Τρεις ελληνικοί παραλογισμοί του τέλους του 2016

Και εδώ φτάνουμε στο δεύτερο: στο πώς αυτό το ψηφιακό ελλαδικό πάθος για τις αμερικανικές εκλογές προδίδει την απόλυτη παραίτηση από την ελληνική πολιτική σκηνή. Αφού η κοινοβουλευτικά πλέον πλήρως, ερμητικά εμπεδωμένη ΤΙΝΑ αποκλείει το ενδεχόμενο σύγκρουσης επί μείζονος διακυβεύματος στα μυαλά των περισσοτέρων (είναι χαρακτηριστικό ότι την προαναφερθείσα ιδιωτικοποίηση του νερού (!) δεν την συνόδευσε παλλαϊκός ξεσηκωμός, αλλά μάλλον... ιδιωτικός στεναγμός), δεν υπάρχει κατ' αυτούς τίποτα να κερδηθεί και τίποτα να χαθεί. Οπότε, όλο το πολιτικό πάθος που δεν διοχετεύεται στα ελλαδικά, διοχετεύεται δι΄ αντιπροσώπου στα... υπερατλαντικά.

Τραμπ εναντίον Κλίντον, Στουρνάρας εναντίον Βαρουφάκη, Κυβέρνηση εναντίον Εκκλησίας

Το ότι η ελληνική κοινωνία βρίσκεται σε αφασία, ειδικά επί των ημερών του μνημονίου της Πρώτης Φοράς Αριστερά, είναι γνωστό. Αλλά τα εκάστοτε νέα συμπτώματα αυτής της αφασίας έχουν το ενδιαφέρον τους--αν μη τι άλλο ως χρονογράφημα.

Κυβέρνηση εναντίον Εκκλησίας

Πληροφορηθήκαμε από τους τηλεοπτικούς, φεησμπουκικούς και ΑΥΓΗακούς μας δέκτες πως η κυβέρνηση, στο πρόσωπο του υπουργού Παιδείας Νίκου Φίλη, σήκωσε δυναμικά το γάντι εναντίον της Εκκλησίας, περίπου σε μια πρώτη πράξη επερχομένων κινήσεων χωρισμού Εκκλησίας-Κράτους. Πώς; Με αλλαγές στο μάθημα των θρησκευτικών, που «κάνουν το μάθημα από κατηχητικό, θρησκειολογικό».

Πρώτον, οι σημαντικές αυτές αλλαγές, το νέο πρόγραμμα σπουδών, δεν έχουν καμμία σχέση με σχεδιασμούς της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Ξεκίνησαν ως σχεδιασμός αρχικά επί υπουργίας Διαμαντοπούλου σε κυβέρνηση ΓΑΠ, και αργότερα σχηματοποιήθηκαν σαφέστερα επί κυβερνήσεως Σαμαρά, εν πολλοίς με πρωτοβουλία των ίδιων των θεολόγων της δευτεροβάθμιας και όχι των ίδιων των κυβερνητικών κομμάτων. Δεν είναι η πρώτη φορά που ο ΣΥΡΙΖΑ κάνει... επαναστατικό, ριζοσπαστικά αριστερό μνημόσυνο με πασοκικά και νεοδημοκρατικά κόλλυβα, αλλά είναι πραγματικά εντυπωσιακή η επιμονή της κυβέρνησης να υπερασπιστεί τις αλλαγές στα θρησκευτικά ως δικό της, αξιακά φορτισμένο πεπραγμένο (παρά τις χθαμαλή τη φωνή διευκρινήσεις Φίλη ότι οι αλλαγές «είναι αποτέλεσμα τριετούς πιλοτικής διδασκαλίας και αξιολόγησης»).

