Το κρυφό όπλο του Ανδρέα Παπανδρέου

Ίσως είναι ήδη φανερό από την περιγραφή αυτή, το αρχηγικό υπόδειγμα της πολιτικής του συμπεριφοράς, που στην Μεταπολίτευση θα σφραγίσει ακόμα και το καταστατικό του ΠΑΣΟΚ, στον οποίο το αξίωμα του Πρόεδρου συνιστούσε έναν ανεξάρτητο θεσμό. Αλλά αυτό το χαρακτηριστικό ήταν πασιφανές και πασίγνωστο από την πρώτη κιόλας εμφάνισή του μετά την πτώση της Χούντας. Κανείς δεν αμφιβάλλει, είτε οπαδός είτε αντίπαλος, ότι ο Παπανδρέου ήταν ένας επιβλητικός ηγέτης. Τα επίθετα που χρησιμοποιούνται είναι εξ ίσου γνωστά: αποφασιστικός, ακαταμάχητος, επικοινωνιακά ευφυής. Εδώ, όμως, θέλω να επισημάνω ένα άλλο, λιγότερα φανερό χαρακτηριστικό που, κατά την γνώμη μου, ανέδειξε ουσιαστικά το πολιτικό του μέγεθος.
ullstein bild via Getty Images

Αυτή η σύντομη μαρτυρία φιλοδοξεί να προσθέσει κάποιες, ενδεχομένως διαφωτιστικές, ψηφίδες στο ατελές μωσαϊκό που μας απομένει από τον πολυσύνθετο χαρακτήρα του Ανδρέα Παπανδρέου. Βασίζεται σε μια σχετικά μικρή περίοδο, κατά την οποία είχα μια άμεση γνωριμία και, στη συνέχεια, μια εντατική συνεργασία με τον εξόριστο τότε πολιτικό -- μία περίοδο που διήρκεσε από το καλοκαίρι του 1969 μέχρι το καλοκαίρι του 1974. Εκείνη την εποχή, ο Ανδρέας διηύθυνε το τμήμα μεταπτυχιακών οικονομικών σπουδών στο Πανεπιστήμιο Γιορκ του Τορόντο, έχοντας όμως ως κύρια απασχόληση την οργανωμένη και μεθοδική δραστηριότητα του κατά της Χούντας των Αθηνών.

Η σχέση μας εκείνη την περίοδο ήταν, από κάθε άποψη, ασύμμετρη. Εκείνος, από την μία, ήταν ένας ήδη διάσημος επιστήμονας και αμφιλεγόμενος πολιτικός που κατέληξε στο Τορόντο (ακριβέστερα στο βόρειο προάστιο του Κινγκ Σίτυ) ύστερα από οκτώ μήνες στις φυλακές Αβέρωφ, έξι μήνες στο Παρίσι και ένα χρόνο στην Σουηδία. Εγώ, από την άλλη, ήμουν ένας εικοσάρης Ελληνοαμερικανός φοιτητής που, φεύγοντας το 1968 από τις ΗΠΑ για το Καναδά λόγω του πολέμου στο Βιετνάμ, έτυχε να συνεχίζω τις μεταπτυχιακές μου σπουδές στο ίδιο πανεπιστήμιο όπου εγκαταστάθηκε ο Παπανδρέου ένα χρόνο αργότερα.

Κανείς δεν αμφιβάλλει, είτε οπαδός είτε αντίπαλος, ότι ο Παπανδρέου ήταν ένας επιβλητικός ηγέτης. Τα επίθετα που χρησιμοποιούνται είναι εξ ίσου γνωστά: αποφασιστικός, ακαταμάχητος, επικοινωνιακά ευφυής.

Η γνωριμία μας ξεκίνησε το φθινόπωρο του 1969, όταν του υπέβαλα μία μελέτη που είχα συντάξει για το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Μου απάντησε τον Ιανουάριο του 1970, με μία κολακευτική επιστολή στην οποία επισύναπτε το καταστατικό του ΠΑΚ (Πανελλήνιου Απελευθερωτικού Κινήματος), της αντιστασιακής οργάνωσης που είχε ιδρύσει δυο χρόνια νωρίτερα στην Στοκχόλμη. Στην πρώτη μας συνάντηση, στο γραφείο του στο Πανεπιστήμιο, η κουβέντα γρήγορα στράφηκε στην ελληνική υπόθεση. Έχοντας σηκωθεί από το γραφείο του, βημάτιζε ανήσυχα εμπρός πίσω, ανάβοντας--και σβήνοντας μετά από τρεις τζούρες--μία ατέλειωτη σειρά από τσιγάρα, καθώς ανέλυε τη Χούντα και τις προοπτικές (και πιθανές μεθόδους) ανατροπής της. Πέτυχε το στόχο του, τη στράτευσή μου στις τάξεις του ΠΑΚ. Έτσι ξεκίνησε μια επαφή που αναπτύχθηκε σταδιακά, φθάνοντας στα τελευταία χρόνια της εξορίας του σε μια στενή σχέση, στην οποία έπαιζα το ρόλο ενός πιστού «υπασπιστή», στον οποίο ο Ανδρέας ανάθετε ποικίλες αποστολές, ανάλογα με τις ανάγκες της στιγμής και τις δυνατότητες μου κάτι να προσφέρω.

