Οικονομική κρίση και Δημοκρατία: «Βορράς και Νότος στην Ευρώπη»

Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, μετατράπηκε σε κρίση του ευρώ και αυτή με τη σειρά της σε κρίση της δημοκρατίας, ή αλλιώς τη μεταδημοκρατία που βιώνουμε σήμερα. Η μορφή δηλαδή του δημοκρατικού πολιτεύματος στο οποίο υπάρχουν μεν οι θεσμοί των εκλογών και του κοινοβουλίου, καθορίζονται ωστόσο από εξωτερικούς παράγοντες, που έχουν άλλα κίνητρα και πεποιθήσεις. Σε κάθε περίπτωση η οικονομική κρίση δημιούργησε μαζί με τις αντιφάσεις του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, αμφίβολες νέες πολιτικές πρακτικές, οι οποίες οδηγούν στην εξουδετέρωση της δημοκρατικής φόρτισης των θεσμών στο όνομα των έκτακτων δημοσιονομικών αναγκών.
nevarpp via Getty Images

Ένα από τα φλέγοντα θέματα της τελευταίας δεκαετίας που έχει παγιώσει την θέση του στην επικαιρότητα σε τέτοιο βαθμό, ώστε να αποτελεί πλέον έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες στην εξέλιξη και διαμόρφωση των κοινωνιών παγκοσμίως, είναι η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και οι συνέπειές της που συνεχίζονται. Οι καθημερινοί προβληματισμοί, που απασχολούν ολοένα και περισσότερο από τον πιο απλό, μέχρι και τον ανώτατο ακαδημαϊκό πολίτη, επικεντρώνονται σήμερα στην Ευρώπη και συγκεκριμένα στον διαχωρισμό της σε βορρά και νότο. Η ολοένα αυξανόμενη πολιτική αστάθεια και διαμόρφωση της δημοκρατίας, σε συνδυασμό με την κρίση του νομίσματος, είναι θα λέγαμε η αφορμή που κάνει πολλούς να πιστεύουν ότι η κρίση του ευρώ όχι μόνο δεν έχει αντιμετωπιστεί, αλλά με την τρέχουσα πολιτική επεκτείνεται προς μια κατεύθυνση απόλυτης ανισορροπίας του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.

Στις ΗΠΑ για την αντιμετώπιση της κρίσης, εφαρμόστηκε επεκτατική και συντονισμένη μακροοικονομική πολιτική. Με απεριόριστες χαμηλότοκες δανειοδοτήσεις των τραπεζών και στήριξη ανά περίπτωση τραπεζών που επηρεάστηκαν. Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (εφεξής Fed) μείωσε το βασικό της επιτόκιο από 5,25% τον Σεπτέμβριο του 2007 στο 0% με 0,25% τον Δεκέμβριο του 2008. Μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers, εγκρίθηκε από τον George W. Bush, πακέτο στήριξης αποκαλούμενο ως η «Μεγάλη Διάσωση» με $700 δισ., για την διάσωση του τραπεζικού συστήματος στις ΗΠΑ και αργότερα ακολούθησε ένα επιπλέον, με την υπογραφή του προέδρου Barack Obama. Καμπή στην κρίση στις ΗΠΑ ήταν ο Μάιος του 2009, η απόφαση της κυβέρνησης να δημοσιεύει τα αποτελέσματα ασκήσεων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων (stress tests) των Αμερικανικών τραπεζών. Όπως αποδείχτηκε ήταν ένας εύστροφος τρόπος να ανακτηθεί η αξιοπιστία του τραπεζικού συστήματος, ιδιαίτερα την συγκεκριμένη χρονική στιγμή, δηλαδή αφού είχαν διανεμηθεί τα πακέτα διάσωσης. Το 2010, η σταδιακή ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας οδήγησε σε σχετική σταθεροποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (εφεξής ΕΚΤ) προχώρησε πιο διστακτικά στη μείωση των επιτοκίων, καθώς περιορίστηκε από την βασική της αποστολή, που είναι η διατήρηση χαμηλού πληθωρισμού. Η ΕΚΤ ξεκίνησε τις μειώσεις μόλις τον Οκτώβριο του 2008 από το 4,25% στο 1% τον Ιούνιο του 2009. Η αντίδραση της αποδείχτηκε πολύ πιο συντηρητική από της Fed. Αυτό φαίνεται από την πολιτική των επιτοκίων που περιγράψαμε προηγουμένως. Φαίνεται όμως, και από την χρήση έκτακτων μέτρων παροχής ρευστότητας. Ενώ η ΕΚΤ αναγκάστηκε να καταφύγει και αυτή σε μη συμβατικά μέτρα νομισματικής πολιτικής, ώστε να διοχετεύσει ρευστότητα στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, το ενεργητικό της αυξήθηκε πολύ λιγότερο από το αντίστοιχο ενεργητικό της Fed.