Δεύτερον, οι αλλαγές -δεν- «κάνουν το μάθημα από κατηχητικό, θρησκειολογικό». Εάν κατηχητικό είναι ένα μάθημα που απευθύνεται αυτονοήτως σε ήδη πιστούς, ομολογιακό είναι ένα μάθημα που επικεντρώνεται στα περί συγκεκριμένης πίστης χωρίς να προϋποθέτει το ανήκειν του ακροατηρίου σε αυτήν, και θρησκειολογικό είναι ένα υποθετικό μάθημα παρουσίασης με ίσες αποστάσεις κάθε θρησκείας χωρίς «προτιμήσεις» (τα δύο πρώτα είδη συμφύρθησαν επίτηδες στη δημόσια συζήτηση), το μάθημα ήταν προηγουμένως ομολογιακό με στοιχεία περί άλλων θρησκειών και συνεχίζει να είναι ομολογιακό με (αρκετά περισσότερα) στοιχεία περί άλλων θρησκειών. Πρόκειται για το ίδιο γενικό είδος μαθήματος. Και με το παλιό πρόγραμμα και με το καινούργιο, περίπου το ίδιο συμβαίνει σε πολλές χώρες της Ευρώπης [1]. Οπότε, καλοδεχούμενες οι αλλαγές, αλλά είναι εντελώς κωμικό το να παρουσιάζονται ως μια κοπερνίκεια επανάσταση μετάβασης του μαθήματος σε εντελώς άλλο είδος.

Τρίτο και σημαντικότερο: ο Νίκος Φίλης και η κυβέρνηση απασχόλησε επιτυχώς την κοινή γνώμη με τις... αλλαγές στο μάθημα των θρησκευτικών (!), ενώ ψηφιζόταν η κατ' ουσίαν ιδιωτικοποίηση του νερού (ήσυχα-ήσυχα...) και μια σειρά από ασύλληπτα άλλα νομοθετήματα, και ενώ η εποποιία κατασχέσεως κατοικιών έγραφε νέες λαμπρές σελίδες αριστερής διακυβερνήσεως με σπίρτζεια δάκρυα αμετανόητης μετανοίας.

Όλη αυτή η ιστορία δεν είχε καμμία, μα καμμία σχέση με το ίδιο το μάθημα των θρησκευτικών (μια χαρά είναι τα νέα προγράμματα). Φυσικά, βοηθούντων και των δηλώσεων του υπουργού ότι «η Εκκλησία έχει συμβάλλει στην ηθική έκπτωση της κοινωνίας», η διοικούσα Εκκλησία «τσίμπησε» κανονικά--αντί, επί παραδείγματι, να αναγνώσει ορθά τον αντιπερισπασμό και να κατέλθει με λαοσυνάξεις στους δρόμους εναντίον της ιδιωτικοποίησης του νερού (που, άλλωστε, δεν είναι ένα «απλώς πολιτικό θέμα», μα κάτι πολύ ευρύτερο και ζωτικό).

Θα έλεγε κανείς πως το κόλπο της κυβέρνησης ήταν τόσο φτηνό, που δεν θα κατάφερνε να ξεγελάσει τους πολίτες.

...Και αν το έλεγε, θα ήταν προφανώς αφελέστατος.

Τα ζητήματα που αποτελούν αρένα για πολέμους αξιών και πεδίο για τις «αξιακές/συμβολικές μάχες» επιτυγχάνουν πάντα να καμπυλώσουν την πραγματικότητα: το πιεστικόν της σημασίας τους στον καθημερινό βίο μεγεθύνεται παραμορφωτικά σε σύγκριση με τα επείγοντα, ενώ η επαφή των επιχειρημάτων των δύο πλευρών με την πραγματικότητα δεν έχει πάντοτε και τόση σημασία--συναίσθημα να υπάρχει...

Και έτσι, αυτό που κατά βάση είναι παιδιάστικος αντιπερισπασμός, τελικά αποδεικνύεται bon pour l'orient--με τον Νίκο Φίλη να ερμηνεύει, συνακολούθως, την εκλογή του στην ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ ως εντολή χωρισμού Εκκλησίας-Κράτους στο... μοντέλο της σύγκρουσης των θρησκευτικών (δηλαδή, με κανένα πασοκονεοδημοκρατικό νομοθέτημα...).