Ίσως είναι ήδη φανερό από την περιγραφή αυτή, το αρχηγικό υπόδειγμα της πολιτικής του συμπεριφοράς, που στην Μεταπολίτευση θα σφραγίσει ακόμα και το καταστατικό του ΠΑΣΟΚ, στον οποίο το αξίωμα του Πρόεδρου συνιστούσε έναν ανεξάρτητο θεσμό. Αλλά αυτό το χαρακτηριστικό ήταν πασιφανές και πασίγνωστο από την πρώτη κιόλας εμφάνισή του μετά την πτώση της Χούντας. Κανείς δεν αμφιβάλλει, είτε οπαδός είτε αντίπαλος, ότι ο Παπανδρέου ήταν ένας επιβλητικός ηγέτης. Τα επίθετα που χρησιμοποιούνται είναι εξ ίσου γνωστά: αποφασιστικός, ακαταμάχητος, επικοινωνιακά ευφυής. Εδώ, όμως, θέλω να επισημάνω ένα άλλο, λιγότερα φανερό χαρακτηριστικό που, κατά την γνώμη μου, ανέδειξε ουσιαστικά το πολιτικό του μέγεθος.

Μου αποκαλύφθηκε, με έμμεσο τρόπο, από τον πρώτο καιρό της συνεργασίας μας. Κάποτε το 1971, είχα πάει σαν εκπρόσωπος του ΠΑΚ σε ένα περιφερειακό συνέδριο του κυβερνώντος κόμματος του Καναδά, επί πρωθυπουργίας Πιέρ Τρυντώ. Η αποστολή μου ήταν να προσπαθήσω να προωθήσω στο συνέδριο ένα ψήφισμα που θα κατήγγειλε την Ελληνική δικτατορία. Σε μία δεξίωση ήταν προσκεκλημένος και ο Υπουργός Εξωτερικών του Καναδά, ο Μίτσελ Σαρπ, με τον οποίο έπιασα κουβέντα. Την επόμενη μέρα, ανέβηκα στο Κινγκ Σίτυ για να κάνω μια αναφορά στον Ανδρέα. «Εξήγησα στον Σαρπ τις θέσεις μας για την Ελληνική υπόθεση σε σχέση με το ΝΑΤΟ», του είπα και, εν συνέχεια, επεκτάθηκα λεπτομερώς στα όσα είχα πει στον Καναδό υπουργό. Ο Ανδρέας με άκουσε υπομονετικά και μετά μου απάντησε με μία ιστορία. «Μια φορά», μου είπε, «είχα στείλει τον Περικλή να μιλήσει με κάποιο κυβερνητικό αξιωματούχο. Μετά, ήρθε και μου είπε ότι "ήταν μια επιτυχής επαφή. Του είπα το άλφα και το βήτα και το γάμα"."Καλά έκανες", είπα στον Περικλή, "αλλά πες μου κάτι. Τι είπε εκείνος σε σένα;"».

Για μένα ήταν μια από τις πολλές στιγμές πολιτικής μαθητείας που μου έστησε (με χαρακτηριστικό όμως πάντοτε τακτ) ο Ανδρέας, παίζοντας το ρόλο του ως πολιτικού δασκάλου. Ταυτόχρονα, όμως, το συγκεκριμένο περιστατικό είχε σε μένα και έναν άλλο αντίκτυπο. Με ευαισθητοποίησε απέναντι σε ένα γεγονός, που παρατήρησα επανειλημμένα στα επόμενα χρόνια: ο ίδιος ο Ανδρέας ήταν ένας εξαιρετικά καλός ακροατής. Και μάλιστα αυτή η (κυριολεκτικά) σιωπηλή αρετή του αποτελούσε, κατά την γνώμη μου, μια δύναμη, που συνέβαλε σημαντικά στην πολιτική του επιτυχία.

Αυτό το σπάνιο ταλέντο εκφράστηκε με ποικίλους τρόπους και αξιοποιήθηκε από τον ίδιο για διάφορους σκοπούς. Συχνά, ο Ανδρέας κανόνισε την παρουσία ενός τρίτου προσώπου ως σιωπηλού μάρτυρα, όταν είχε μια συνάντηση γνωριμίας με κάποιον που είχε ζητήσει να τον δει. Έπαιξα αυτό το ρόλο σε αρκετές περιπτώσεις και πάντοτε μου έκανε εντύπωση βλέποντας τον Ανδρέα να ενθαρρύνει με χειρονομίες τον συνομιλητή του να πολυλογεί, αλλά χωρίς ο ίδιος να πει σχεδόν τίποτα. Έτσι η συζήτηση εξελισσόταν με τρόπο που έδινε στον Ανδρέα τα στοιχεία που χρειαζόταν για να ερμηνεύσει τους δαίμονες των άλλων και να αξιολογήσει την πιθανή χρησιμότητα τους (ή όχι) για τα δικά του σχέδια και σκοπούς. Το ταλέντο του καλού ακροατή εμφανίστηκε, όμως, και στο συλλογικό επίπεδο της μαζικής πολιτικής. Ήξερε πώς να ακούει και να εσωτερικεύει τις ανησυχίες, τις ελπίδες, τους φόβους και τους πόθους ευρύτερων στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας και να τα μεταμορφώνει σε μια κοινά αποδεκτή πολιτική κατεύθυνση. Ένα προσόν που οι αντίπαλοι του ίσως υποτίμησαν, η δύναμη του Ανδρέα Παπανδρέου ως ακροατής ήταν, κατά μια έννοια, το μυστικό του όπλο.

Δημοφιλή