Όσον αφορά την κρίση της ευρωζώνης, η κυρίαρχη άποψη για τα αίτια της είναι ότι ορισμένες χώρες ήταν ενάρετες ενώ άλλες δεν ήταν. Κάποιοι ακολούθησαν τους κανόνες, ενώ άλλοι δεν το έκαναν. Συχνά γίνεται λόγος για την αποτυχία της νότιας Ευρώπης να υλοποιήσει διαρθρωτικές αλλαγές και ως αποτέλεσμα αυτού, είναι η δραματική απώλεια της ανταγωνιστικότητας στην περιφέρεια. Ως το πιο συνηθισμένο παράδειγμα πλέον, είναι η Ελλάδα με την κακοδιαχείριση των δημόσιων οικονομικών της. Το μήνυμα που προωθείται από την κρίση, είναι ότι όλες οι οικονομίες της ευρωζώνης θα πρέπει να αντιγράψουν την Γερμανία, ώστε να υλοποιήσουν τις μεταρρυθμίσεις των οικονομιών τους και να μάθουν να ζουν με αυτά που έχουν.

Τα αντίθετα πλέον άκρα της Ευρωζώνης βορρά και νότου, υπόκεινται σε μια καθόλου περίεργη σύγκρουση μεταξύ τους, με κατηγορίες που εκτοξεύονται όσον αφορά τα μερίδια ευθύνης. Η μεν βόρεια πλευρά με πρωταγωνιστή την Γερμανία, ζει μέχρι και σήμερα κάτω από τα όρια των δυνατοτήτων της, εκμεταλλευόμενη τους εταίρους της εμπορικά, ενώ η νότια ζούσε για μεγάλο διάστημα αρκετά πάνω από τα όρια της, εκμεταλλευόμενη τους εταίρους της χρηματοπιστωτικά. Οι ανισότητες αυτές εντός ενιαίου νομίσματος, δημιούργησαν μεγάλες ανισορροπίες στο πεδίο της ανταγωνιστικότητας, κυρίως εις βάρος των χωρών του νότου.

Ο απόλυτος κυρίαρχος σήμερα στην Ευρώπη είναι η παγκόσμια χρηματοπιστωτική αγορά. Οι χρηματαγορές υπαγορεύουν σε κάθε χώρα το ύψος των μισθών και των συντάξεων, τις περικοπές των κοινωνικών δαπανών, τις ιδιωτικοποιήσεις, το δείκτη ανεργίας. Αν κριθεί απαραίτητο, κατονομάζουν άμεσα και τους επικεφαλής κυβερνήσεων, διαλέγοντας τους λεγόμενους «ειδικούς» των χρηματαγορών. Οι σημερινές κυβερνήσεις της Ευρώπης αδιαφορούν για τις λαϊκές διαμαρτυρίες, τις απεργίες, τις μαζικές κινητοποιήσεις, προσέχουν μόνο την άποψη και τις προτεραιότητες των χρηματαγορών και των οίκων αξιολόγησης.

Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, μετατράπηκε σε κρίση του ευρώ και αυτή με τη σειρά της σε κρίση της δημοκρατίας, ή αλλιώς τη μεταδημοκρατία που βιώνουμε σήμερα. Η μορφή δηλαδή του δημοκρατικού πολιτεύματος στο οποίο υπάρχουν μεν οι θεσμοί των εκλογών και του κοινοβουλίου, καθορίζονται ωστόσο από εξωτερικούς παράγοντες, που έχουν άλλα κίνητρα και πεποιθήσεις. Σε κάθε περίπτωση η οικονομική κρίση δημιούργησε μαζί με τις αντιφάσεις του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, αμφίβολες νέες πολιτικές πρακτικές, οι οποίες οδηγούν στην εξουδετέρωση της δημοκρατικής φόρτισης των θεσμών στο όνομα των έκτακτων δημοσιονομικών αναγκών.

Η σημερινή ηγεσία της Ευρώπης υπό την αιγίδα των πλεονασματικών χωρών του βορρά, ενώ έχει δεσμευτεί για την υλοποίηση της ενοποιητικής διαδικασίας, προωθεί μάλλον τη δημιουργία μιας ανταγωνιστικής κοινότητας όπου όλα τα ευρωπαϊκά κράτη εξαναγκάζονται προς μια νεοφιλελεύθερη οικονομική κατεύθυνση. Η πολιτική αυτή παράγει με τη σειρά της αυταρχικές αντιστάσεις με έντονο λαϊκιστικό χαρακτήρα, μέσα από πολιτικούς φορείς που υποτίθεται ότι εκπροσωπούν τα συμφέροντα των κοινωνικά ασθενέστερων. Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, ειδικότερα τα δεξιά λαϊκιστικά κόμματα, έχουν ήδη καθιερωθεί σε τέτοιο βαθμό που απειλούν τις δημοκρατικές δομές.

Το μέλλον της Ευρώπης είναι αβέβαιο και η ολοένα εντεινόμενη πολιτική αστάθεια κάνει τα πράγματα ακόμη πιο δύσκολα. Χρειάζεται καλύτερος συντονισμός σε διεθνές επίπεδο, όπως και άμεση αποκατάσταση των όρων «πλεονασματικός βορράς» και «ελλειμματικός νότος». Πρέπει να επιτευχθεί ο εκδημοκρατισμός της πολιτικής και οικονομικής διακυβέρνησης, ώστε να γίνει εφικτή η θεμελιώδης αλλαγή του οικονομικού μοντέλου, που συνεχίζει και βαθαίνει τις ρωγμές που έχει ήδη υποστεί το «ευρωπαϊκό όραμα».

* Το άρθρο αποτελεί μέρος επιστημονικής εργασίας με τίτλο: «Οικονομική κρίση και Δημοκρατία»

Δημοφιλή