Σε αυτό το σημείο να σημειώσουμε και να υπενθυμίσουμε πως το απόγευμα που γινόντουσαν πλειστηριασμοί πρώτης κατοικίας και καταστολή των αντιστεκομένων, στο Μέγαρο Μαξίμου οι κυβερνητικοί βουλευτές τραγουδούσαν με αλλέγκρα διάθεση και συνοδεία ζουραρικού πιάνου «Με το ντουφέκι μου στον ώμο / σε πόλεις κάμπους και χωριά / της λευτεριάς ανοίγω δρόμο / της στρώνω βάγια και περνά». Καλή διασκέδαση στις συμβολικές μάχες για τις σχέσεις Εκκλησίας-Κράτους με όπλο τα προγράμματα της Διαμαντοπούλου και του Σαμαρά.

Στουρνάρας εναντίον Βαρουφάκη

Πληροφορηθήκαμε κατά την εξεταστική επιτροπή για τα δάνεια των ΜΜΕ και των κομμάτων ότι τις κρισιμότατες ημέρες των διαπραγματεύσεων του 2015, ο Κεντρικός Τραπεζίτης της Ελλάδας Γιάννης Στουρνάρας γυρνούσε από 'δω κι από 'κει κι έλεγε «μην ακούτε τον ΥΠΟΙΚ της Ελλάδος Γιάνη Βαρουφάκη, μην ακούτε τον ΥΠΟΙΚ της Ελλάδος»! «Μα δε γίνεται, είναι ο ΥΠΟΙΚ σας»--«Να μην τον ακούτε!».

Παραδέχθηκε, δηλαδή, ο ίδιος, πως παρά την υποχρέωσή του να ακολουθεί τη γενική οικονομική πολιτική της κυβέρνησης (όπως ορίζεται ο ρόλος του), εκείνος εργαζόταν σκληρά για την αποτυχία των διαπραγματεύσεων και της πορείας που είχε θέσει σε αυτές η ελληνική κυβέρνηση.

Αν στη δημόσια σφαίρα υπήρχε λογική, τότε θα ξεκινούσε αμέσως μετά από αυτές τις δηλώσεις θεσμική διερεύνηση του ρόλου του Γιάννη Στουρνάρα, καθώς και αυτονόητη απομάκρυνσή του [2]. Αντ' αυτού, ο φιλελέ φεησμπουκικός Ελληνισμός έκραξε «και λίγα είπε».

Πού είναι όλοι αυτοί που μιλούσαν για ειδικά δικαστήρια επειδή... ο Βαρουφάκης είχε Plan B, ως ώφειλε; Πού πήγαν όλοι οι «θεσμικοί» που διαβεβαίωναν πως «δεν θα ησυχάσουν μέχρι να δουν τον Βαρουφάκη στο σκαμνί», λόγω θεσμικής και δημοκρατικής ευαισθησίας βεβαίως; Για τον Γιάννη Στουρνάρα δε χρειάζεται ειδικό δικαστήριο χθές, επί τη βάσει των δηλώσεων τις οποίες ο ίδιος έκανε;

Φυσικά και είναι à la carte οι ευαισθησίες αυτές. Οι «θεσμικοί», οι «υπεύθυνοι», οι «Ευρωπαίοι», οι «μεταρρυθμιστές» δεν εξανίστανται όταν πληροφορούνται από τον ίδιο τον κεντρικό τραπεζίτη της χώρας μέσα στη Βουλή πως ο Γιάννης Στουρνάρας υπονόμευε καίρια τα συμφέροντα της χώρας του αλλά και τον θεσμικό του ρόλο κατά τη διάρκεια της κρισιμότερης διαπραγμάτευσης: αντιθέτως, συναρπάζονται, δικαιώνονται, ήδονται, αγάλλονται, βρίσκουν έκφραση και εκπρόσωπο. Τις υλακές περί ειδικών δικαστηρίων τις έχουν για άλλους. Χρήσιμη υπενθύμιση για την επόμενη φορά που θα μας παρουσιάσουν τη θέση τους ως «ορθολογική» και «θεσμική».

