Η σύγχρονη τάση του brain drain ως πρόβλημα φορολογικού ενδιαφέροντος στην εποχή της οικονομικής κρίσης

Με άλλα λόγια, έχουν επενδυθεί χρήματα φορολογουμένων για την εκπαίδευση Ελλήνων, οι οποίοι όμως δεν αξιοποιούνται στο εσωτερικό, αλλά στην αλλοδαπή. Βάσει συγκεκριμένων υπολογισμών, η εκτιμώμενη απώλεια φορολογικών εσόδων για την ελληνική οικονομία ανέρχεται ετησίως σε €9,1 δισ. (εκτίμηση Endeavor Greece της 19.7.2016). Από το ποσό αυτό, το ελληνικό κράτος απώλεσε ειδικότερα €7,9 δισ. από φόρους εισοδήματος και εισφορές και €1,2 δισ. από ΦΠΑ εκ μέρους ελλήνων πολιτών που έχουν μεταναστεύσει στο εξωτερικό.
sooc

Είναι γνωστό ότι στην Ελλάδα και στο πλαίσιο και της μακρόχρονης δυσμενούς διεθνούς μακροοικονομικής συγκυρίας, η εκδήλωση και δυναμική του φαινομένου της εκροής και μαζικής φυγής στο εξωτερικό του πλέον υγιούς και παραγωγικού τμήματος του ανθρώπινου δυναμικού της Χώρας (brain drain), έχει λάβει πρωτοφανείς διαστάσεις. Βέβαια, ιστορικά και παραδοσιακά, η Ελλάδα συγκαταλέγεται στις χώρες με πλούσια εμπειρία αποδημίας ιδίως μετά από έντονες υφεσικές διαταραχές που διεύρυναν το χάσμα ευημερίας της Χώρας σε σχέση με πιο ανεπτυγμένα κράτη και τροφοδότησαν μαζική φυγή Ελλήνων, ανειδίκευτων εργατών και αγροτών, χαμηλού μορφωτικού επιπέδου, που αναζητούσαν νέες ευκαιρίες και δυνατότητες προόδου σε «υπερωκεάνιες χώρες» (ΗΠΑ, Αυστραλία, Καναδάς, Ν. Αφρική), αλλά και στη Γερμανία και το Βέλγιο.

Πάντως, η ισχυρή εκδήλωση της κλιμακούμενης εκροής ανθρώπινου δυναμικού με υψηλής ποιότητας μόρφωση, εξειδίκευση και επαγγελματική εμπειρία από την Ελλάδα και κυρίως προς ευρωπαϊκές χώρες, δηλ. τη Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, η οποία άρχισε να αυξάνεται απότομα από το 2010, φαίνεται και για τα επόμενα έτη να επιμένει, παρά τη σταδιακή αποκλιμάκωση της ύφεσης -πάντα με τις σοβαρές μόνιμες ενδογενείς αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας- από το 2012.

Αναλυτικότερα, αυτό αποδεικνύουν στατιστικές βάσεις δεδομένων της ΕΛΣΤΑΤ, της Eurostat και του ΟΟΣΑ με βάση την καταγραφή των εξερχόμενων μεταναστών στη χώρα αναχώρησης και παραμονής. Σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία, ο αριθμός των μονίμως εξελθόντων κατοίκων Ελλάδος ηλικίας 15-64 ετών το 2013 ήταν σχεδόν τριπλάσιος από ο,τι το 2008, ξεπερνώντας τις 100 χιλιάδες άτομα. Σωρευτικά, μεταξύ των ετών 2010 και 2013 σχεδόν 209 χιλιάδες Έλληνες υπήκοοι και σχεδόν 187 χιλιάδες μη Έλληνες υπήκοοι, μόνιμοι κάτοικοι Ελλάδος, εξήλθαν μόνιμα από τη Χώρα. Το 2014 ο αριθμός των εξερχομένων μεταναστών εκτιμάται σε 106,8 χιλιάδες από ΕΛΣΤΑΤ και Eurostat (2013). Πρόκειται για εκροή ανθρώπινου κεφαλαίου που αφορά κυρίως το πλέον νεανικό, ανταγωνιστικό και φιλόδοξο τμήμα του εργατικού δυναμικού της Χώρας.

