου στην αίθουσα για τελευταία φορά, κατάλαβα ότι για τον μέσο αμερικανό πολιτή, οι σύνθετες μεταβλητές που καθορίζουν την ανάπτυξη ή την εξωτερική πολιτική δεν σημαίνουν και πολλά πράγματα σε αυτή την συγκυρία. Επομένως, ενώ η Χίλαρι είναι η νικήτρια του πρώτου ντιμπέιτ, υπάρχει μια καταιγιστική και αδιευκρίνιστη ομίχλη που δεν έχει εξαντλήσει τη δυναμική της και νοσταλγεί την εποχή του Ρόναλντ Ρίγκαν, τον Ψυχρό Πόλεμο και μια εκδοχή της οικονομίας που είναι δεμένη με την εθνική οικονομία, μακριά από τους παράξενους νομάδες της παγκοσμιοποίησης.