Αμερικανικές εκλογές, και η βαρυσήμαντη τοποθέτηση του Μήτσου από τα Πετράλωνα

Εξυπακούεται πως οι αμερικανικές προεδρικές εκλογές είναι ένα σημαντικότατο γεγονός με συνέπειες για όλον τον πλανήτη: παρά την βεβαιότητα πως ο τίτλος του «πλανητάρχη» θα ήταν πλέον εντελώς αστείος δεδομένης της υποβάθμισης του ρόλου των ΗΠΑ διεθνώς, οι ΗΠΑ παραμένουν η σημαντικότερη πολιτικοστρατιωτική δύναμη του πλανήτη.

Τα παραπάνω όμως ελάχιστα σχετικά είναι με τις επικές μάχες που έλαβαν χώρα στα ελληνικά social media για τις εκλογές: εκεί το πάθος είναι τέτοιο και οι έμμισες συγκρούσεις των αντίπαλων πλευρών τόσο έντονες, που έχεις την εντύπωση πως η Χίλαρι Κλίντον και ο Ντόναλντ Τραμπ είναι υποψήφιοι για κάτι τόσο εγγύτατο όσο η δημαρχία των Αθηνών ή η θέση του περιφερειάρχη Αττικής. Δεν πρόκειται για μια αποστασιοποιημένη συζήτηση για τα τεκταινόμενα στην Αμερική και τις ενδεχόμενες συνέπειές τους, αλλά για μια έντονη πολιτική μάχη στο εδώ και στο τώρα: το μόνο που δεν είχαμε δει ήταν... σταυρωμένα ψηφοδέλτια.

Φυσικά, οι έλληνες χρήστες social media δεν ψηφίζουν στις αμερικανικές εκλογές. Απλώς αλληλοσφαζόντουσαν ψηφιακά με ζηλευτή ρώμη ωσάν να ψήφιζαν, λες και το διαδικτυακό τους Κολοσσαίο επηρεάζει έστω έμμεσα, έστω μέσω της επιρροής σε άλλους ψηφοφόρους χρήστες, το εκλογικό αποτέλεσμα.

Ο τρίτος αυτός παραλογισμός είναι δηλωτικός δύο βαθύτερων τάσεων:

Πρώτον, του απίθανου επαρχιωτισμού μας. Η ψηφιακή μας βίαιη αλληλοσφαγή επωάζει την ψευδαίσθηση πως παίζουμε κάποιο ρόλο στο κέντρο των εξελίξεων, πως η γνώμη μας και η δυνατότητα παρέμβασής μας δεν εξαντλείται στις εσωτερικές παραλλαγές της ελλαδικής μνημονιακής ΤΙΝΑ, αλλά πως αφορά το μέλλον της ίδιας της «υπερδύναμης». Με την αμερικανική παρρησία μας προσπαθούμε να αναλάβουμε συμβολικά τον ρόλο του μακρινού έστω υπηκόου μιας δυνατής παγκόσμιας αυτοκρατορίας: εφαρμόζοντας αξιοθρήνητα το «καλύτερα τελευταίος στην πόλη παρά πρώτος στο χωριό», ζητιανεύουμε το να μας ρωτήσει κάποιος με ποιόν συντασσόμαστε, με την Χίλαρι Κλίντον ή τον Ντόναλντ Τραμπ--τους πανθομολογουμένως μακράν χειρότερους υποψηφίους που έχει να επιδείξει η πολιτική παράδοση των ΗΠΑ εδώ και δεκαετίες. Απ' ότι φαίνεται, το να είσαι ιδιώτης σχολιαστής των αμερικανικών εκλογών αξιολογείται ως ασύγκριτα σημαντικότερο από το να είσαι ψηφοφόρος πολίτης της Ελληνικής Δημοκρατίας--αφού δεν είδαμε ούτε κατά διάνοια παρόμοιο πάθος στην προεκλογική περίοδο του Σεπτεμβρίου 2015.