Παρόμοια συμπεράσματα αναφορικά με τα ποσοτικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά των εξερχομένων μεταναστών αντλούνται και από τα στατιστικά στοιχεία του Ευρωπαϊκού Κέντρου για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης (CEDEFOP), κατά τα οποία ο αριθμός των επισκέψεων σχετικά με βιογραφικά σημειώματα Europass από την Ελλάδα για το 2014 διατηρήθηκε υψηλός (310,5 χιλιάδες), κοντά στα επίπεδα του 2013 (327,4 χιλιάδες). Το δε πρώτο επτάμηνο του 2015 -όταν υιοθετήθηκαν νέα μέτρα οικονομικής προσαρμογής στο πλαίσιο του τρίτου προγράμματος χρηματοδοτικής διευκόλυνσης προκειμένου να επιτευχθούν οι αναθεωρημένοι δημοσιονομικοί στόχοι- αν και ο ίδιος αριθμός παρουσίασε κάμψη, έφθασε τις 190,5 χιλιάδες, σχεδόν διπλάσιος από ο, τι το 2008.

Επομένως, γίνεται αντιληπτό, κατά την αποτίμηση κόστους και οφέλους, ότι το φαινόμενο "brain drain" στην Ελλάδα έχει ήδη αναπτύξει μια πρωτόγνωρη δυναμική όσον αφορά το μέγεθος, την ένταση και τη διάρκειά του, επηρεάζοντας σαφώς αρνητικά τους δημογραφικούς ρυθμούς, και την ποιότητα του εναπομένοντος αποθέματος εγχώριου εργατικού δυναμικού, και, κατ' επέκταση, την απόδοση του εθνικού κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος και τη χρηματοδότηση αυξημένης συνολικής εθνικής δαπάνης για την εκπαίδευση και κατάρτιση ανθρώπινου δυναμικού από το Δημόσιο με μάλλον αρνητικό καθαρό τελικό αποτέλεσμα, με ταυτόχρονη περικοπή επενδυτικών δαπανών από τομείς που επίσης επιφέρουν εν δυνάμει θετικό πολλαπλασιαστικό αντίκτυπο στην ανάπτυξη, όπως οι δημόσιες υποδομές και η υγεία.

Αν και είναι νωρίς να διαπιστωθεί η μετρήσιμη επίπτωση της «διαρροής εγκεφάλων» στα εθνικά μακροοικονομικά μεγέθη, είναι χαρακτηριστικό ότι η υψηλή μέση δημόσια δαπάνη για την παιδεία (4,5% του ΑΕΠ το 2013, έναντι 5% για την ΕΕ-28 σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ) μάλλον δεν έχει αποδειχθεί ακόμη αρκετά επαρκής να προσελκύσει, αναδείξει και συντηρήσει νέα ταλέντα, ώστε βαθμιαία να ανακοπεί η αιμορραγία ανθρώπινου δυναμικού. Η σημαντική μείωση της δαπάνης για έρευνα και τεχνολογία, η περιορισμένη εξωστρέφεια της εθνικής οικονομίας, η έξαρση της ανεργίας ως σύμπτωμα της τοπικής μακροοικονομικής συγκυρίας κατέστησαν, σύμφωνα με έκθεση του ΟΟΣΑ, την Ελλάδα έναν από τους μεγαλύτερους τροφοδότες επιστημόνων με βάση τις εκτιμήσεις των δεικτών ανταγωνιστικότητας του World Economic Forum για το 2015 και 2016.

Κατόπιν τούτων, βέβαια, αποτελεί λογικό συμπέρασμα ότι το ελληνικό brain drain έχει ιδιαίτερη σημασία και από φορολογικής άποψης.

