Από το Νταβός στο Κολωνάκι, είναι αργά για διαπιστώσεις

Η αλήθεια, μπορεί να μην είναι μια, είναι σίγουρα απλούστερη: πρέπει να σταματήσουμε να περιμένουμε από την νωθρή ελίτ να μας εγχειρήσει το επόμενο μεγάλο αφήγημα εξόδου από την κρίση. Για την ακρίβεια, πρέπει να σταματήσουμε να ψάχνουμε το μεγάλο αφήγημα για να εξηγήσουμε όσα έγιναν και συμβαίνουν στην Ελλάδα. Δεν υπάρχει κανένα μεγάλο αφήγημα. Το μοναδικό αφήγημα είναι ότι (σχεδόν) όλοι -εφτά χρόνια μετά την έναρξη αυτής της θλιβερής εποχής- είμαστε πιο φτωχοί, πιο μίζεροι και πιο αδρανείς. Με σχεδόν ελάχιστες επιλογές. Κανένα μεγάλο αφήγημα δεν μας κατέστρεψε και κανένα μεγάλο αφήγημα δεν θα μας σώσει.
VINCENZO PINTO via Getty Images

Το 2017 άρχισε δυσάρεστα για την τζετ σετ ιντελιγκέντσια που συναντήθηκε στο Νταβός για ομαδική θεραπεία από το σοκ του Ντόναλντ Τραμπ και του Brexit. Πάνε οι εποχές, όταν οι εύθυμοι υπέρμαχοι των νέων τεχνολογιών ήταν προσηλωμένοι στις εκθέσεις εταιρικής κοινωνικής υπευθυνότητας και στην εκπόνηση συνταγών βιώσιμης ανάπτυξης για την 4η Βιομηχανική Επανάσταση. Τόσες και τόσες -αριστοτελικής διαύγειας- συνεδρίες για την πολυπλοκότητα του εγχειρήματος της παγκοσμιοποίησης υπερτίμησαν την περίφημη συναίνεση ανάμεσα στους Δημοκρατικούς και τους Ρεπουμπλικάνους. Και ορίστε τα αποτελέσματα: το «αντισυστημικό» white trash αποδομεί με δημαγωγία την πολυπολιτισμικότητα και αμφισβητεί ευθέως αν η δημοκρατία είναι προαπαιτούμενο, όχι μόνο για την παγκόσμια ανάπτυξη, αλλά για οτιδήποτε.

Στου κουφού την πόρτα και η κραυγή της γενικής διευθύντριας του ΔΝΤ, η οποία διατύπωσε «την ανάγκη οι παγκόσμιοι θεσμοί να λαμβάνουν υπόψη τους τη σημασία της ανισότητας και τις απαντήσεις που πρέπει να δοθούν σε αυτή». Λίγες γουλιές από το ατομικό Πελεγκρίνο είναι πάντα αρκετές, ώστε η κουβέντα να επιστρέψει σε νηφάλια μονοπάτια, όπως στις περικοπές φορολογίας των επιχειρήσεων και στα οφέλη από την αποδιοργάνωση των συνδικάτων.

Tο «αντισυστημικό» white trash αποδομεί με δημαγωγία την πολυπολιτισμικότητα και αμφισβητεί ευθέως αν η δημοκρατία είναι προαπαιτούμενο, όχι μόνο για την παγκόσμια ανάπτυξη, αλλά για οτιδήποτε.

«Ηγεσία! Ηγεσία! Χρειαζόμαστε ηγεσία!» ακουγόταν από ένα παράλληλο πάνελ, το οποίο είχε επιφορτιστεί να διερευνήσει την διαδικασία για την σμίλευση νέων ηγετών. Στα παρασκήνια, βέβαια, το θέμα για το οποίο όλοι ψιθύριζαν ήταν το, αν και πόσο ενισχυμένο, από τις πολιτικές Τραμπ αναδεικνύεται το πανίσχυρο δίκτυο των συντηρητικών δισεκατομμυριούχων αδερφών Koch. Την στιγμιαία ανησυχία τελικά διαδέχθηκε η ανακούφιση ότι τόσες και τόσες ομιλίες TΕD έχουν εγγράψει στην παγκόσμια συνείδηση ότι οι κυβερνήσεις και τα κράτη πρέπει να διοικούνται όπως οι επιχειρήσεις. Ακόμη και αν πρόκειται για τις επιχειρήσεις του Τραμπ.

Επομένως, ας είμαστε ειλικρινείς. Η παγκοσμιοποίηση συνδυάζεται μια χαρά με μια εθνικιστική και εταιρική ρητορική της διακυβέρνησης τύπου Τραμπ, όπου το αφεντικό αποφασίζει για όλα και οι μέτοχοι παίρνουν τα κέρδη. Απλώς, για να αφουγκραστούμε και τις ανησυχίες της κ. Λαγκάρντ, η παγκοσμιοποίηση γίνεται περισσότερο άνιση, αδιαφανής και επικίνδυνη ως διαδικασία. Η ροή του χρήματος είναι δεδομένη και κανείς δεν φαίνεται να θέλει να την αμφισβητήσει.