Και εδώ φτάνουμε στο δεύτερο: στο πώς αυτό το ψηφιακό ελλαδικό πάθος για τις αμερικανικές εκλογές προδίδει την απόλυτη παραίτηση από την ελληνική πολιτική σκηνή. Αφού η κοινοβουλευτικά πλέον πλήρως, ερμητικά εμπεδωμένη ΤΙΝΑ αποκλείει το ενδεχόμενο σύγκρουσης επί μείζονος διακυβεύματος στα μυαλά των περισσοτέρων (είναι χαρακτηριστικό ότι την προαναφερθείσα ιδιωτικοποίηση του νερού (!) δεν την συνόδευσε παλλαϊκός ξεσηκωμός, αλλά μάλλον... ιδιωτικός στεναγμός), δεν υπάρχει κατ' αυτούς τίποτα να κερδηθεί και τίποτα να χαθεί. Οπότε, όλο το πολιτικό πάθος που δεν διοχετεύεται στα ελλαδικά, διοχετεύεται δι΄ αντιπροσώπου στα... υπερατλαντικά.

Διαπιστώνουμε όμως και μια γενικότερη εκπληκτική ακρισία. Σίγουρα, κάθε θέμα των αμερικανικών προεδρικών εκλογών και της πολιτικής τους είχε ενδιαφέρον για κάθε μη-αμερικανό, κυρίως ως ενδεικτικό πολιτικών τάσεων και αξιακών μεταβολών. Όμως, το σημαντικότερο για κάθε μη-αμερικανό είναι αναμφίβολα η εξωτερική πολιτική που θα ακολουθήσουν οι Ηνωμένες Πολιτείες στην μία ή στην άλλη περίπτωση εκλογικού αποτελέσματος. Πόσω δε μάλλον για μια χώρα ευρισκόμενη στην ευρύτερη ζώνη και προέκταση της Μέσης Ανατολής, όπως η Ελλάδα.

Όμως, στις ιθαγενείς ψηφιακές σφαγές ελάχιστοι επικεντρώθηκαν στο μείζον, δηλαδή στην μελλοντική εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Αντ' αυτού, συζητούσαν οτιδήποτε αποτελεί θέμα των αμερικανικών εκπομπών, οσοδήποτε εσωτερικό και άσχετο, αίροντας έτσι και την τελευταία διάκριση Αμερικανού ψηφοφόρου πολίτη και διεθνούς ενδιαφερομένου κοινού. Όμως, είναι κατ' εξοχήν αυτές οι εκλογές που είχουν σοβαρές συνέπειες για την εξωτερική πολιτική της υπερδύναμης: όπως θα σημειώσει ο Νίκος Σαραντάκος, «Προφανώς ο Τραμπ είναι απρόβλεπτος, ίσως και παλαβός, και σίγουρα δεξιότατος, αλλά και η Χίλαρι είναι η υποψήφια του κατεστημένου και του στρατιωτικοβιομηχανικού συμπλέγματος που θα μας φέρει πιο κοντά στον πόλεμο με τη Ρωσία» [3]. Το (πολεμικό) μέλλον της ευρύτερης γεωγραφικής περιοχής δεν έχει όμως τόση σημασία για τον Έλληνα μαχητή των primaries και των debates στο διαδίκτυο, διότι το μείζον είναι το να νοιώσει λίγο σαν πολίτης της υπερδύναμης (...κι ας του αρέσει στα κρυφά ο Μητροπάνος).

Τρία συμπτώματα, τρεις παραλογισμοί, τρεις συλλογικές ανορθογραφίες.

Και η αφασία συνεχίζεται το 2017, μέχρι την τελική ζούγκλα.

Πρώτη, συντομώτερη εκδοχή του κειμένου δημοσιεύθηκε στο Unfollow 59, τεύχος Νοεμβρίου 2016.

[1] Για το τί γίνεται με το μάθημα των θρησκευτικών στην Ευρώπη. Γενικά, όπου ακούει κανείς στην Ελλάδα για οποιοδήποτε θέμα ότι «δεν συμβαίνει πουθενά αλλού στην Ευρώπη», συνήθως είναι ασφαλές να υποθέσει πως συμβαίνει σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης και ότι ο ομιλών είναι, απλώς, άσχετος.

Δημοφιλή