Και τούτο διότι η απώλεια ανθρώπινου δυναμικού συνεπάγεται σημαντική δημοσιονομική απώλεια στην πλευρά των φορολογικών εσόδων, αφού κατά κανόνα οι προσοντούχοι εργαζόμενοι επιτυγχάνουν υψηλότερες μισθολογικές αμοιβές και καταβάλλουν υψηλότερους φόρους στην αλλοδαπή, όπου η φοροδοτική τους ικανότητα είναι μεγαλύτερη. Με άλλα λόγια, έχουν επενδυθεί χρήματα φορολογουμένων για την εκπαίδευση Ελλήνων, οι οποίοι όμως δεν αξιοποιούνται στο εσωτερικό, αλλά στην αλλοδαπή.

Βάσει συγκεκριμένων υπολογισμών, η εκτιμώμενη απώλεια φορολογικών εσόδων για την ελληνική οικονομία ανέρχεται ετησίως σε €9,1 δισ. (εκτίμηση Endeavor Greece της 19.7.2016). Από το ποσό αυτό, το ελληνικό κράτος απώλεσε ειδικότερα €7,9 δισ. από φόρους εισοδήματος και εισφορές και €1,2 δισ. από ΦΠΑ εκ μέρους ελλήνων πολιτών που έχουν μεταναστεύσει στο εξωτερικό.

Σκοπός δεν μπορεί να είναι η αναπαραγωγική κριτική εντυπωσιασμού, αντιθέτως πρέπει να επιδιωχθεί η σύγχρονη τάση μετανάστευσης Ελλήνων να αξιολογηθεί με στοχευμένο τρόπο, μέσα από προϋποθέσεις δομημένου διαλόγου και ανταλλαγής εμπειρογνωμοσύνης όλων των εμπλεκόμενων φορέων προς τις εξής κατευθύνσεις:

1.Δημιουργία φιλικού περιβάλλοντος προς την επιχειρηματικότητα με μείωση γραφειοκρατίας, δράσεις στήριξης της νεοφυούς επιχειρηματικότητας, ευέλικτες μορφές τραπεζικής χρηματοδότησης και αξιοποίηση των διαθέσιμων κεφαλαίων της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων,

2. Στροφή της εγχώριας οικονομίας σε παραγωγικότερους τομείς και σύνδεση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με την παραγωγική εξειδίκευση,

3.Έμπρακτη ενίσχυση της διαφάνειας στην επιλογή και εξέλιξη, διασφάλιση της αξιοκρατίας και δημιουργία ατμόσφαιρας βεβαιότητας και σταθερότητας για το μέλλον της Χώρας,

4.Χάραξη και υλοποίηση ολοκληρωμένης και συνεκτικής στρατηγικής επανένταξης των εκτός εκπαίδευσης, εργασίας και κατάρτισης νέων με αύξηση προγραμμάτων μαθητείας/πρακτικής άσκησης, προστασία των σχολείων δεύτερης ευκαιρίας και παροχή κινήτρων μη εγκατάλειψης του σχολείου.

Το βασικό συμπέρασμα είναι ότι αν και η υφεσιακή διαταραχή οδήγησε στην έκρηξη του brain drain, η χωρίς καθυστέρηση ανάληψη των προηγουμένων τεσσάρων προτάσεων πολιτικής κρίνονται -εξαιτίας των προαναφερόμενων γενεσιουργών αιτιών του φαινομένου- πρόσφορες προς τον περιορισμό μαζικής μετακίνησης ανέργων με προσόντα προς οικονομίες με υψηλότερες προσδοκώμενες απολαβές και στον μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας σε μια οικονομία έντασης γνώσης που επενδύει στην έρευνα και τεχνολογική καινοτομία. Όσο γρηγορότερα υλοποιηθούν τα παραπάνω, τόσο γρηγορότερα αναμένεται η σταθερή και μακροπρόθεσμη πρόοδος των φορολογικών εσόδων και η ανάπτυξη της πραγματικής οικονομίας της Χώρας με την επαναπροώθηση της εγχώριας παραγωγικής μηχανής.

Δημοφιλή