Έφτασε η εποχή που, αντίθετα με τα κηρύγματα (και τον διαλογισμό) της τζετ σετ ιντελιγκέντσια, αποδεικνύεται απλώς μια ονείρωξη κάποιων το γεγονός ότι «δεν νοείται παγκοσμιοποίηση χωρίς κοινωνία των πολιτών και ατομικά δικαιώματα». Μια χαρά νοείται. Στον ετήσιο δείκτη δημοκρατικότητας, η Σιγκαπούρη μόλις μετά βίας βρίσκεται στην κατηγορία της ατελούς δημοκρατίας (είναι πιο κοντά στα υβριδικά καθεστώτα), αλλά αποτελεί μεγάλο παράδειγμα οικονομικής ανάπτυξης, τεχνολογικής και εμπορικής προόδου, με αμφιλεγόμενους δημοκρατικούς θεσμούς και χωρίς κάποιο ειδικό συγκριτικό πλεονέκτημα (όπως π.χ. στην περίπτωση της Κίνας είναι η έκταση του εργατικού δυναμικού). Η Σιγκαπούρη είναι μια «ανοιχτή», μη δημοκρατική χώρα που λειτουργεί σαν ελβετικό ρολόι.

Την ώρα που η διεθνής κοσμοπολίτικη τάξη των διανοουμένων αναστοχάζεται πάνω στα αδιέξοδα της παγκοσμιοποίησης, η εγχώρια ιντελινγκέντσια (ας την αποκαλέσουμε «νωθρή ελίτ») διεκδικεί εποικοδομητικό ρόλο στην ανάλυση για το τι φταίει με την Ελλάδα. Ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης με το φωτοστέφανο του ανολοκλήρωτου εκσυγχρονισμού υπενθυμίζει ότι το πραγματικό success story της Μεταπολίτευσης πραγματοποιήθηκε μεταξύ 1994 και 2004. Ως γνήσιος κοσμοπολίτης, ο πρώην πρωθυπουργός, πιστεύει στην οικουμενική αλήθεια, αλλά δεν είναι και σίγουρος («το πρώτο μνημόνιο δεν ήταν μονόδρομος»). Όσοι διαφωνούν με τον κ. Σημίτη, κατηγορώντας τον για επιλεκτική μνήμη, θεωρείται ότι μάλλον επιδεικνύουν τυπική πλειβιακή συμπεριφορά: μισούν ό,τι δεν κατανοούν. Ωστόσο, αν αναλογιστούμε το επίπεδο και το στυλ διακυβέρνησης των κυβερνήσεων που διαδέχθηκαν την εποχή Σημίτη, θα συμφωνήσουμε μαζί του. Έστω και επιλεκτικά.

Άλλοι εκπρόσωποι της νωθρής ελίτ μελαγχολούν γιατί η κεντροαριστερή και κεντροδεξιά καμαρίλα δεν λαμβάνει χώρα σε μεζονέτες-τούρτα ή φουσκωτά, αλλά σε πληκτικά διαμερίσματα μεταξύ Εξαρχείων και Κολωνακίου. Ορισμένοι αναθεματίζουν την προσπάθεια του προεδρικού ΣΥΡΙΖΑ να μεταλλαχθεί σε post-truth ΠΑΣΟΚ, ώστε να συντονιστεί με την εποχή Τραμπ. Τέλος, κάποιοι άλλοι, έχουν διακόψει την αναζήτηση ενός νέου παραγωγικού μοντέλου και ψάχνουν τον δολοφόνο του ΔΟΛ στα πιο πιθανά και...απίθανα μέρη!

Η αλήθεια, μπορεί να μην είναι μία, είναι σίγουρα απλούστερη: πρέπει να σταματήσουμε να περιμένουμε από την νωθρή ελίτ να μας εγχειρήσει το επόμενο μεγάλο αφήγημα εξόδου από την κρίση. Για την ακρίβεια, πρέπει να σταματήσουμε να ψάχνουμε το μεγάλο αφήγημα για να εξηγήσουμε όσα έγιναν και συμβαίνουν στην Ελλάδα. Δεν υπάρχει κανένα μεγάλο αφήγημα. Το μοναδικό αφήγημα είναι ότι (σχεδόν) όλοι -εφτά χρόνια μετά την έναρξη αυτής της θλιβερής εποχής- είμαστε πιο φτωχοί, πιο μίζεροι και πιο αδρανείς. Με σχεδόν ελάχιστες επιλογές. Κανένα μεγάλο αφήγημα δεν μας κατέστρεψε και κανένα μεγάλο αφήγημα δεν θα μας σώσει.

Δημοφιλή